Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2009
Τα παιδιά μέσα στην οικογένεια
Πάρα πολλοί απο εμάς τους γονείς, είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι αντιμετωπίζουμε όλα μας τα παιδία ίδια. Αυτό δεν είναι αλήθεια, απλώς δεν το καταλαβαίνουμε.
Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το κάθε παιδί ανάλογα με τη σειρά που έχει. Δεν είναι μόνο η σειρά βέβαια. Υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που έχουν σχέση, π.χ. το φύλο του παιδιού, αν είναι αγόρι ή κορίτσι, το όνομα του, αν είναι το όνομα του πατέρα μας ή της μητέρας μας που έχουμε πολύ καλές σχέσεις ή πολύ άσχημες σχέσεις , ή του πεθερού ή της πεθεράς ανάλογα.
Το πρώτο παιδί.
Συνήθως κατά κανόνα, το πρώτο παιδί είναι πιο κλειστό. Δεν ανοίγεται τόσο, δεν λέει τι του συμβαίνει. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι αρκετά καλός μαθητής., πιο καλός τουλάχιστον απ’ τα υπόλοιπά παιδιά. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι πιο μοναχικό, έχει μια μεγαλύτερη αυτάρκεια και δεν είναι τόσο εξωστρεφές. Συνήθως το πρώτο παιδί είναι πιο οργανωμένο στη ζωή του. Έχει μια τάξη στο δωμάτιο του, στο πρόγραμμά του. Ξέρει τι ζητάει . Συνήθως το πρώτο παιδί είναι πιο λογικό και λιγότερο συναισθηματικό. Μάλιστα έχουν γίνει και έρευνες μεταξύ γιατρών και έχουν βρει, είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, ότι στις παθολογικές ειδικότητες και στην ψυχιατρική (όπου ως γνωστό χρησιμοποιείται κυρίως η σκέψη του γιατρού) πλεονάζουν τα πρώτα παιδιά, ενώ στις χειρουργικές ειδικότητες από τα δεύτερα και κάτω, εκεί που χρειάζεται δράση. Λοιπόν αυτά είναι μερικά γνωρίσματα , τα οποία σε πολύ μεγάλο ποσοστό υπάρχουν. Φυσικά τίποτα δεν είναι απόλυτο όταν πρόκειται για τον άνθρωπο και υπάρχουν εξαιρέσεις. Υπάρχουν και τα παιδία που δεν ανήκουν σ’ αυτό το προφίλ. Αλλά είναι μεγάλος αριθμός, ώστε να μας κάνει να προβληματιζόμαστε.
Τι συμβαίνει και τα πρώτα παιδιά έχουν αυτά τα γνωρίσματα;
Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω με απλά λόγια.
Αυτό που βασικά συμβαίνει είναι ότι οι γονείς με το πρώτο παιδί είμαστε σχετικά άπειροι και είναι το πρώτο μας παιδί. Δεν έχουμε παρόμοιες εμπειρίες, δεν ξέρουμε πως να τα βγάλουμε πέρα εύκολα. Έτσι, λόγω της απειρίας μας περνάει ένα μήνυμα στο παιδί (άθελά μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε) το οποίο του λέει: ‘‘Κοίταξε, δεν είμαστε για πολλά –πολλά προβλήματα γιατί δεν γνωρίζουμε τον τρόπο να τα αντιμετωπίσουμε. Αν μπορείς συγκρατήσου και μη μας δημιουργείς ή μη μας ανακοινώνεις πολλά προβλήματα’’. Αυτό είναι ένα μήνυμα που δεν λέγεται με λόγια ποτέ βέβαια, λέγεται με τη συμπεριφορά μας, με τη διαθεσιμότητά μας. Ένας λόγος είναι αυτός. Ένας δεύτερος λόγος πέρα από την απειρία είναι ότι ο γονιός έχει μία ανησυχία πριν αποκτήσει παιδιά για το αν θα είναι καλός γονιός. Επομένως είναι ευνόητο, στο πρώτο παιδί να έχει πολύ μεγάλη ανάγκη ο γονιός να δει στην πράξη ότι το παιδί του αυτό του βγήκε καλό, διότι αυτό του δίνει την επιβεβαίωση ότι είναι καλός γονιός. Και έχουμε ανάγκη όλοι από μία στοιχειώδη αυτοεκτίμηση και την εκτίμηση των άλλων φυσικά, των συγγενών , των φίλων , οι οποίοι θα δούνε το πρώτο μας παιδί, θα δούνε αν συμπεριφέρεται ήσυχα, ευγενικά, αν υπακούει κ.λπ. Επομένως , χωρίς να το καταλαβαίνουμε, σπρώχνουμε τα παιδιά μας σε κάποιου είδους συμμόρφωση και τους απαιτούμε με τη συμπεριφορά μας να είναι βολικά , να είναι τα ‘’καλά’’ παιδία. Και αυτό μας δίνει ικανοποίηση πολλή. Και αργότερα βέβαια, εφόσον έχουμε πάρει την ικανοποίηση αυτή και την επιβεβαίωση από το πρώτο παιδί, δεν είμαστε τόσο απαιτητικοί στα επόμενα και πολλές φορές αυτό το αντιλαμβάνονται και τα πρώτα παιδιά τα οποία παραπονιούνται και λένε: ‘’Δεν αντιμετώπισαν οι γονείς μου στο τάδε θέμα συγκεκριμένα τον αδελφό μου , την αδελφή μου, όπως εμένα. Σε μένα ήταν πιο αυστηροί που ήμουνα ο πρώτος.
Έτσι λοιπόν , νομίζω, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μ’ αυτές τις δύο βασικές αιτίες εξωθούμε ουσιαστικά τα παιδιά μας (χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με καλές προθέσεις) στο να είναι πιο κλειστά, που σημαίνει ότι δεν εκφράζουν τα προβλήματά τους για να μη σας στενοχωρήσουν.
Ξέχασα να πω ότι ένα από τα χαρακτηριστικά του πρώτου παιδιού είναι ότι νοιάζεται τους γονείς του επίσης, νοιάζεται τους άλλους και είναι έτοιμο να θυσιάσει την επιθυμία τη δική του για χάρη των γονιών του. Και αυτό καμιά φορά φτάνει σε ακραίες καταστάσεις. Ένα παιδί να φροντίζει τους γονείς του, να παίρνει τη θέση τους ή της συζύγου ή έχουμε μερικές φορές το παιδί που δεν είναι πιά παιδί. Ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει σε ένα κλίμα υπερβολικής σοβαρότητας, δεν παίζει αρκετά, δεν γελάει αρκετά, δεν ατακτεί σαν παιδί, είναι σαν μεγάλος μικρός. Εγώ είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός απέναντί σ’ αυτά τα παιδιά και θα συνιστούσα και στους γονείς να είναι, και να μη χαίρονται τόσο πολύ με την ετικέτα του ‘’καλού ‘’ παιδιού.
(...)
Συμβαίνει το ίδιο, π. Βασίλειε, και με το μοναχοπαίδι επειδή είναι το πρώτο , είναι και το μόνο, να έχει το ίδια χαρακτηριστικά που αναφέρατε για το πρώτο παιδί;
Όχι τόσο συχνά γιατί εκεί μπαίνει και ο άλλος παράγοντας πιά, ότι είναι μοναχοπαίδι και αυτό περιπλέκει την κατάσταση. Στο μοναχοπαίδι βλέπουμε συνδυασμούς και των δύο, δηλαδή βλέπουμε ας πούμε στοιχεία πρώτου παιδιού και στοιχεία τελευταίου παιδιού. Σαν αποτέλεσμα, υποκύπτει στον πειρασμό να συμπεριφερθεί σαν το χαϊδεμένο παιδί ή σαν το κέντρο του κόσμου που πρέπει οι άλλοι να γυρίζουν γύρω του. Νομίζω ότι στο μοναχοπαίδι επικρατεί περισσότερο ο κίνδυνος της εξάρτησης.
Το μεσαίο παιδί.
Κοιτάξτε , ένα μεσαίο παιδί είναι δεύτερο για ένα διάστημα και κάποτε γίνεται μεσαίο όταν προκύψει ένα επόμενο αδελφάκι. Τότε αλλάζει η θέση του μέσα στην οικογένεια και εδώ πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι παίζει ρόλο το φύλο του παιδιού. Δηλαδή εάν το μεσαίο παιδί είναι διαφορετικού φύλου από το πρώτο και το τρίτο, εάν έχουμε ας πούμε δύο αγόρια και ανάμεσά τους είναι ένα κορίτσι ή αντίστροφα, πολλές φορές αυτό βοηθάει στο να είναι λιγότερες οι επιπτώσεις επειδή το παιδί θα είναι μεσαίο. Και ο λόγος είναι ότι η διαφορά του φύλου , το ότι αυτό το παιδί θα είναι το πρώτο του φύλου του μέσα στην οικογένεια, επιτρέπει στο παιδί αυτό να βρει τη θέση του και την ταυτότητά του μέσα στην οικογένεια πιο εύκολα. Χειρότερη είναι η θέση του μεσαίου παιδιού που έχει το ίδιο φύλο με το πρώτο, αν είναι δεύτερο αγόρι δηλαδή και ακολουθεί κορίτσι ή δεύτερο κορίτσι και ακολουθεί αγόρι. Τότε το παιδί αυτό δεν είχε ούτε καν το φύλο να ξεχωρίζει σαν τρόπο, σαν μέσο που θα βρει τη δική του ταυτότητα μέσα στην οικογένεια. Έχει έρθει το πρώτο, που ήταν π.χ. κορίτσι, ξανάρχεται κορίτσι, εμφανίζεται ένα αγόρι , το οποίο ως τρίτο και ως αγόρι κερδίζει τη δική του θέση με αυτές τι ιδιότητες και το δεύτερο κορίτσι δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο με το οποίο θα κερδίσει τη θέση του. Ουσιαστικά λοιπόν , τα προβλήματα της συμπεριφοράς του μεσαίου παιδιού είναι προβλήματα αυτού του τύπου: πως θα κερδίσει μια ταυτότητα μες στην οιοκγένεια, πως θα κερδίσει μια ταυτότητα ισότιμου με τα άλλα παιδία. Και γι’ αυτό βλέπουμε πολλές φορές τα παιδία αυτά να έχουν κακή συμπεριφορά, να προτιμούν δηλαδή να αποκτήσουν μια κακή ταυτότητα παρά να μην έχουν καθόλου ταυτότητα, γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει το κανό ταυτότητας. Δεν μπορεί να μην αισθάνεται ότι είναι κάτι. Προτιμάει να είναι κακός παρά να μην είναι τίποτε. Έτσι λοιπόν τα προβλήματα που παρουσιάζει το μεσαίο παιδί είναι κυρίως προβλήματα καλής συμπεριφοράς ως προς το σχολείο, ως προς τη συμπεριφορά με τ’ αδέλφια του , τη ζήλια κ.λπ. μάλιστα , ειδικά για τη ζήλεια του πιο πολύ από ό,τι το πρώτο παιδί, το οποίο όπως είπαμε πει είναι κλειστό και μπορεί να μην την εκφράζει. Γενικά , το μεσαίο παιδί είναι αυτό που κινδυνεύει να πάρει την ταμπέλα ‘‘το κακό παιδί της οικογένειας’’, το δύσκολο, το προβληματικό. Πολλοί γονείς, από μόνοι τους καταλαβαίνουν τις αιτίες, το λένε: ‘‘Να, ήρθε μετά ένα άλλο παιδί και μείς με τον πρώτο ή την πρώτη δεν είχαμε προβλήματα, πήγαιναν όλα καλά, ήμαστε ευχαριστημένοι, είχαμε και το μωρό ν’ασχοληθούμε κατόπιν, και κάπου εξαφανίστηκε ανάμεσά μας το μεσαίο παιδί’’.
Πράγματι, συμπιέζεται , εξουθενώνεται μερικές φορές ανάμεσα στα δύο παιδιά το μεσαίο και δεν μπορεί να βρει τη θέση του και αγωνίζεται απεγνωσμένα με πολλούς τρόπους, να τραβήξει την προσοχή των γονέων. Ξέρετε, εμείς οι γονείς παθαίνουμε κάτι, δίνουμε την προσοχή μας ( και την προσευχή μας αντίστοιχα) στα παιδιά μας μόνο όταν παρατηρήσουμε ένα πρόβλημα. Υπάρχουν παιδιά με τα οποία κανείς δεν θα ασχολιόταν ποτέ αν δεν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα. Κανείς δεν θα τα πλησίαζε να σκεφτεί πως νιώθουν αυτά τα παιδία, να τα κουβεντιάσει. Κανείς από τους γονείς εννοώ. Όταν το παιδί παρουσιάσει ένα πρόβλημα, τότε ασχολούμαστε μ’ αυτό. Και υπάρχουν παιδιά που προκειμένου να περνούν στην αφάνεια και να μην ενδιαφέρεται ο γονιός γι’ αυτά , παρουσιάζουν ένα πρόβλημα για να ενδιαφερθεί.
Ερ. Ακόμη και υγείας, π. Βασίλειε;
Ακριβώς, προβλήματα υγείας ή ατυχήματος, μια κάκωση ας πούμε. Έχω ακούσει από παιδί να λέει το ίδιο: ‘’Θα ευχόμουνα να πάθαινα αυτό που έπαθε ο φίλος μου’’ ή ‘’θα ευχόμουν να με χτυπούσε ένα αυτοκίνητο να έμεναν λίγες μέρες οι γονείς μου στο νοσοκομείο μαζί μου’’. Διότι το παιδί έχει εξαφανιστεί εν μέσω τεσσάρων παιδιών , το ένα είχε κι ένα χρόνοι πρόβλημα υγείας και δεν ασχολούταν κανείς μ’αυτόν...
Τα τελευταία παιδιά.
ΕΡ. Π. Βασίλειε, θέλετε να δούμε και τα χαρακτηριστικά των τελευταίων παιδιών;
Ναι μιλάμε για τα χαρακτηριστικά του παιδιού το οποίο ο γονιός πλέον το αισθάνεται ως τελευταίο. Δηλαδή έχει αισθανθεί ότι μάλλον δεν θα υπάρξει άλλo, κι έτσι προετοιμάζεται να ζήσει τη σχέση του μ’ αυτό το παιδί ως τελευταίο. Εδώ θα πρέπει να πω ότι κάθε παιδί έχει ανάγκη απ’ αυτά που έχει ανάγκη να πάρει ανεξάρτητα από τη σειρά του. Δηλαδή είτε είναι πρώτο παιδί είτε είναι τελευταίο έχει ανάγκη να πάρει ορισμένα πράγματα στη συναισθηματική επαφή με τους γονείς και το ενδιαφέρον τους. Αυτή η αλήθεια στην πράξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί , διότι συνηθίζουμε οι γονείς να χρησιμοποιούμε το επίθετο ‘‘ο μεγάλος’’ και ‘‘ο μικρός’’ ή ‘‘η μεγάλη ‘’ και ‘’ η μικρή’’. Δεν σημαίνει πάντα η χρήση αυτή ότι κάνουμε αυτό το λάθος που θα πω τώρα, αλλά πάρα πολλές φορές βοηθάει αυτή η χρήση , συμβάλλει σ’ αυτό το λάθος , ποιο δηλαδή; Ότι τον μεγάλο , τον πρώτο δηλαδή τον βλέπουμε πάντα ως μεγάλο. Τι είπαμε στην αρχή; Ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παιδία που δεν ζουν σαν παιδιά. Τον τελευταίο, τον βλέπουμε πάντα ως μωρό. Και ξέρουμε ότι στην Ελλάδα και ενήλικοι να είναι οι άνθρωποι, τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνων, λέγονται ο ‘’μεγάλος’’ και ο ‘’μικρός’’ τα αδέλφια. Βλέποντας λοιπόν τον μικρό ως μικρό, πάντα με αυτό το επίθετο, οπωσδήποτε χάνουμε την ευκαιρία να ανταποκριθούμε στις ψυχικές του ανάγκες ανάλογα με την ηλικία που έχει. Και ενώ ,ας πούμε, μπορεί να είναι πέντε χρονών εμείς να μην τον αναγνωρίζουμε σαν πέντε χρονών αλλά σαν τριών. Ενώ είναι δέκα δεν τον αντιμετωπίζουμε σαν δέκα αλλά σαν επτά, ενώ είναι δεκαπέντε τον αντιμετωπίζουμε σαν δώδεκα και όχι δεκαπέντε επειδή για μας είναι ο μικρός. Αυτού του είδους το λάθος πηγάζει , απ’ ό,τι έχω δει, πιο ψυχικές ανάγκες του ίδιου του γονιού, δηλαδή ο γονιός είχει ανάγκη κάποιο παιδί του να κρατά συνεχώς μικρότερο απ’ ό,τι είναι. Και ενώ το πρώτο παιδί έχουμε την τάση να το σπρώχνουμε πάντα να αισθανθεί μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι στον τελευταίο σπρώχνουμε την κατάσταση έτσι ώστε να το κρατήσουμε μικρότερο απ’ ό,τι είναι. Είναι μια ψυχική ανάγκη πολλών γονιών. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα , στον τόπο μας, οι γονείς δεν προετοιμάζονται για το ότι τα παιδιά κάποτε θα φύγουν από κοντά τους. Εχουμε πει ότι κάνουμε παιδιά τις περισσότερες φορές ξεχνώντας μετά ότι είμαστε σύζυγοι , σαν να πέφτουμε μόνο στην ιδιότητα του πατέρα και της μητέρας. Επομένως, όταν νιώθει ο γονιός ότι το μικρότερο παιδί, το τελευταίο, μεγαλώνει και σιγά-σιγά θα του φύγει και θα χάσει την ιδιότητα του πατέρα ή της μητέρας που έχει παιδία στο σπίτι μέσα και θα μείνει μόνο με το σύντροφό του, πανικοβάλλεται.
π. Βασίλειος Θερμός
Μαζί με τους γονείς
Εκδόσεις Ακρίτας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου