Απόσπασμα από το βιβλίο του Alister McGrath
Κεφάλαιο δεύτερο
Έχει αναιρέσει η επιστήμη τον Θεό;
Στην ατζέντα του “Η περί Θεού αυταπάτη” υπόκειται μια διάχυτη πεποίθηση, ότι η επιστήμη έχει αναιρέσει τον Θεό. Αυτοί που συνεχίζουν να πιστεύουν στον Θεό είναι απλούστατα σκοταδιστικοί και δεισιδαίμονες αντιδραστικοί, οι οποίοι αρνούνται εντελώς τη νικηφόρα προέλαση των επιστημών, οι οποίες με τη σειρά τους έχουν εξαφανίσει τον Θεό ακόμα και από τα απειροελάχιστα κενά της κατανόησης του σύμπαντος από την πλευρά μας. Ο αθεϊσμός είναι η μοναδική εναλλακτική για τον σοβαρό, προοδευτικό και σκεπτόμενο άνθρωπο.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά – και σχεδόν όλοι οι φυσικοί επιστήμονες στους οποίους έχω μιλήσει γι’ αυτό το θέμα το ξέρουν καλά αυτό. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην απόρριψη εκ μέρους του Στέφεν Τζέι Γκουλντ κάθε απερίσκεπτης εξίσωσης των επιστημονικών κατακτήσεων με την αθεϊστική πίστη. Όπως σημείωσε ο Γκουλντ στο βιβλίο “Αιώνιοι Βράχοι”, στηριζόμενος στις θρησκευτικές αντιλήψεις κορυφαίων εξελικτικών βιολόγων: «Ή οι μισοί από τους συναδέλφους μου είναι υπερβολικά ηλίθιοι ή, στην αντίθετη περίπτωση, η επιστήμη του δαρβινισμού είναι εντελώς συμβατή με τις συμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις – και εντελώς συμβατή με τον αθεϊσμό». Όπως τόνισα στο βιβλίο Ο Θεός του Ντόκινς, η παρατήρηση αυτή είναι δίκαιη και ευρέως αποδεκτή: η φύση μπορεί να ερμηνευτεί με θεϊστικό ή με αθεϊστικό τρόπο, αλλά δεν απαιτεί κανέναν από τους δύο. Και οι δύο αποτελούν έγκυρες διανοητικές δυνατότητες για την επιστήμη.
Το γεγονός ότι ο κορυφαίος εξελικτικός βιολόγος της Αμερικής μπόρεσε να προβεί σε μια τέτοια δήλωση κάνει τον Ντόκινς έξω φρενών. Πώς μπορούσε να πει κάτι τέτοιο! Ο Ντόκινς απορρίπτει τις σκέψεις του Γκουλντ δίχως να τις εξετάσει με σοβαρότητα και προσοχή. «Απλώς δεν πιστεύω ότι ο Γκουλντ θα μπορούσε να εννοεί πολλά από όσα έγραψε στο Αιώνιοι Βράχοι». Αυτή η ομολογία πίστεως αποτελεί και την απάντηση του Ντόκινς. Απλούστατα δεν είναι δυνατόν. Ο Γκουλντ δεν έκανε τίποτε άλλο πέρα από το να αναδιατυπώσει την ευρέως υποστηριζόμενη άποψη ότι υπάρχουν όρια στην επιστήμη. Την ίδια άποψη, προς περαιτέρω εκνευρισμό από την πλευρά του Ντόκινς, συναντά κανείς και στο έξοχο βιβλίο του σερ Μάρτιν Ρις “Κοσμικό Ενδιαίτημα”, το οποίο – με εντελώς εύλογο τρόπο – τονίζει ότι ορισμένα έσχατα ερωτήματα «βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητες της επιστήμης». Μια και ο Ρις είναι ο πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας, η οποία περιλαμβάνει τους κορυφαίους επιστήμονες της Βρετανίας, οι παρατηρήσεις του αξίζουν τη δέουσα κριτική προσοχή.
Το θεμελιώδες ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι επιστήμες είναι το πώς να εξηγήσει κάποιος την εξαιρετικά σύνθετη, πολύπλευρη και πολυεπίπεδη πραγματικότητα. Αυτό το θεμελιώδες ερώτημα της ανθρώπινης γνώσης έχει συζητηθεί πολύ από τους φιλοσόφους της επιστήμης, ενώ συχνά έχει αγνοηθεί από εκείνους που, για τους δικούς τους λόγους, θέλουν να παρουσιάσουν την επιστήμη ως τη μόνη βιώσιμη οδό προς την αυθεντική γνώση. Πάνω απ’ όλα, τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια εκείνων που θέλουν να μιλούν απλουστευτικά για την επιστημονική «απόδειξη» ή «αναίρεση» σχετικά με ζητήματα όπως το νόημα της ζωής και η ύπαρξη του Θεού. Οι φυσικές επιστήμες στηρίζονται στον επαγωγικό συλλογισμό, ο οποίος συνίσταται στην «αποτίμηση των μαρτυριών και την εκτίμηση των πιθανοτήτων και δεν αποτελεί μέσο απόδειξης». Ανταγωνιστικές εξηγήσεις είναι εμφανείς σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης προσπάθειας προς αναπαράσταση του κόσμου – από τις λεπτομέρειες της κβαντικής μηχανικής μέχρι αυτά που ο Καρλ Πόπερ ονόμασε «έσχατα ερωτήματα» του νοήματος.
Αυτό σημαίνει ότι τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής – μερικά από τα οποία είναι επίσης επιστημονικά ερωτήματα – δεν μπορούν να απαντηθούν με κανενός βαθμού βεβαιότητα. Οποιαδήποτε δέσμη παρατηρήσεων μπορεί να εξηγηθεί επί τη βάσει ενός αριθμού θεωριών. Ας χρησιμοποιήσω την τεχνική γλώσσα της φιλοσοφίας της επιστήμης: οι θεωρίες καθορίζονται λιγότερο από τα στοιχεία που διαθέτουμε. Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα: ποια κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποφασίσουμε υπέρ της μιας ή της άλλης, ειδικά όταν είναι «εμπειρικώς ισοδύναμες»; Η απλότητα; Η ομορφιά; Η αντιπαλότητα μαίνεται ανεπίλυτη· και η έκβαση είναι εντελώς αναμενόμενη: τα μεγάλα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συζήτηση περί επιστημονικής «απόδειξης» των έσχατων ερωτημάτων. Ή δεν μπορούμε να τα απαντήσουμε ή πρέπει να τα απαντήσουμε στηριζόμενοι σε μια βάση διαφορετική από εκείνη των επιστημών.
Τα όρια της επιστήμης
Η επιστήμη είναι το μόνο φερέγγυο μέσο που κατέχουμε προς κατανόηση του κόσμου. Δεν έχει όρια. Ίσως να μη γνωρίζουμε κάτι τώρα – αλλά θα το γνωρίζουμε στο μέλλον. Είναι απλώς θέμα χρόνου. Αυτή η άποψη, η οποία συναντάται σε όλη την έκταση των γραπτών του Ντόκινς, διατυπώνεται ακόμα πιο εμφατικά στο Η περί Θεού αυταπάτη, το οποίο αμύνεται σθεναρά υπέρ της παγκόσμιας προοπτικής και της εννοιολογικής φινέτσας των φυσικών επιστημών. Πρόκειται για μία ιδέα που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αποκλειστικότητα του Ντόκινς, ο οποίος εν προκειμένω αναστοχάζεται και ταυτόχρονα προτείνει μία αναγωγική προσέγγιση στην πραγματικότητα, κάτι που συναντάται σε προγενέστερους συγγραφείς όπως ο Φράνσις Κρικ. Η ουσία είναι απλή: δεν υφίσταται κανενός είδους κενό μέσα στο οποίο θα μπορούσε να κρυφτεί ο Θεός. Η επιστήμη θα εξηγήσει τα πάντα – συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι κάποιοι πιστεύουν ακόμα σε μια ιδέα τόσο γελοία όσο η ιδέα περί Θεού. Εντούτοις, πρόκειται για μια προσέγγιση που απλώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί, είτε ως αντιπροσωπευτική της επιστημονικής κοινότητας είτε ως μια αυτονόητα ορθή θέση, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεται σχετικώς η εν λόγω κοινότητα.
Προς αποφυγή παρανοήσεων, ας είμαστε εντελώς ξεκάθαροι: το γεγονός ότι υποστηρίζουμε πως η επιστήμη έχει όρια σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κριτική ή δυσφήμηση της επιστημονικής μεθόδου. Ο Ντόκινς τείνει – και το λέω με μεγάλη μου λύπη – να παρουσιάζει όποιον εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πεδίο των επιστημών ως ηλίθιο εχθρό της επιστήμης. Παρ’ όλα αυτά, στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πραγματικό ερώτημα. Κάθε διανοητικό εργαλείο που διαθέτουμε χρειάζεται έλεγχο και ρύθμιση – με άλλα λόγια, χρειάζεται μια σχετική διερεύνηση έτσι ώστε να προσδιοριστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι αξιόπιστο. Το ερώτημα σχετικά με το εάν οι επιστήμες έχουν όρια είναι αναμφίβολα ενδεδειγμένο και μια θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πτώση σε κάποιο είδος δεισιδαιμονίας. Αποτελεί απλούστατα μια νόμιμη απαίτηση για έλεγχο της διανοητικής ακρίβειας.
Για να διερευνήσουμε αυτό το ερώτημα, ας εξετάσουμε μια διατύπωση του Ντόκινς στο πρώτο του βιβλίο, Το εγωιστικό γονίδιο.
[Τα γονίδια] μαζεύονται σε τεράστιες αποικίες, ασφαλή μέσα σε γιγάντια δυσκίνητα ρομπότ, περίκλειστα από τον έξω κόσμο, με τον οποίο επικοινωνούν μέσω περιπλεγμένων έμμέσων διόδων και τον οποίο χειραγωγούν εξ αποστάσεως. Υπάρχουν μέσα σε σένα και σε μένα· μας δημιουργούν, ψυχή τε και σώματι· και η διατήρηση τους συνιστά τον έσχατο λόγο της ύπαρξης μας.
Εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με μια εμφατική και πολύ σημαντική ερμηνεία μιας βασικής επιστημονικής αντίληψης. Είναι όμως αυτές οι έντονα ερμηνευτικές διατυπώσεις πραγματικά επιστημονικές καθαυτές;
Για να εκτιμηθεί σωστά το θέμα, ας λάβουμε υπόψη τη μεταγραφή αυτής της παραγράφου από τον διάσημο Οξφορδιανό φυσιολόγο και συστημικό βιολόγο Ντένις Νομπλ. Ό,τι αποτελεί αποδεδειγμένο εμπειρικό δεδομένο έχει διατηρηθεί· ό,τι είναι ερμηνεία έχει αλλάξει, προσφέροντας αυτή τη φορά μια κάπως διαφορετική ερμηνεία.
[Τα γονίδια] είναι παγιδευμένα σε τεράστιες αποικίες, κλεισμένα μέσα σε εξαιρετικά νοήμονα όντα, τα οποία έχουν σχηματιστεί από τον έξω κόσμο, με τον οποίο επικοινωνούν μέσω σύνθετων διεργασιών, χάρη στις οποίες, τυφλά -σαν να επρόκειτο για μαγεία- αναδύονται οι λειτουργίες. Υπάρχουν μέσα σε σένα και σε μένα· είμαστε το σύστημα που επιτρέπει το διάβασμα του κώδικα τους· και η διατήρηση τους εξαρτάται απολύτως από την ευχαρίστηση που δοκιμάζουμε όταν αναπαραγόμαστε. Είμαστε ο έσχατος λόγος της ύπαρξης τους.
Ο Ντόκινς και ο Νομπλ βλέπουν τα πράγματα με εντελώς διαφορετικούς τρόπους (προτείνω να διαβάσετε και τις δύο διατυπώσεις αργά και προσεκτικά, έτσι ώστε να εκτιμήσετε τη διαφορά). Δεν μπορεί να έχουν δίκιο και οι δύο. Και οι δύο ελίσσονται μέσα από μια σειρά αξιολογικές κρίσεις και μεταφυσικές διατυπώσεις αρκετά διαφορετικές. Παρ’ όλα αυτά, οι διατυπώσεις τους είναι «εμπειρικώς ισοδύναμες». Με άλλα λόγια, και οι δύο είναι επαρκώς θεμελιωμένες στην παρατήρηση και στα εμπειρικά δεδομένα. Ποια, λοιπόν, είναι η σωστή; Ποια είναι πιο επιστημονική; Πώς θα μπορούσαμε να αποφασίσουμε για το ποια είναι προτιμητέα εξ επόψεως επιστημονικής; Όπως παρατηρεί ο Νομπλ – και συμφωνεί ο Ντόκινς – «κανένας δεν φαίνεται να είναι σε θέση να σκεφτεί κάποιο πείραμα που θα μπορούσε να ανιχνεύσει μία εμπειρική διαφορά μεταξύ τους».
Σε μια πρόσφατη εκλεπτυσμένη κριτική της φιλοσοφικής επιφανειακότητας ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης επιστημονικής βιβλιογραφίας, ειδικά στο χώρο των νευροεπιστημών, οι Μαξ Μπένετ και Πίτερ Χάκερ στρέφουν την κριτική τους ειδικά κατά της αφελούς άποψης ότι «η επιστήμη εξηγεί τα πάντα», την οποία ο Ντόκινς φαίνεται αποφασισμένος να προωθήσει. Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι επιστημονικές θεωρίες «εξηγούν τον κόσμο» – μόνο ότι εξηγούν τα φαινόμενα που παρατηρούνται εντός του κόσμου. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι οι επιστημονικές θεωρίες δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν, ούτε και έχουν την πρόθεση να περιγράψουν ή να εξηγήσουν «τα πάντα σχετικά με τον κόσμο» – όπως, για παράδειγμα, ποιος είναι ο σκοπός του. Η νομική, η οικονομική επιστήμη και η κοινωνιολογία μπορούν να αναφερθούν ως παραδείγματα επιστημονικών κλάδων που ασχολούνται με τα φαινόμενα συγκεκριμένων πεδίων, δίχως σε καμία περίπτωση να θεωρούνται επιστήμες κατώτερες ή εξαρτώμενες από τις φυσικές επιστήμες.
Παρ’ όλα αυτά, το πιο σημαντικό είναι ότι υπάρχουν πολλά ερωτήματα που, από τη φύση τους, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι βρίσκονται πέρα από το νόμιμο πεδίο της επιστημονικής μεθόδου, έτσι όπως συνήθως κατανοούμε την τελευταία. Επί παραδείγματι: υπάρχει κάποιος σκοπός στη φύση; Ο Ντόκινς θεωρεί αυτό το ερώτημα ένα ψευδοερώτημα. Μετά βίας, όμως, πρόκειται για ένα ερώτημα που αυθαίρετα θα έθεταν οι άνθρωποι ή που θα ήλπιζαν να απαντήσουν. Οι Μπένετ και Χάκερ τονίζουν ότι οι φυσικές επιστήμες δεν είναι σε θέση να διατυπώσουν κάποια άποψη εν προκειμένω, εάν βέβαια οι μέθοδοί τους εφαρμοστούν όπως προβλέπεται. Εντούτοις, το ερώτημα δεν μπορεί να απορριφθεί ως μη νόμιμο ή ανόητο· απλώς δηλώνεται ότι βρίσκεται πέρα από το πεδίο της επιστημονικής μεθόδου. Εάν μπορεί να απαντηθεί, τότε θα πρέπει να απαντηθεί με βάση κάτι διαφορετικό.
Αυτό το σημείο έχει τονιστεί κατ’ επανάληψη από τον σερ Πίτερ Μίνταγουορ, έναν Οξφορδιανό ανοσολόγο που κέρδισε το Νόμπελ ιατρικής επειδή ανακάλυψε την επίκτητη ανοσολογική ανοχή. Σε μια σημαντική δημοσίευση με τον τίτλο Τα όρια της επιστήμης, ο Μίνταγουορ διερεύνησε το ερώτημα σχετικά με το πώς η επιστήμη περιορίζεται από τη φύση της πραγματικότητας. Τονίζοντας ότι «η επιστήμη είναι ασυγκρίτως η πιο επιτυχημένη υπόθεση την οποία ανέλαβαν ποτέ οι άνθρωποι», διακρίνει ανάμεσα σ’ αυτά που καλεί «υπερβατικά» ερωτήματα, τα οποία είναι καλύτερο να τα αφήνει κανείς στη θρησκεία και τη φιλοσοφία, και στα ερωτήματα σχετικά με την οργάνωση και τη δομή του υλικού σύμπαντος. Όσον αφορά τα τελευταία, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν όρια στις δυνατότητες της επιστημονικής προόδου. Ως εκ τούτου συμφωνεί με τον Ντόκινς – αφού προηγουμένως, όμως, έχει προσδιορίσει και περιορίσει το πεδίο εντός του οποίου οι επιστήμες πραγματοποιούν τις δυνατότητες τους.
Τι γίνεται λοιπόν με τα άλλα ερωτήματα; Τι γίνεται με το πεδίο του Θεού; Ή τι γίνεται με το εάν υπάρχει κάποιος σκοπός στο σύμπαν; Σαν να προλαμβάνει την απερίσκεπτη και απλουστευμένη θέση του Ντόκινς περί των επιστημών, ο Μίνταγουορ συστήνει στους επιστήμονες να είναι προσεκτικοί με τις διατυπώσεις τους πάνω σ’ αυτά τα θέματα εκτός κι αν θέλουν να χάσουν την εμπιστοσύνη του κοινού εξαιτίας των αδιαμφισβήτητων και δογματιστικών υπερβολών τους. Αν και δεδηλωμένος ορθολογιστής, ο Μίνταγουορ είναι σαφής εν προκειμένω:
Ότι όντως υπάρχει ένα όριο στην επιστήμη είναι κάτι που καθίσταται εξαιρετικά πιθανό από την ύπαρξη ερωτημάτων στα οποία η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει, καθώς και από το γεγονός ότι καμία νοητή πρόοδος της επιστήμης δεν θα της επέτρεπε να απαντήσει… Έχω κατά νου κάποια τέτοια ερωτήματα, όπως:
Πώς άρχισαν τα πάντα;
Για ποιο λόγο είμαστε όλοι μας εδώ;
Γιατί να ζει κανείς;
Ο δογματικός θετικισμός -τώρα κάτι το παρωχημένο- απέρριπτε όλα τα ερωτήματα αυτού του είδους ως μη ερωτήματα ή ψευδοερωτήματα, τέτοια που μόνο οι αδαείς θέτουν και μόνο οι τσαρλατάνοι υποστηρίζουν ότι είναι σε θέση να απαντήσουν.
Ίσως το Η περί Θεού αυταπάτη να εξέπληξε τον σερ Πίτερ, ακριβώς επειδή αποτελεί όψιμη έκφανση αυτού ακριβώς του «δογματικού θετικισμού», για τον οποίο είχε πιστέψει, χαρούμενα αλλά προφανώς πρόωρα, ότι ήταν νεκρός.
Οι ΜΕΑ και οι ΜΕΡΕΑ
Η εκ μέρους μας σύντομη συζήτηση περί των ορίων της επιστήμης υποδηλώνει ότι οι φυσικές επιστήμες, η φιλοσοφία, η θρησκεία και η λογοτεχνία έχουν όλες τους μια νόμιμη θέση στο πλαίσιο της ανθρώπινης αναζήτησης για αλήθεια και νόημα. Αυτή είναι μια ευρέως υποστηριζόμενη άποψη, τόσο στον Δυτικό πολιτισμό εν γένει όσο και σε πολλούς τομείς της ίδιας της επιστημονικής κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά, δεν υποστηρίζεται καθολικά εντός της συγκεκριμένης κοινότητας. Ο κάπως άσχημος όρος «επιστημονισμός» έχει πια αναδυθεί για να δηλώσει αυτούς τους φυσικούς επιστήμονες – όπως τον Ντόκινς – που αρνούνται να δεχθούν οποιαδήποτε όρια στις επιστήμες. Τα ζητήματα αυτά συναντώνται σε αρκετά σημεία του Η περί Θεού αυταπάτη, ειδικά στην εκ μέρους του Ντόκινς κριτική της ιδέας του Στέφεν Τζέι Γκουλντ· περί των «ΜΕΑ» (των μη επικαλυπτόμενων αυθεντιών) στην περίπτωση της θρησκείας και της επιστήμης.
Σύμφωνα με την άποψη του Γκουλντ, η «αυθεντία της επιστήμης» ασχολείται με το «εμπειρικό πεδίο», ενώ η «αυθεντία της θρησκείας» ασχολείται με τα «ερωτήματα περί του έσχατου νοήματος». Ο Γκουλντ υποστηρίζει ότι αυτές οι δύο αυθεντίες δεν αλληλοεπικαλύπτονται. Προσωπικά, νομίζω πως δεν έχει δίκιο. Και ο Ντόκινς πιστεύει πως δεν έχει δίκιο, αν και για διαφορετικούς λόγους. Για τον Ντόκινς υπάρχει μονάχα μία αυθεντία: η εμπειρική πραγματικότητα. Αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που υπάρχει. Η ιδέα του να επιτραπεί στη θεολογία να μιλήσει για οτιδήποτε είναι εξωφρενική. «Γιατί οι επιστήμονες δείχνουν με τόση δειλία το σεβασμό τους απέναντι στις φιλοδοξίες των θεολόγων σχετικά με ερωτήματα που οι θεολόγοι σίγουρα δεν είναι καλύτερα καταρτισμένοι να απαντήσουν από όσο οι ίδιοι οι επιστήμονες;» Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κομμάτι ρητορικής, αλλά δεν έχει καν αρχίσει να ασχολείται με τα ζητήματα που ορθά έθεσε ο Γκουλντ, αλλά απάντησε εσφαλμένα.
Διότι υπάρχει, βέβαια, και μία τρίτη άποψη – αυτή των «μερικώς επικαλυπτόμενων αυθεντιών» (των «ΜΕΡΕΑ», για να το πούμε με μια σύντμηση), μια άποψη που αντανακλά τη συνειδητοποίηση ότι η επιστήμη και η θρησκεία προσφέρουν δυνατότητες για αλληλεπίδραση επί τη βάσει της ερμηνείας των αντικειμένων και των μεθόδων τους. Ένας προφανής υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι ο Φράνσις Κόλινς, ένας εξελικτικός βιολόγος που επιβλέπει το περίφημο Πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος. Ο Κόλινς κάνει λόγο για «μια απολύτως ικανοποιητική αρμονία ανάμεσα στην επιστημονική και την πνευματική κοσμοθεωρία». Οι αρχές της πίστης είναι, όπως υποστηρίζει, «συμπληρωματικές προς τις αρχές της επιστήμης». Πολλοί άλλοι, προερχόμενοι από διάφορους επιστημονικούς κλάδους, μπορούν εύκολα να αναφερθούν ως υποστηρικτές της ίδιας ουσιαστικά άποψης. Στο δικό μου πρόγραμμα «επιστημονικής θεολογίας» διερευνώ τους τρόπους με τους οποίους μπορεί η θεολογία να μάθει από τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών κατά την εξέταση και ανάπτυξη των δικών της ιδεών. Αυτή η προσέγγιση των «επικαλυπτόμενων αυθεντιών» υπονοείται στη φιλοσοφία του «κριτικού ρεαλισμού», η οποία στις μέρες μας ασκεί μεγάλη επίδραση στη διασάφηση των σχέσεων ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες.
Στο σημείο αυτό δεν έχουμε να κάνουμε με μια αντιπαράθεση του Γκουλντ με τον Ντόκινς, σαν να καθορίζουν οι θέσεις τους τις μοναδικές διανοητικές επιλογές που έχουμε. Μερικές φορές, ο Ντόκινς υπονοεί την επιβεβαίωση της δικής του θέσης. Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα είναι ότι ο Γκουλντ και ο Ντόκινς αντιπροσωπεύουν μονάχα δύο θέσεις πάνω σ’ ένα εκτεταμένο φάσμα από δυνατότητες, οι οποίες είναι ήδη γνωστές στην έρευνα. Οι ανεπάρκειες και των δύο υποδηλώνουν ότι αυτές οι εναλλακτικές θα πρέπει στο μέλλον να ελεγχθούν προσεκτικότερα.
Πόλεμος Επιστήμης και Θρησκείας;
Σύμφωνα με την άποψη του Ντόκινς, η επιστήμη έχει καταστρέψει την πίστη στον Θεό, τοποθετώντας τον στο περιθώριο του πολιτισμού, όπου τον εγκολπώνονται αυταπατώμενοι φανατικοί. Υπάρχει, βέβαια, ένα προφανές πρόβλημα – συγκεκριμένα, το γεγονός ότι είναι μάλλον πολλοί οι επιστήμονες που πιστεύουν στον Θεό. Το Η περί Θεού αυταπάτη δημοσιεύτηκε το 2006. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν άλλα τρία βιβλία από κορυφαίους ερευνητές. Ο Όουεν Γκίνγκεριχ, ένας διάσημος αστρονόμος του Χάρβαρντ, δημοσίευσε Το Σύμπαν του Θεού, όπου δηλώνεται ότι «το σύμπαν δημιουργήθηκε ηθελημένα και με σκοπό και ότι αυτή η πεποίθηση δεν παρεμβαίνει στις υποθέσεις της επιστήμης». Ο Φράνσις Κόλινς δημοσίευσε το βιβλίο του Η γλώσσα του Θεού, το οποίο υποστηρίζει ότι το θαυμαστό στη φύση και η τάξη που παρατηρείται σ’ αυτή υποδεικνύουν ένα δημιουργό Θεό, σε μεγάλο βαθμό κατά το πρότυπο της παραδοσιακής χριστιανικής αντίληψης. Στο βιβλίο αυτό, ο Κόλινς περιγράφει την προσωπική του μεταστροφή από τον αθεϊσμό στη χριστιανική πίστη. Αυτό είναι κάτι που μετά βίας ταιριάζει στην αυστηρή εμμονή του Ντόκινς, ότι δηλαδή οι αληθινοί επιστήμονες είναι αθεϊστές.
Λίγους μήνες αργότερα, ο κοσμολόγος Πολ Ντέιβις δημοσίευσε το βιβλίο του Goldilocks Enigma, με το οποίο υποστηρίζει την ύπαρξη «ενός άψογου συντονισμού» στο σύμπαν. Για τον Ντέιβις, η βιο-φιλικότητα του σύμπαντος προσανατολίζει προς μια υπερκείμενη αρχή, η οποία τρόπον τινά ωθεί το σύμπαν προς την ανάπτυξη της ζωής και του πνεύματος. Η ιδέα ότι υπάρχει κάποια ένδειξη περί σκοπού και σχεδίου εντός του σύμπαντος είναι, βέβαια, εντελώς απορριπτέα από τον Ντόκινς. Ο Ντέιβις σκέφτεται κάπως διαφορετικά. Αν και δεν συνυπογράφει την παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη περί Θεού, υποστηρίζει ότι στο σύμπαν – ή, καλύτερα, μέσα στο σύμπαν – υπάρχει κάτι θείο.
Κάποιες έρευνες βοηθούν στο να διαφωτιστεί, αν μη τι άλλο, αυτό το ζήτημα. Το 1916 διάφοροι εν ενεργεία επιστήμονες ρωτήθηκαν εάν πιστεύουν στον Θεό – συγκεκριμένα, σ’ ένα Θεό που επικοινωνεί ενεργά με την ανθρωπότητα και στον οποίο μπορεί κάποιος να προσευχηθεί «με την προσδοκία να λάβει κάποια απάντηση». Οι δεϊστές δεν πιστεύουν στον Θεό, σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών είναι πολύ γνωστά: περίπου 40% πίστευαν σ’ ένα Θεό αυτού του είδους, 40% δεν πίστευαν και 20% δεν ήταν σίγουροι. Οι έρευνες αυτές επαναλήφθηκαν το 1997, χρησιμοποιώντας την ίδια ακριβώς ερώτηση, και οδήγησαν λίγοπολύ στα ίδια αποτελέσματα, με μια μικρή αύξηση όσον αφορά αυτούς που δεν πίστευαν (μέχρι 45%). Το ποσοστό αυτών που δεν πίστευαν σ’ ένα Θεό αυτού του είδους παρέμεινε περίπου σταθερό στο 40%.
Αυτά τα αποτελέσματα, βέβαια, μπορεί κάποιος να τα επεξεργαστεί με διάφορους τρόπους. Οι αθεϊστές τείνουν να τα ερμηνεύουν έτσι ώστε να εξάγεται το συμπέρασμα πως «οι περισσότεροι επιστήμονες δεν πιστεύουν στον Θεό». Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν κάλλιστα να ερμηνευτούν έτσι ώστε να σημαίνουν ότι «οι περισσότεροι επιστήμονες δεν αρνούνται την πίστη στον Θεό», καθότι το 55% είτε πιστεύει στον Θεό είτε είναι αγνωστικιστές. Δύο σημεία, εντούτοις, θα πρέπει να έχει κάποιος κατά νου.
1. Ο Τζέιμς Λιούμπα, που διεξήγε την αρχική έρευνα το 1916, προέβλεψε ότι ο αριθμός των επιστημόνων που αρνούνταν την πίστη στον Θεό θα αυξανόταν σημαντικά προϊόντος του χρόνου· κι αυτό ως αποτέλεσμα της γενικής βελτίωσης στα θέματα της εκπαίδευσης. Αυτό που συνέβη ήταν μια μικρή αύξηση στον αριθμό αυτών που αρνούνται την πίστη και μια συνακόλουθη ελάττωση των αγνωστικιστών – αλλά καμία σημαντική μείωση αυτών που πιστεύουν.
2. Για άλλη μια φορά, θα πρέπει να τονιστεί ότι στους επιστήμονες δόθηκε μία πολύ συγκεκριμένη ερώτηση: τουτέστιν, αυτοί που ρωτήθηκαν πίστευαν σ’ έναν προσωπικό Θεό που μπορούσε να ανταποκριθεί στην προσευχή του ανθρώπου; Αυτό το ερώτημα θέτει εκτός όλους εκείνους – όπως τον Πολ Ντέιβις – που πιστεύουν ότι οι ενδείξεις υποδεικνύουν κάποιο είδος θεότητας ή ανώτατης πνευματικής αρχής. Αν το ερώτημα είχε διατυπωθεί με πιο γενικούς όρους, κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσε να έχει προκύψει μια ευρύτερα θετικά απάντηση και στις δύο έρευνες. Συχνά παραβλέπεται ο ειδικός χαρακτήρας αυτής της ερώτησης από εκείνους που σχολιάζουν τα αποτελέσματα τόσο του 1916 όσο και του 1997.
Παρ’ όλα αυτά, οι ακριβείς λεπτομέρειες τέτοιων ερευνών δεν αφορούν την ουσία του ζητήματος. Ο Ντόκινς αναγκάζεται να δεχθεί το εξαιρετικά άβολο γεγονός ότι η άποψη του, πως οι φυσικές επιστήμες αποτελούν μια διανοητική λεωφόρο η οποία οδηγεί στον αθεϊσμό, απορρίπτεται από τους περισσότερους επιστήμονες, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Οι περισσότεροι μη πιστοί επιστήμονες που εγώ γνωρίζω είναι αθεϊστές για λόγους που δεν αφορούν την επιστήμη κομίζουν αυτές τις πεποιθήσεις στην επιστήμη τους παρά τις στηρίζουν στην επιστήμη τους. Πράγματι, εάν οι προσωπικές μου συζητήσεις με διάφορους επιστήμονες έχουν οποιαδήποτε αξία, βλέπουμε ότι οι περισσότεροι από τους πιο σκληρούς επικριτές του Ντόκινς είναι όντως αθεϊστές. Η οργισμένη και δογματική επιμονή του ότι όλοι οι αληθινοί επιστήμονες οφείλουν να είναι αθεϊστές έχει δεχθεί έντονη αντίδραση από αυτούς ακριβώς που θα έπρεπε να είναι οι πιο σθεναροί και πιο έμπιστοι υποστηρικτές του. Ο Ντόκινς σαφώς και δεν έχει καμία εξουσιοδότηση να μιλά εξ ονόματος της επιστημονικής κοινότητας για το εν λόγω θέμα ή τα ζητήματα που εξετάζουμε. Υπάρχει μια τεράστια ανακολουθία ανάμεσα στον αριθμό των επιστημόνων που ο Ντόκινς πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι αθεϊστές και σε αυτούς που όντως είναι τέτοιοι στην πράξη.
Ο Ντόκινς αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα μ’ έναν εντελώς απαράδεκτο τρόπο. Για παράδειγμα, ας δούμε τα επικριτικά του σχόλια για τον Φρίμαν Ντάισον, ένα φυσικό που προτάθηκε ευρύτατα για το βραβείο Νομπέλ χάρη στην καινοτόμο ερευνά του στην κβαντική ηλεκτροδυναμική. Όταν το 2000 του απονεμήθηκε το βραβείο Τέμπλετον για τη θρησκεία, ο Ντάισον επαίνεσε στην ομιλία του τα επιτεύγματα της θρησκείας, ενώ την ίδια στιγμή τόνισε – και άσκησε κριτική – στην αρνητική πλευρά της. Επίσης, ήταν σαφής όσον αφορά την αρνητική πλευρά του αθεϊσμού, σημειώνοντας ότι «τα δύο άτομα που ενσαρκώνουν τις εκδηλώσεις του κακού στον αιώνα μας, ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Ιωσήφ Στάλιν, ήταν και οι δυο τους δεδηλωμένοι αθεϊστές». Ο Ντόκινς θεώρησε αυτή τη δήλωση άνανδρη πράξη αποστασίας και προδοσίας, η οποία πρόσφερε «υποστήριξη στη θρησκεία από την πλευρά ενός εκ των πλέον διακεκριμένων επιστημόνων του κόσμου».
Επρόκειτο να συμβούν και χειρότερα. Όταν ο Ντάισον τόνισε ότι ήταν ένας χριστιανός που δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το δόγμα της Τριάδας, ο Ντόκινς επέμενε πως αυτό σήμαινε ότι ο Ντάισον δεν ήταν καν χριστιανός. Απλώς προσποιούνταν τον θρησκευόμενο! «Δεν είναι αυτό ό,τι ακριβώς θα έλεγε οποιοσδήποτε αθεϊστής επιστήμονας, εάν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι είναι χριστιανός;». Έπεται, λοιπόν, ότι ο Ντάισον «το παίζει καλό παιδί», προφασιζόμενος ένα ενδιαφέρον περί τα θρησκευτικά ζητήματα για οικονομικά οφέλη; Μας λέει, άραγε, ο Ντόκινς ότι ο Ντάισον ήθελε απλώς «να δώσει την εντύπωση» ότι είναι χριστιανός, ενώ στην πραγματικότητα είναι αθεϊστής; Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση του Αϊνστάιν, ο οποίος χρησιμοποιούσε συχνά θρησκευτική γλώσσα και ανάλογες εικόνες στην παρουσίαση των επιστημονικών θέσεών του.
Στο σημείο αυτό, όπως και αλλού, ο Ντόκινς ενεργεί επί τη βάσει της κύριας θέσης του, ότι δηλαδή οι αληθινοί επιστήμονες πρέπει να είναι αθεϊστές. Απλούστατα δεν μπορούν να εννοούν αυτά που λένε όταν ομολογούν ότι έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις, ενδιαφέροντα ή αναζητήσεις. Δεν είμαι σίγουρος τι είδους ανθρώπους ελπίζει να πείσει ο Ντόκινς με την άρνηση του να πιστέψει τους επιστήμονες συναδέλφους του. Η στάση του απλώς αντιπροσωπεύει το θρίαμβο του δόγματος επί της παρατήρησης.
Γιατί, λοιπόν, τόσο πολλοί επιστήμονες είναι θρησκευόμενοι; Η προφανής και πλέον ικανοποιητική απάντηση εξ επόψεως διανοητικής δεν είναι δύσκολο να προταθεί. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι ο φυσικός κόσμος είναι εύπλαστος εννοιολογικά. Όπως σημειώσαμε νωρίτερα, μπορεί να ερμηνευτεί, δίχως να χαθεί η διανοητική μας επάρκεια, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μερικοί «διαβάζουν» ή «ερμηνεύουν» τη φύση με αθεϊστικό τρόπο. Άλλοι τη «διαβάζουν» με δεϊστικό τρόπο, βλέποντας σ’ αυτή μία δημιουργική θεότητα, η οποία δεν ασχολείται περαιτέρω με τις υποθέσεις του κόσμου. Ο Θεός κουρδίζει, τρόπον τινά, το κοσμικό ρολόι και μετά το αφήνει να λειτουργήσει μόνο του. Κάποιοι άλλοι υιοθετούν μια πιο χαρακτηριστικά χριστιανική άποψη, πιστεύοντας σ’ ένα Θεό που και δημιουργεί και συντηρεί. Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν μια πιο πνευματιστική άποψη, μιλώντας γενικώς και αορίστως για κάποια «ζωτική δύναμη».
Το ζήτημα είναι απλό: η φύση επιδέχεται πολλές έγκυρες ερμηνείες. Μπορεί να ερμηνευτεί με αθεϊστικό, δεϊστικό, θεϊστικό ή όποιον άλλο τρόπο – αλλά δεν απαιτεί μία συγκεκριμένη ερμηνεία. Κάποιος μπορεί να είναι «αληθινός» επιστήμονας δίχως να χρειάζεται να υιοθετήσει μία ορισμένη θρησκευτική, πνευματική ή αντιθρησκευτική άποψη του κόσμου. Αυτή, θα μπορούσα να προσθέσω, είναι και η άποψη των περισσότερων επιστημόνων με τους οποίους μιλώ, περιλαμβανομένων και εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αθεϊστές. Σε αντίθεση με τους δογματιστές αθεϊστές, μπορούν να καταλάβουν πλήρως το γιατί κάποιοι από τους συναδέλφους τους υιοθετούν μια χριστιανική άποψη περί του κόσμου. Ίσως να μη συμφωνούν με αυτή την προσέγγιση, αλλά είναι έτοιμοι να τη σεβαστούν.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ντόκινς έχει μια ριζικά διαφορετική άποψη. Η επιστήμη και η θρησκεία έχουν εμπλακεί σε μια μάχη μέχρι θανάτου. Μόνο η μία από τις δύο μπορεί να βγει νικήτρια – κι αυτή πρέπει να είναι η επιστήμη. Η άποψη του Ντόκινς περί πραγματικότητας αποτελεί το αντικαθρέφτισμα αυτού που συναντά κανείς σε κάποια από τα πιο εξωτικά τμήματα του αμερικανικού φονταμενταλισμού. Ο μακαρίτης ο Χένρι Μόρις, γνωστός δημιουργιστής, έβλεπε τον κόσμο να διακρίνεται σε δύο πολωμένα μεταξύ τους στρατόπεδα. Οι άγιοι ήταν οι θρησκευόμενοι (τους οποίους ο Μόρις προσδιόριζε με τον δικό του, αποκλειστικό κατά βάση τρόπο). Η αυτοκρατορία του κακού αποτελούνταν από τους αθεϊστές επιστήμονες. Ο Μόρις πρότεινε μια αποκαλυπτική θέαση αυτής της μάχης, αντιμετωπίζοντας την ως συμπαντική στις διαστάσεις της. Αφορούσε ουσιαστικά την αλήθεια σε αντιπαράθεση προς το ψεύδος, το αγαθό σε αντιδιαστολή προς το κακό. Στο τέλος, η αλήθεια και το αγαθό θα θριαμβεύσουν! Ο Ντόκινς απλούστατα αναπαράγει αυτό το φονταμενταλιστικό σενάριο, τη στιγμή ακριβώς που αντιστρέφει το πλαίσιο αναφοράς του.
Πρόκειται για μια απελπιστικά συγκεχυμένη ερμηνεία των πραγμάτων. Σε τελική ανάλυση, εξαρτάται από μια παρωχημένη και πλέον απορριπτέα ιστορικώς ανάγνωση των σχέσεων επιστήμης και θρησκείας. Κάποτε, πίσω στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν αναμφίβολα δυνατόν για κάποιον να πιστεύει ότι η επιστήμη και η θρησκεία τελούν διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση. Εντούτοις, όπως μου τόνισε πρόσφατα ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς ιστορικούς της επιστήμης, αυτή η άποψη θεωρείται πλέον ένα απελπιστικά ξεπερασμένο ιστορικό στερεότυπο, το οποίο η έρευνα έχει πλήρως αναιρέσει. Βασικά αργοπεθαίνει μέσα σε απομονωμένους θύλακες της πνευματικής ζωής, όπου δεν έχει εισχωρήσει ακόμα το φως της έρευνας. Η σχέση επιστήμης και θρησκείας είναι σύνθετη και ποικιλόμορφη – αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να παρουσιαστεί ως μια συνθήκη ολοκληρωτικού πολέμου.
Ωστόσο, ο Ντόκινς είναι τόσο αμετάπειστα αφοσιωμένος στο παρωχημένο «πολεμικό» μοντέλο του, που φτάνει στο σημείο να κάνει μερικές πολύ ασύνετες και αστήρικτες κρίσεις. Η πιο γελοία από αυτές είναι ότι οι επιστήμονες που πιστεύουν ή συμβάλλουν σε μια βιώσιμη σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας ανήκουν στη σχολή του «Νέβιλ Τσάμπερλεϊν». Αυτή η σύγκριση αποτελεί διανοητική ανοησία, για να μην πούμε ότι συνιστά προσωπική προσβολή. Για εκείνους τους αναγνώστες που δεν καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται, ο Ντόκινς αναφέρεται εν προκειμένω στην πολιτική κατευνασμού που υιοθέτησε το 1938 ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεϊν προς τον Αδόλφο Χίτλερ, με την ελπίδα ότι θ’ αποφύγει τον ολοκληρωτικό πόλεμο στην Ευρώπη. Η απεχθής αναλογία φαίνεται να υπονοεί πως οι επιστήμονες που καταφάσκουν τη σημασία της θρησκείας θα πρέπει να στιγματιστούν ως «κατευναστές» και ότι οι θρησκευόμενοι θα πρέπει να συγκριθούν, εξίσου προσβλητικά, με τον Χίτλερ. Στο σημείο αυτό, η εικόνα που χρησιμοποιεί ο Ντόκινς φαίνεται πως εκφράζει ορισμένες εξαιρετικά προκατειλημμένες και ελάχιστα ενημερωμένες κρίσεις όσον αφορά τη σχέση επιστήμης και θρησκείας.
Ποιον, λοιπόν, έχει κατά νου ο Ντόκινς; Απίστευτα, υποδεικνύει τον Μάικλ Ρους – ένα διακεκριμένο αθεϊστή φιλόσοφο, ο οποίος έχει εργαστεί πολύ προς την κατεύθυνση της διασάφησης των φιλοσοφικών καταβολών και συνεπαγωγών του δαρβινισμού, καθώς και της κριτικής κατά του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Γιατί; Στο σημείο αυτό, το επιχείρημα του Ντόκινς είναι τόσο συγκεχυμένο που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι ακριβώς έχει κατά νου. Ήταν το γεγονός ότι ο Ρους τόλμησε να ασκήσει κριτική στον Ντόκινς, τουτέστιν μια πράξη lese-majeste; Ή μήπως ήταν το ακόμα πιο τολμηρό γεγονός ότι πρότεινε πως η επιστήμη και η θρησκεία ενδέχεται να μπορούν να μάθουν η μία από την άλλη – κάτι που ορισμένοι φανατικοί πολύ φοβάμαι πως θα θεωρούσαν πράξη προδοσίας;
Εν προκειμένω, ο Ντόκινς παραθέτει επιδοκιμαστικά τα λόγια του Τζέρι Κάιν, ενός γενετιστή από το Σικάγο, ο οποίος διακήρυξε ότι «ο πραγματικός πόλεμος μαίνεται μεταξύ ορθολογισμού και δεισιδαιμονίας. Η επιστήμη δεν είναι παρά μία από τις εκδοχές του ορθολογισμού, ενώ η θρησκεία η πιο συνηθισμένη μορφή της δεισιδαιμονίας». Συνεπώς, ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα: τον ορθολογισμό και τη δεισιδαιμονία. Όπως ακριβώς οι θρησκείες διακρίνουν τους σεσωσμένους από τους κολασμένους, ο Ντόκινς επιδεικνύει τον ίδιο απόλυτο διχοτομικό τρόπο του σκέπτεσθαι. Κάτι είναι ή άσπρο ή μαύρο· δεν υπάρχει τίποτα γκρίζο. Καημένε Μάικλ Ρους. Έχοντας επιτεθεί σε μια ομάδα φονταμενταλιστών, βρίσκει τον εαυτό του να εξοστρακίζεται από μια άλλη – και θεωρείται ότι είναι πνευματικώς «μολυσμένος» από εκείνους που μέχρι πρότινος ήταν συνάδελφοι του.
Ο Ντόκινς είναι ξεκάθαρα βυθισμένος στη δική του, ιδιαίτερη εκδοχή του φονταμενταλιστικού δυαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί θα αισθανθούν πως στο σημείο αυτό είναι απαραίτητος, αν όχι επιβεβλημένος, ένας έλεγχος με βάση την πραγματικότητα. Ο Ντόκινς δίνει την εντύπωση πως βλέπει τα πράγματα στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά πολωμένης κοσμοθεωρίας, η οποία δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτική και στρεβλή απ’ όσο οι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί που επιθυμεί να ξεριζώσει. Άραγε η πραγματική λύση στους θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς είναι το να αναπαράγουν οι αθεϊστές ό,τι αρνητικό υπάρχει σ’ αυτούς; Αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι ένας αθεϊστικός φονταμενταλισμός τόσο βαθιά προβληματικός και στρεβλός όσο και τα θρησκευτικά του σύστοιχα. Υπάρχουν προφανώς καλύτεροι τρόποι για να αντιμετωπίσει κάποιος τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Εν προκειμένω, ο Ντόκινς είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης.
Σύγκρουση Φονταμενταλισμών
Μία από τις χειρότερες υπηρεσίες που έχει προσφέρει ο Ντόκινς στις φυσικές επιστήμες είναι το γεγονός ότι τις παρουσίασε ως επίμονα και αμείλικτα αθεϊστικές. Δεν πρόκειται καθόλου για κάτι τέτοιο· εντούτοις, η ιεραποστολική μανία του Ντόκινς έχει οδηγήσει στην αύξηση αυτής της αλλοτριωτικής στάσης σε πολλά τμήματα του βορειοαμερικανικού συντηρητικού Προτεσταντισμού. Υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος να διασφαλιστεί ότι οι επιστήμες αντιμετωπίζονται υπό αυτό το αρνητικό πρίσμα εντός της εν λόγω κοινότητας, καθώς το ενδιαφέρον και η αφοσίωση στη θρησκεία αναδύονται στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη; Δεν είναι διόλου παράξενο που πολλοί δαρβινιστές έχουν εκφράσει την ανησυχία τους όσον αφορά την απόπειρα να χαρακτηριστεί αθεϊστική η στάση τους. Χάνουν το κύρος τους στα μάτια μιας μεγάλης πλειονότητας – ριψοκίνδυνα και χωρίς λόγο.
Έχω ήδη ασκήσει κριτική στο κίνημα του Ευφυούς Σχεδίου, ένα συντηρητικό αντι-εξελικτικό χριστιανικό κίνημα, του οποίου οι ιδέες επίσης επικρίνονται στο Η περί Θεού αυταπάτη. Παραδόξως, όμως, αυτό το κίνημα θεωρεί τον Ντόκινς ένα από τα καλύτερα αποκτήματα του. Γιατί; Διότι η υστερική και δογματιστική επιμονή του στις αθεϊστικές συνεπαγωγές του δαρβινισμού αποστασιοποιεί πολλούς από τους δυνάμει υποστηρικτές της θεωρίας της εξελίξεως. Ο Ουίλιαμ Ντέμπσκι, ο πνευματικός αρχιτέκτονας του κινήματος, ευχαριστεί διαρκώς τον Ευφυή Σχεδιαστή του για τον Ντόκινς. Όπως το έθεσε πρόσφατα σ’ ένα μάλλον σαρκαστικό e-mail προς τον Ντόκινς: «Λέω τακτικά στους συναδέλφους μου ότι εσύ και το έργο σου είστε ένα από τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού στο κίνημα του Ευφυούς Σχεδίου. Σε παρακαλώ, λοιπόν, συνέχισε!» Νομίζω ότι θα ήταν πανευτυχής με το Η περί Θεού αυταπάτη.
Ελάχιστα εκπλήσσει που ο Ρους – ο οποίος περιγράφει τον εαυτό του ως «σκληροπυρηνικό δαρβινιστή» – σχολίασε σε ένα γνωστοποιηθέν e-mail προς τον Ντένετ ότι αυτός (ο Ντένετ) και ο Ντόκινς υπήρξαν «απόλυτη καταστροφή στη μάχη κατά του Ευφυούς Σχεδίου».
Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένας σπασμωδικός αθεϊσμός, αλλά σοβαρή ενασχόληση με τα ζητήματα -κανένας από τους δυο σας δεν είναι διατεθειμένος να μελετήσει σοβαρά το Χριστιανισμό και να αναμετρηθεί με τις ιδέες του- είναι απλούστατα χαζό και απερίγραπτα ανήθικο να ισχυρίζεται κάποιος ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι παρά μια δύναμη του κακού, όπως ισχυρίζεται ο Ρίτσαρντ [Ντόκινς] – και, το σημαντικότερο, βρισκόμαστε σε πόλεμο και χρειαζόμαστε συμμάχους σ’ αυτό τον πόλεμο και όχι να απομακρύνουμε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης.
Ιδού, λοιπόν! Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ο Ντόκινς απέπεμψε τον Ρους στο σκότος το εξώτερον. Μη στενοχωριέσαι, Μάικλ – έχεις καλή παρέα.
Πριν από την αποπομπή του, όμως, από τον παράδεισο του Ντόκινς, ο Ρους προέβη σε άλλη μια εύγλωττη ενέργεια. Στις 22 Οκτωβρίου 1996, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ έκανε μία δήλωση στην Ποντιφική Ακαδημία Επιστημών, προσφέροντας την υποστήριξη του στην εν γένει ιδέα της βιολογικής εξέλιξης, ενώ παράλληλα ασκούσε κριτική σε ορισμένες υλιστικές ερμηνείες της εν λόγω ιδέας.62 (Ειρήσθω εν παρόδω ο Ρωμαιοκαθολικισμός ποτέ δεν αντιμετώπισε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο συντηρητικός Προτεσταντισμός με την ιδέα της εξέλιξης.) Πολλοί επιστήμονες καλωσόρισαν τη δήλωση του πάπα. Όχι όμως ο Ρίτσαρντ Ντόκινς. Ιδού το σχόλιο του Ρους σχετικά με το τι επακολούθησε:
Όταν ο Ιωάννης Παύλος Β’ έγραψε μία επιστολή στην οποία αποδεχόταν το δαρβινισμό, η απάντηση του Ρίτσαρντ Ντόκινς ήταν απλώς ότι ο πάπας ήταν υποκριτής· ότι δεν μπορούσε να είναι ειλικρινής σχετικά με την επιστήμη και ότι ο ίδιος ο Ντόκινς προτιμούσε απλώς έναν ειλικρινή φονταμενταλιστή.
Το σχόλιο του Ρους μας βοηθά άμεσα να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Αν η πρόθεση του Ντόκινς ήταν να ενθαρρύνει τους χριστιανούς να αποδεχθούν τη βιολογική εξέλιξη, τότε η δήλωση του πάπα θα είχε γίνει δεκτή θετικά. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο Ντόκινς είναι εντελώς ανίκανος να δεχθεί ότι ο πάπας – ή, εν πάση περιπτώσει, κάθε χριστιανός – θα μπορούσε να αποδεχθεί την εξέλιξη. Επομένως, δεν λέει την αλήθεια, έτσι δεν είναι; Δεν είναι δυνατόν να λέει την αλήθεια. Ο πάπας είναι ένας δεισιδαίμων που απλώς προσποιείται τον ορθολογιστή. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι εν προκειμένω η επιστήμη – ή, καλύτερα, μια εξαιρετικά εχθρική και μη αντιπροσωπευτική εικόνα περί επιστήμης – δεν γίνεται αντικείμενο κατάχρησης ως όπλο για την καταστροφή της θρησκείας.
Μια από τις πιο μελαγχολικές πλευρές του Η περί Θεού αυταπάτη έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας του φαίνεται πως έχει μεταμορφωθεί από έναν επιστήμονα με πάθος για την αλήθεια σε ένα σκληρό αντιθρησκευτικό προπαγανδιστή, ο οποίος δεν σέβεται τα στοιχεία. Αυτό ήταν σαφές στην τηλεοπτική σειρά Η ρίζα του κακού; η οποία λειτούργησε πιλοτικά για το Η περί Θεού αυταπάτη. Εκεί ο Ντόκινς παρουσίαζε θρησκευτικούς εξτρεμιστές, οι οποίοι υποστήριζαν τη βία εν ονόματι της θρησκείας ή ήταν επιθετικά κατά της επιστήμης. Δεν συμπεριλήφθηκε και δεν εξετάστηκε καμία αντιπροσωπευτική θρησκευτική φυσιογνωμία. Το συμπέρασμα του Ντόκινς; Η θρησκεία οδηγεί στη βία και είναι κατά της επιστήμης.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η σειρά επικρίθηκε από τους διαφωνούντες, οι οποίοι τη θεώρησαν διανοητικώς αστεία. Όπως μου είπε αργότερα ένας σημαίνων αθεϊστής συνάδελφος στην Οξφόρδη: «Μη μας κρίνεις όλους με βάση αυτή την ψευδο-διανοητική μωρολογία». Παρ’ όλα αυτά, Η περί Θεού αυταπάτη συνεχίζει αυτή την κατάφωρα προκατειλημμένη προσέγγιση των στοιχείων, χλευάζοντας και χτυπώντας τις εναλλακτικές προσεγγίσεις, τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν εννοεί να λάβει υπόψη της. Πράγματι, υπάρχουν θρησκευόμενοι που είναι βαθιά εχθρικοί έναντι της επιστήμης. Και ο αριθμός, αν μη τι άλλο, θα αυξηθεί χάρη στην πολεμική εκ μέρους του Ντόκινς χρήση της επιστήμης στο πλαίσιο της επικής μάχης του κατά της θρησκείας. Ίσως είναι πια καιρός η επιστημονική κοινότητα ως σύνολο να διαμαρτυρηθεί κατά της κατάχρησης των ιδεών της στο βωμό αυτού του αθεϊστικού φονταμενταλισμού.
Αντιγραφή απο το blog: http://elearningtheology.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου