ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ
Από τα υπάρχοντα γραπτά στοιχεία και άλλες μνημειακές μαρτυρίες δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο ακριβής χρόνος που εκχριστιανίσθηκε η περιοχή μας και οργανώθηκε ο χώρος της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας σε Επισκοπή.
Από όσα γνωρίζομε, ως πρώτη Επισκοπή λειτούργησε η Καισαρείας με έδρα την Καισαρεία. Στους καταλόγους Μητροπόλεων και Επισκοπών που παραθέτει ο Γεράσιμος Κονιδάρης «Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος» (τομ. Α . σελ. 513 – 515) αναφέρεται Επισκοπή Καισαρείας υπαγομένη στη Μητρόπολη Λαρίσης κατά τον Ε . αιώνα (431 – 551) με Επίσκοπο Καισαρείας κατέχοντας την 8η θέση μεταξύ των Επισκόπων της Μητροπόλεως. (Άλλες Επισκοπές της Μητροπόλεως Λαρίσης αναφέρονται Θηβών, Δημητριάδος, Λαμίας Τρίκης κ.λ.π. όθεν συνάγεται ότι η ευθύνη και δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης εκτείνονταν από την περιοχή μας μέχρι την Θήβα).
Αποκαλυφθείσα στο χώρο της Καισαρείας προ ετών επιτύμβια μαρμάρινη πλάκα φέρει ημικατεστραμμένο επίγραμμα «...προεδρίαν έλαχεν τη Εκκλησία Καισάρων πόλεως Μακεδόνιος έστιν ούτος ανήρ τα παντ’ εύφημος ος Επισκοπήσας έτη εν μήνα ένα του τήδε βίου εκδημήσας μηνί Ιανουαρίω ΚΓ Ινδικτιώνος ΙΑ προς Θεόν ενεδήμησεν...» Το επίγραμμα δεν φέρει ακριβή χρονολόγηση, από το είδος όμως της γραφής και τα λοιπά στοιχεία, οι ειδικοί το τοποθετούν στην περίοδο του 5ου αιώνος. Συνεπώς κατά τον 5ο και 6ο αιώνα έδρευε στην Καισάρεια Επισκοπή, η οποία πιθανώς να συστήθηκε και υπήρχε ίσως από του 4ου αιώνα αφ’ ότου έπαψαν οι διωγμοί και επιχειρήθηκε η οργάνωση της Εκκλησίας.
Δεν είναι βέβαια γνωστό από πότε και ως πότε ακριβώς λειτούργησε αυτή η Επισκοπή. Άγνωστα επίσης είναι τα πιθανά όρια δικαιοδοσίας, οι διακονήσαντες Επίσκοποι πλην του Μακεδονίου και κάθε τι σχετικό με την ενεργό ζωή και τις δραστηριότητές της. Πέρα από την επιτύμβια πλάκα και τις πληροφορίες του Κονιδάρη που δανείζεται από το Συνέκδημο του Ιεροκλή, σα μνημειακές μαρτυρίες πρέπει να θεωρούνται και τα αποκαλυφθέντα δάπεδα των Παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, Αγίας Παρασκευής, Βοσκοχωρίου και Ακρινής, που οι ειδικοί τα αξιολογούν ως κτίσματα του 4ου έως του 5ου αιώνος. Εντεύθεν των χρόνων αυτών δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία. Στην Επισκοπή αυτή της Καισαρείας ασφαλώς υπάγονταν όλα τα προς νότο χωριά της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας αφού υπάγονταν στη Λάρισα. Τα δε βόρεια όρια δεν είναι γνωστά, οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ολόκληρη η περιοχή της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας υπάγονταν στην ίδια αυτή Επισκοπή.
Από του 9ου αιώνος είναι γνωστή η Επισκοπή Σερβίων. Η πρώτη μαρτυρία περί αυτής είναι η «Διατύπωσις των θρόνων των Εκκλησιών» υπό Λέοντος Σοφού (886 – 912). Με τον τίτλο «Σερβίων» και έδρα τα Σέρβια λειτούργησε ως το 1745, όποτε η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κοζάνη και ο τίτλος αυξήθηκε σε «Σερβίων και Κοζάνης» υπαγομένη πάντοτε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Και περί αυτής της Επισκοπής δεν είναι γνωστά τα περί του ακριβούς χρόνου σύστασης και η οποιαδήποτε τυχόν παρουσία της προ του 9ου αιώνος που πρέπει να θεωρείται πολύ πιθανή.
Η εκδοχή ότι η Επισκοπή Σερβίων είναι η συνέχεια της Επισκοπής Καισαρείας και ότι πρόκειται δηλαδή απλώς περί μεταφοράς της έδρας από την Καισάρεια στα Σέρβια αβάσιμη. Δεν υπάρχει περί αυτού καμία ασφαλής μαρτυρία, πέρα από μία απλή εικασία ότι κοντινοί είναι οι συνοικισμοί Καισαρείας και Σερβίων και υποβαθμιζόταν η Καισαρεία, διάβηκε τον Αλιάκμονα και βρέθηκε στα Σέρβια.
Από τον 6ο αιώνα που έχουμε μαρτυρίες για την Επισκοπή Καισαρείας ως τον 9ο αιώνα που έχουμε μαρτυρίες περί της Επισκοπής Σερβίων, υπάρχει σιγή περί τα Εκκλησιαστικά της Επαρχίας. Το πιθανότερο είναι ότι περί τον 6ο – 7ο αιώνα, για διαφόρους άγνωστους λόγους διαλύθηκε η Επισκοπή Καισαρείας και η Επισκοπή Σερβίων είναι άλλη που συστήθηκε μεταγενέστερα. Πρόκειται δηλαδή για την κατάργηση μίας Επισκοπής και τη σύσταση άλλης. Κατά τους χρόνους 6ου – 7ου αιώνα έχομε την εισβολή των Σλάβων, που καθώς δεν είχαν ακόμα εκχριστιανισθεί επιδόθηκαν σε γενικότερους διωγμούς και ανατροπές και η διάλυση της Επισκοπής πρέπει να οφείλεται σε μία γενικότερη αναγκαστική διακοπή της κάθε Χριστιανικής και Εκκλησιαστικής εκδήλωσης και δραστηριότητας ένεκα των δυσάρεστων αυτών συμβάντων.
Ο Γερ. Κονιδάρης ασχολούμενος με τη μελέτη καταλόγου Επισκοπών της Μητροπόλεως Λαρίσης του 10ου αιώνος κατά το οποίο μερικές από τις παλαιότερες Επισκοπές του 5ου αιώνα μεταξύ των οποίων και η Καισαρεία δεν υπήρχαν, σημειώνει: «...δεν θα ηδυνάμεθα εν τούτοις να αρνηθώμεν ότι καταστροφαί και αλλοιώσεις επήλθον κατά τας σλαβικάς επιδρομάς του ζ . και η . αιώνος, ότε και εκορυφώθησαν και κατεστράφησαν τότε Δίον, και αι Θήβαι, οι Γόμφοι, η Καισάρεια... κ.λ.π.».
Άλλως τε η Επισκοπή Καισαρείας υπάγονταν στη Μητρόπολη Λαρίσης, ενώ η των Σερβίων στη Μητρόπολη Θεσ/νίκης και η εκχώρηση μίας Επισκοπής από Μητρόπολη σε Μητρόπολη δεν γινόταν εύκολα και απλώς με την αλλαγή έδρας. Αλλά και αν επρόκειτο για αλλαγή έδρας έπρεπε να διατηρεί και τον πρώτο τίτλο «Καισαρείας».
Μάλλον βέβαιο πρέπει να θεωρείται, ότι η Επισκοπή Καισαρείας ιδρυθείσα κατά τον 4ο η 5ο αιώνα λειτούργησε ίσως μέχρι τον 7ο αιώνα, όποτε ένεκα της εισβολής των Σλάβων η και εξ άλλων σοβαρών λόγων καταργήθηκε οριστικά αφού δεν έμεινε καν ως τίτλος «πάλαι ποτέ λαμψάσης Επισκοπής». Οι δραστηριότητες αυτής της Επισκοπής παραμένουν άγνωστες.
ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΣΕΡΒΙΩΝ & ΚΟΖΑΝΗΣ
Ασφαλώς βεβαιωμένο είναι ότι από τα μέσα του 9ου αιώνα και εντεύθεν υπάρχει και λειτουργεί χωρίς διακοπή η Επισκοπή Σερβίων μέχρι το 1745, η Σερβίων και Κοζάνης εντεύθεν του 1745, με έδρα τα Σέρβια για την πρώτη περίοδο και την Κοζάνη για την επόμενη, υπαγομένη πάντοτε ως Επισκοπή στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Σε ελάχιστες περιπτώσεις επιχειρήθηκε η απόσπασή της από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και προσάρτησή της σε άλλη Μητρόπολη.
Ο Βασιλεύς Βουλγαροκτόνος με διάταγμά του (1018-1020) για να εξευμενίσει πολιτικές καταστάσεις, μαζί με άλλες Επισκοπές άλλων Μητροπόλεων, απέσπασε και την Επισκοπή Σερβίων από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και την προσάρτησε στην Μητρόπολη Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας. Φαίνεται όμως ότι ως προς την Επισκοπή Σερβίων το Διάταγμα έμεινε ανενεργό και «...εκ των Επισκοπών του 1ου Διατάγματος του Βασιλείου, είχε μεν εξουσίαν η των Αχριδών επί των 15 Επισκοπών δεν κατείχε όμως ο Βουλγαρίας την Επισκοπή Σερβίων, ήτις άνευ διακοπής υπήγετο εις τον Θεσσαλονίκης και Βυζαντινόν κράτος...» αναφέρει ο Γεράσιμος Κονιδάρης «Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος» (τομ. Β . σελ. 44).
Άλλη απόπειρα προσάρτησης της Επισκοπής Σερβίων σε άλλη Μητρόπολη συνέβη κατά το 1219 όταν ο Αρχιεπίσκοπος Α Ἰουστιανής Δημήτριος Χωματιανός (1214-1235) τοποθέτησε στα Σέρβια δικό του Επίσκοπο επειδή ένεκα της εισβολής και εγκατάστασης των Φράγκων ο Επίσκοπος Σερβίων εκδιώχθηκε και η έδρα του ήταν κενή. Και από μεν τα Σέρβια περί το 1216 εκδιώχθηκαν οι Φράγκοι, στη Θεσσαλονίκη όμως παρέμειναν μέχρι το 1223. Και επειδή ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης βρισκόταν μακράν της έδρας του δεν ήταν δυνατόν να φροντίσει για την πλήρωση της Επισκοπικής έδρας των Σερβίων που κινδύνευε να αποσπαστεί και να ακολουθήσει τις συνήθειες και τα δόγματα των Λατίνων, όπως αναφέρει ο Χωματιανός απολογούμενος προς το Πατριαρχείο, χειροτόνησε και εγκατέστησε δικό του Επίσκοπο στα Σέρβια, χωρίς καμιά πρόθεση σφετερισμού της Επισκοπής. Από το 1223 με την απομάκρυνση των Λατίνων από τη Θεσσαλονίκη και επανεγκατάσταση του οικείου Μητροπολίτου, η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Σερβίων επανήλθαν κανονικά στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης απ’ όπου ουσιαστικός ουδέποτε είχαν αποκοπεί.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΕΡΒΙΩΝ & ΚΟΖΑΝΗΣ
Με έδρα την Κοζάνη λειτουργεί η Επισκοπή υπό τον τίτλων Σερβίων και Κοζάνης από το 1745 ως το 1882. Το 1882 επί Επισκόπου Ευγενίου με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ (1878 – 1884) και 1901 – 1910) προαχθεί η Επισκοπή σε Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης και ο Επίσκοπος Ευγένιος σε Μητροπολίτη και υπήχθη πλέον απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το καθεστώς αυτό της εξάρτησης της Ιεράς Μητροπόλεως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διατηρήθηκε από το 1882 ως και της απελευθερώσεως της Μακεδονίας από τους Τούρκους, όποτε ακολούθησαν μεταρρυθμίσεις και ανακατατάξεις και με το Συνοδικό τόμο του 1928 υπήχθη στη Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος ως μία των Επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών. Έκτοτε συναριθμείται στις Μητροπόλεις της Αυτοκέφαλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και λειτουργεί κατά το κρατούν Εκκλησιαστικό καθεστώς.
Η πνευματική και εθνική προσφορά και δράση της Εκκλησίας της Μητροπολιτικής Επαρχίας είτε με τη μορφή της Επισκοπής είτε με τη μορφή της Μητροπόλεως, υπήρξε χωρίς αμφιβολία σημαντική μέσα στους αιώνες και μάλιστα στα δύστυχα χρόνια των αλλεπάλληλων επιδρομών αλλοεθνών και της μακρόχρονης μουσουλμανικής κατοχής.
Επίσκοποι και Μητροπολίτες και πρεσβύτεροι και μοναχοί αγωνίσθηκαν με κάθε τρόπο και με αυτοθυσίες ακόμη για τη σωτηρία του λαού τους, την αφύπνιση και την εν εγρήγορση συντήρηση της εθνικής Ελληνικής συνείδησης. Μέσα τους δύσκολους αιώνες της διακονίας τους, και διώχτηκαν και τιμωρήθηκαν και πολλές φορές ταπεινώθηκαν και δέχθηκαν ποικίλους εξαναγκασμούς και βιαιότητες και δεινοπάθησαν και μάλιστα και πολλοί και πολλοί θανατώθηκαν από διαφόρους εχθρούς της Πίστης η του Έθνους.
Πιο συγκεκριμένα η δραστηριότητα και οι πράξεις της Εκκλησίας και των κληρικών της παραθέτονται στη συνέχεια στα βιογραφικά σημειώματα των ιεραρχών και κληρικών.
Πρώτος γνωστός Επίσκοπος, μετά τον Καισαρείας Μακεδόνιο, ο Σερβίων Μιχαήλ περί το 1200-1216, όπως προκύπτει από επίγραμμα τοιχογραφίας.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα αφότου είναι γνωστή η Επισκοπή, μέχρι τον Μιχαήλ περί το 1200, για 350-χρόνια δηλαδή, είναι γνωστή μεν η Επισκοπή, δεν υπάρχει όμως κανένα άλλο στοιχείο για ονόματα η παρουσία κάποιων Επισκόπων, και μέσα σε 350 χρόνια πρέπει να υπηρέτησαν αρκετοί Επίσκοποι τα ονόματα των οποίων αγνοούνται. Αλλά και κατά τα μεταγενέστερα χρόνια από του 1200 ως το 1700 υπάρχουν μεγάλα κατά περιόδους κενά. Και ακόμα και τα περί των γνωστών ιεραρχών στοιχεία είναι συγκεχυμένα και κατά το πλείστον αόριστα ιδίως ως προς την ακριβή χρονολόγησή τους και τις σχετικές δραστηριότητές τους που σχεδόν δεν υπάρχει καμία πληροφορία. Μεγάλο κενό παρουσιάζεται μεταξύ των ετών 1235–1347.
Το 1923 όταν στην πόλη ήρθαν οι πρόσφυγες, το Μητροπολιτικό Μέγαρο χρησιμοποιήθηκε σαν Νοσοκομείο και χώρος υποδοχής μέχρι το 1925.
Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941 – 1944) το Μητροπολιτικό Μέγαρο είχε καταληφθεί από Γερμανική Μονάδα που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτό. Η μητρόπολη λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς και πολλά έγγραφα και πολύτιμο ιστορικό αρχείο εγγράφων και βιβλίων καταστράφηκαν η χάθηκαν.
Η χειρότερη και πιο ανεπίτρεπτη κατάληψη του Μητροπολιτικού Μεγάρου έγινε από τον Δήμαρχο Κοζάνης Γεώργιο Δ. Δεληβάνη το 1919 ο οποίος προέβη σε πραγματικό πραξικόπημα και εγκατέστησε τις υπηρεσίες του Δήμου.
Το 1904 από τις 21 έως τις 24 Ιουλίου στο Επισκοπείο φιλοξενήθηκε ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς κατά τη Β περιοδεία του στη Μακεδονία, συνεδρίαζαν εν κρυπτό με τους προκρίτους της πόλης, αναζητώντας εθελοντές να σχηματίσει αντάρτικο σώμα καθώς και άνδρες για τη μεταφορά όπλων. Από τις επιστολές προς τη σύζυγό του προκύπτει ότι βρήκε μεν στους Κοζανίτες φλογερά αισθήματα πατριωτισμού, αλλά εθελοντές δε βρήκε, και εντεύθεν αποχώρησε άπρακτος επιστρέφων στην Αθήνα.
Στο Μητροπολιτικό αυτό κτίριο φιλοξενήθηκαν Βασιλείς και Κυβερνήτες, Πατριάρχες και Μητροπολίτες και Επίσκοποι διερχόμενοι, και κληρικοί κι’ ακόμα και μπέηδες και αλλόδοξοι και αλλοεθνείς Άρχοντες, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν. Έγιναν κατά καιρούς και ιδίως κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, συμβούλια και διασκέψεις διαφόρων νομίμων και ανόμων διοικητικών οργάνων, φανερών και κρυφών όπου λαμβάνονταν καθοριστικές για την πόλη και τον τόπο αποφάσεις, ενίοτε με κίνδυνο της ζωής των συνερχομένων. Από το 1745 ως το 1912 υπήρξε το Διοικητήριο του Χριστιανικού πληθυσμού, όπου λαμβάνονταν όλες οι αποφάσεις και εκδικαζόταν οι διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν τους Χριστιανούς της Επαρχίας.
Το κτίριο είναι χαρακτηρισμένο ως Διατηρητέο Αρχαιολογικό Μνημείο με το Β.Δ. από 23-10-1037 Φ.Ε.Κ. 248 τ.Α καί δεν επιτρέπονται επεμβάσεις.
Αντιγραφή απο :www.imsk.gr
Από τα υπάρχοντα γραπτά στοιχεία και άλλες μνημειακές μαρτυρίες δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο ακριβής χρόνος που εκχριστιανίσθηκε η περιοχή μας και οργανώθηκε ο χώρος της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας σε Επισκοπή.
Από όσα γνωρίζομε, ως πρώτη Επισκοπή λειτούργησε η Καισαρείας με έδρα την Καισαρεία. Στους καταλόγους Μητροπόλεων και Επισκοπών που παραθέτει ο Γεράσιμος Κονιδάρης «Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος» (τομ. Α . σελ. 513 – 515) αναφέρεται Επισκοπή Καισαρείας υπαγομένη στη Μητρόπολη Λαρίσης κατά τον Ε . αιώνα (431 – 551) με Επίσκοπο Καισαρείας κατέχοντας την 8η θέση μεταξύ των Επισκόπων της Μητροπόλεως. (Άλλες Επισκοπές της Μητροπόλεως Λαρίσης αναφέρονται Θηβών, Δημητριάδος, Λαμίας Τρίκης κ.λ.π. όθεν συνάγεται ότι η ευθύνη και δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης εκτείνονταν από την περιοχή μας μέχρι την Θήβα).
Αποκαλυφθείσα στο χώρο της Καισαρείας προ ετών επιτύμβια μαρμάρινη πλάκα φέρει ημικατεστραμμένο επίγραμμα «...προεδρίαν έλαχεν τη Εκκλησία Καισάρων πόλεως Μακεδόνιος έστιν ούτος ανήρ τα παντ’ εύφημος ος Επισκοπήσας έτη εν μήνα ένα του τήδε βίου εκδημήσας μηνί Ιανουαρίω ΚΓ Ινδικτιώνος ΙΑ προς Θεόν ενεδήμησεν...» Το επίγραμμα δεν φέρει ακριβή χρονολόγηση, από το είδος όμως της γραφής και τα λοιπά στοιχεία, οι ειδικοί το τοποθετούν στην περίοδο του 5ου αιώνος. Συνεπώς κατά τον 5ο και 6ο αιώνα έδρευε στην Καισάρεια Επισκοπή, η οποία πιθανώς να συστήθηκε και υπήρχε ίσως από του 4ου αιώνα αφ’ ότου έπαψαν οι διωγμοί και επιχειρήθηκε η οργάνωση της Εκκλησίας.
Δεν είναι βέβαια γνωστό από πότε και ως πότε ακριβώς λειτούργησε αυτή η Επισκοπή. Άγνωστα επίσης είναι τα πιθανά όρια δικαιοδοσίας, οι διακονήσαντες Επίσκοποι πλην του Μακεδονίου και κάθε τι σχετικό με την ενεργό ζωή και τις δραστηριότητές της. Πέρα από την επιτύμβια πλάκα και τις πληροφορίες του Κονιδάρη που δανείζεται από το Συνέκδημο του Ιεροκλή, σα μνημειακές μαρτυρίες πρέπει να θεωρούνται και τα αποκαλυφθέντα δάπεδα των Παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, Αγίας Παρασκευής, Βοσκοχωρίου και Ακρινής, που οι ειδικοί τα αξιολογούν ως κτίσματα του 4ου έως του 5ου αιώνος. Εντεύθεν των χρόνων αυτών δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία. Στην Επισκοπή αυτή της Καισαρείας ασφαλώς υπάγονταν όλα τα προς νότο χωριά της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας αφού υπάγονταν στη Λάρισα. Τα δε βόρεια όρια δεν είναι γνωστά, οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ολόκληρη η περιοχή της σημερινής Μητροπολιτικής Επαρχίας υπάγονταν στην ίδια αυτή Επισκοπή.
Από του 9ου αιώνος είναι γνωστή η Επισκοπή Σερβίων. Η πρώτη μαρτυρία περί αυτής είναι η «Διατύπωσις των θρόνων των Εκκλησιών» υπό Λέοντος Σοφού (886 – 912). Με τον τίτλο «Σερβίων» και έδρα τα Σέρβια λειτούργησε ως το 1745, όποτε η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κοζάνη και ο τίτλος αυξήθηκε σε «Σερβίων και Κοζάνης» υπαγομένη πάντοτε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Και περί αυτής της Επισκοπής δεν είναι γνωστά τα περί του ακριβούς χρόνου σύστασης και η οποιαδήποτε τυχόν παρουσία της προ του 9ου αιώνος που πρέπει να θεωρείται πολύ πιθανή.
Η εκδοχή ότι η Επισκοπή Σερβίων είναι η συνέχεια της Επισκοπής Καισαρείας και ότι πρόκειται δηλαδή απλώς περί μεταφοράς της έδρας από την Καισάρεια στα Σέρβια αβάσιμη. Δεν υπάρχει περί αυτού καμία ασφαλής μαρτυρία, πέρα από μία απλή εικασία ότι κοντινοί είναι οι συνοικισμοί Καισαρείας και Σερβίων και υποβαθμιζόταν η Καισαρεία, διάβηκε τον Αλιάκμονα και βρέθηκε στα Σέρβια.
Από τον 6ο αιώνα που έχουμε μαρτυρίες για την Επισκοπή Καισαρείας ως τον 9ο αιώνα που έχουμε μαρτυρίες περί της Επισκοπής Σερβίων, υπάρχει σιγή περί τα Εκκλησιαστικά της Επαρχίας. Το πιθανότερο είναι ότι περί τον 6ο – 7ο αιώνα, για διαφόρους άγνωστους λόγους διαλύθηκε η Επισκοπή Καισαρείας και η Επισκοπή Σερβίων είναι άλλη που συστήθηκε μεταγενέστερα. Πρόκειται δηλαδή για την κατάργηση μίας Επισκοπής και τη σύσταση άλλης. Κατά τους χρόνους 6ου – 7ου αιώνα έχομε την εισβολή των Σλάβων, που καθώς δεν είχαν ακόμα εκχριστιανισθεί επιδόθηκαν σε γενικότερους διωγμούς και ανατροπές και η διάλυση της Επισκοπής πρέπει να οφείλεται σε μία γενικότερη αναγκαστική διακοπή της κάθε Χριστιανικής και Εκκλησιαστικής εκδήλωσης και δραστηριότητας ένεκα των δυσάρεστων αυτών συμβάντων.
Ο Γερ. Κονιδάρης ασχολούμενος με τη μελέτη καταλόγου Επισκοπών της Μητροπόλεως Λαρίσης του 10ου αιώνος κατά το οποίο μερικές από τις παλαιότερες Επισκοπές του 5ου αιώνα μεταξύ των οποίων και η Καισαρεία δεν υπήρχαν, σημειώνει: «...δεν θα ηδυνάμεθα εν τούτοις να αρνηθώμεν ότι καταστροφαί και αλλοιώσεις επήλθον κατά τας σλαβικάς επιδρομάς του ζ . και η . αιώνος, ότε και εκορυφώθησαν και κατεστράφησαν τότε Δίον, και αι Θήβαι, οι Γόμφοι, η Καισάρεια... κ.λ.π.».
Άλλως τε η Επισκοπή Καισαρείας υπάγονταν στη Μητρόπολη Λαρίσης, ενώ η των Σερβίων στη Μητρόπολη Θεσ/νίκης και η εκχώρηση μίας Επισκοπής από Μητρόπολη σε Μητρόπολη δεν γινόταν εύκολα και απλώς με την αλλαγή έδρας. Αλλά και αν επρόκειτο για αλλαγή έδρας έπρεπε να διατηρεί και τον πρώτο τίτλο «Καισαρείας».
Μάλλον βέβαιο πρέπει να θεωρείται, ότι η Επισκοπή Καισαρείας ιδρυθείσα κατά τον 4ο η 5ο αιώνα λειτούργησε ίσως μέχρι τον 7ο αιώνα, όποτε ένεκα της εισβολής των Σλάβων η και εξ άλλων σοβαρών λόγων καταργήθηκε οριστικά αφού δεν έμεινε καν ως τίτλος «πάλαι ποτέ λαμψάσης Επισκοπής». Οι δραστηριότητες αυτής της Επισκοπής παραμένουν άγνωστες.
ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΣΕΡΒΙΩΝ & ΚΟΖΑΝΗΣ
Ασφαλώς βεβαιωμένο είναι ότι από τα μέσα του 9ου αιώνα και εντεύθεν υπάρχει και λειτουργεί χωρίς διακοπή η Επισκοπή Σερβίων μέχρι το 1745, η Σερβίων και Κοζάνης εντεύθεν του 1745, με έδρα τα Σέρβια για την πρώτη περίοδο και την Κοζάνη για την επόμενη, υπαγομένη πάντοτε ως Επισκοπή στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Σε ελάχιστες περιπτώσεις επιχειρήθηκε η απόσπασή της από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και προσάρτησή της σε άλλη Μητρόπολη.
Ο Βασιλεύς Βουλγαροκτόνος με διάταγμά του (1018-1020) για να εξευμενίσει πολιτικές καταστάσεις, μαζί με άλλες Επισκοπές άλλων Μητροπόλεων, απέσπασε και την Επισκοπή Σερβίων από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και την προσάρτησε στην Μητρόπολη Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας. Φαίνεται όμως ότι ως προς την Επισκοπή Σερβίων το Διάταγμα έμεινε ανενεργό και «...εκ των Επισκοπών του 1ου Διατάγματος του Βασιλείου, είχε μεν εξουσίαν η των Αχριδών επί των 15 Επισκοπών δεν κατείχε όμως ο Βουλγαρίας την Επισκοπή Σερβίων, ήτις άνευ διακοπής υπήγετο εις τον Θεσσαλονίκης και Βυζαντινόν κράτος...» αναφέρει ο Γεράσιμος Κονιδάρης «Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος» (τομ. Β . σελ. 44).
Άλλη απόπειρα προσάρτησης της Επισκοπής Σερβίων σε άλλη Μητρόπολη συνέβη κατά το 1219 όταν ο Αρχιεπίσκοπος Α Ἰουστιανής Δημήτριος Χωματιανός (1214-1235) τοποθέτησε στα Σέρβια δικό του Επίσκοπο επειδή ένεκα της εισβολής και εγκατάστασης των Φράγκων ο Επίσκοπος Σερβίων εκδιώχθηκε και η έδρα του ήταν κενή. Και από μεν τα Σέρβια περί το 1216 εκδιώχθηκαν οι Φράγκοι, στη Θεσσαλονίκη όμως παρέμειναν μέχρι το 1223. Και επειδή ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης βρισκόταν μακράν της έδρας του δεν ήταν δυνατόν να φροντίσει για την πλήρωση της Επισκοπικής έδρας των Σερβίων που κινδύνευε να αποσπαστεί και να ακολουθήσει τις συνήθειες και τα δόγματα των Λατίνων, όπως αναφέρει ο Χωματιανός απολογούμενος προς το Πατριαρχείο, χειροτόνησε και εγκατέστησε δικό του Επίσκοπο στα Σέρβια, χωρίς καμιά πρόθεση σφετερισμού της Επισκοπής. Από το 1223 με την απομάκρυνση των Λατίνων από τη Θεσσαλονίκη και επανεγκατάσταση του οικείου Μητροπολίτου, η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Σερβίων επανήλθαν κανονικά στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης απ’ όπου ουσιαστικός ουδέποτε είχαν αποκοπεί.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΕΡΒΙΩΝ & ΚΟΖΑΝΗΣ
Με έδρα την Κοζάνη λειτουργεί η Επισκοπή υπό τον τίτλων Σερβίων και Κοζάνης από το 1745 ως το 1882. Το 1882 επί Επισκόπου Ευγενίου με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ (1878 – 1884) και 1901 – 1910) προαχθεί η Επισκοπή σε Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης και ο Επίσκοπος Ευγένιος σε Μητροπολίτη και υπήχθη πλέον απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το καθεστώς αυτό της εξάρτησης της Ιεράς Μητροπόλεως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διατηρήθηκε από το 1882 ως και της απελευθερώσεως της Μακεδονίας από τους Τούρκους, όποτε ακολούθησαν μεταρρυθμίσεις και ανακατατάξεις και με το Συνοδικό τόμο του 1928 υπήχθη στη Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος ως μία των Επαρχιών των λεγομένων Νέων Χωρών. Έκτοτε συναριθμείται στις Μητροπόλεις της Αυτοκέφαλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και λειτουργεί κατά το κρατούν Εκκλησιαστικό καθεστώς.
Η πνευματική και εθνική προσφορά και δράση της Εκκλησίας της Μητροπολιτικής Επαρχίας είτε με τη μορφή της Επισκοπής είτε με τη μορφή της Μητροπόλεως, υπήρξε χωρίς αμφιβολία σημαντική μέσα στους αιώνες και μάλιστα στα δύστυχα χρόνια των αλλεπάλληλων επιδρομών αλλοεθνών και της μακρόχρονης μουσουλμανικής κατοχής.
Επίσκοποι και Μητροπολίτες και πρεσβύτεροι και μοναχοί αγωνίσθηκαν με κάθε τρόπο και με αυτοθυσίες ακόμη για τη σωτηρία του λαού τους, την αφύπνιση και την εν εγρήγορση συντήρηση της εθνικής Ελληνικής συνείδησης. Μέσα τους δύσκολους αιώνες της διακονίας τους, και διώχτηκαν και τιμωρήθηκαν και πολλές φορές ταπεινώθηκαν και δέχθηκαν ποικίλους εξαναγκασμούς και βιαιότητες και δεινοπάθησαν και μάλιστα και πολλοί και πολλοί θανατώθηκαν από διαφόρους εχθρούς της Πίστης η του Έθνους.
Πιο συγκεκριμένα η δραστηριότητα και οι πράξεις της Εκκλησίας και των κληρικών της παραθέτονται στη συνέχεια στα βιογραφικά σημειώματα των ιεραρχών και κληρικών.
Πρώτος γνωστός Επίσκοπος, μετά τον Καισαρείας Μακεδόνιο, ο Σερβίων Μιχαήλ περί το 1200-1216, όπως προκύπτει από επίγραμμα τοιχογραφίας.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα αφότου είναι γνωστή η Επισκοπή, μέχρι τον Μιχαήλ περί το 1200, για 350-χρόνια δηλαδή, είναι γνωστή μεν η Επισκοπή, δεν υπάρχει όμως κανένα άλλο στοιχείο για ονόματα η παρουσία κάποιων Επισκόπων, και μέσα σε 350 χρόνια πρέπει να υπηρέτησαν αρκετοί Επίσκοποι τα ονόματα των οποίων αγνοούνται. Αλλά και κατά τα μεταγενέστερα χρόνια από του 1200 ως το 1700 υπάρχουν μεγάλα κατά περιόδους κενά. Και ακόμα και τα περί των γνωστών ιεραρχών στοιχεία είναι συγκεχυμένα και κατά το πλείστον αόριστα ιδίως ως προς την ακριβή χρονολόγησή τους και τις σχετικές δραστηριότητές τους που σχεδόν δεν υπάρχει καμία πληροφορία. Μεγάλο κενό παρουσιάζεται μεταξύ των ετών 1235–1347.
Το 1923 όταν στην πόλη ήρθαν οι πρόσφυγες, το Μητροπολιτικό Μέγαρο χρησιμοποιήθηκε σαν Νοσοκομείο και χώρος υποδοχής μέχρι το 1925.
Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941 – 1944) το Μητροπολιτικό Μέγαρο είχε καταληφθεί από Γερμανική Μονάδα που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτό. Η μητρόπολη λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς και πολλά έγγραφα και πολύτιμο ιστορικό αρχείο εγγράφων και βιβλίων καταστράφηκαν η χάθηκαν.
Η χειρότερη και πιο ανεπίτρεπτη κατάληψη του Μητροπολιτικού Μεγάρου έγινε από τον Δήμαρχο Κοζάνης Γεώργιο Δ. Δεληβάνη το 1919 ο οποίος προέβη σε πραγματικό πραξικόπημα και εγκατέστησε τις υπηρεσίες του Δήμου.
Το 1904 από τις 21 έως τις 24 Ιουλίου στο Επισκοπείο φιλοξενήθηκε ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς κατά τη Β περιοδεία του στη Μακεδονία, συνεδρίαζαν εν κρυπτό με τους προκρίτους της πόλης, αναζητώντας εθελοντές να σχηματίσει αντάρτικο σώμα καθώς και άνδρες για τη μεταφορά όπλων. Από τις επιστολές προς τη σύζυγό του προκύπτει ότι βρήκε μεν στους Κοζανίτες φλογερά αισθήματα πατριωτισμού, αλλά εθελοντές δε βρήκε, και εντεύθεν αποχώρησε άπρακτος επιστρέφων στην Αθήνα.
Στο Μητροπολιτικό αυτό κτίριο φιλοξενήθηκαν Βασιλείς και Κυβερνήτες, Πατριάρχες και Μητροπολίτες και Επίσκοποι διερχόμενοι, και κληρικοί κι’ ακόμα και μπέηδες και αλλόδοξοι και αλλοεθνείς Άρχοντες, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν. Έγιναν κατά καιρούς και ιδίως κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, συμβούλια και διασκέψεις διαφόρων νομίμων και ανόμων διοικητικών οργάνων, φανερών και κρυφών όπου λαμβάνονταν καθοριστικές για την πόλη και τον τόπο αποφάσεις, ενίοτε με κίνδυνο της ζωής των συνερχομένων. Από το 1745 ως το 1912 υπήρξε το Διοικητήριο του Χριστιανικού πληθυσμού, όπου λαμβάνονταν όλες οι αποφάσεις και εκδικαζόταν οι διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν τους Χριστιανούς της Επαρχίας.
Το κτίριο είναι χαρακτηρισμένο ως Διατηρητέο Αρχαιολογικό Μνημείο με το Β.Δ. από 23-10-1037 Φ.Ε.Κ. 248 τ.Α καί δεν επιτρέπονται επεμβάσεις.
Αντιγραφή απο :www.imsk.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου