Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

Σπύρος Μελλάς- Οι Πόλεμοι 1912-1913 - Αναφορές για τα Σέρβια


ΙΒ 
ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ (ΜΕΡΑΡΧΙΑ)


(... Στο χωρίο Λαζαράδες)
Από μια σκοτεινή γωνιά της χαμοκέλλας παρακολουθούσε επιβλητικός, αλλά σκουντουφλός και μελαγχολικός, ένα γέρος…

-Τα 'μάθες παππού … Ο στρατός μας πήρε τα Σέρβια …

Μούριξε μια ματιά γεμάτη δυσπιστία και παράπονα σα να μου’ λεγε : "εν ντρέπεσαι να περιπαίζεις ένα γέροντα μ’ άσπρα μαλλιά;…"

-Αλήθεια παππού … Οι Τούρκοι την πάθανε στα Στενά της Πόρτας. Τους πήραμε εικοσιτέσσερα κανόνια. Εμείς ερχόμαστε από το Ράχοβο για να δώσουμε την είδηση σ’ αυτό το Σώμα που πολέμησε χτες εδώ.

Ο γέρος άμα βεβαιώθηκε ότι δεν του παίζαμε κωμωδία, έπεσε ξαφνικά σ’έκσταση. Στα Σέρβια πήγαινε μια φορά το χρόνο για να ψωνίσει τα λεπτά προϊόντα της πολυτελείας, τα στολίδια  της γυναίκας του άλλοτε, τα μπιχλιμπίδια των κοριτσιών και των εγγονών ύστερα. Εκεί τον σέρνανε οι ζαπτιέδες κατηγορούμενο ή μάρτυρα μπροστά σ’ αυστηρούς δικαστές σε μεγάλες αίθουσες γεμάτες κόσμο. Εκεί έβλεπε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, τους πασάδες και τους μπέηδες του καζά του, εκεί τέλος ήτανε γι αυτόν η φωλιά του πολυκέφαλου δράκοντα, που του απομυζούσε τους καρπούς των κόπων του και τον τρομοκρατούσε από την ημέρα που είδε το φως.

Χρειάζεται πολύς καιρός για να χωνέψει κανείς καλά, ότι ένα καθεστώς που στεκόταν εκεί από αιώνες και φαινότανε τόσο καλά στερεωμένο, έπεσε ξαφνικά μ’ ένα φύσημα σαν παιδιάστικο κουκλόσπιτο. Ο γέρος σώπαινε κι είχε πέσει σε συλλογή. Έμπαινε σιγά-σιγά στη σημασία του περιστατικού, κι όσο έμπαινε, τόσο του χαμογελούσαν περισσότερο οι νέες προοπτικές για το μέλλον των παιδιών του, που τόβλεπε ν’ ανατέλλει τώρα μπροστά του όλο φως και ρόδα. Όλα τα κακά του τουρκικού κράτους, που ένα μέρος απ’ αυτά τα κακά είναι και κακά του κάθε κράτους γενικά, τα καταργούσε το ένα μετά το άλλο η φαντασία του γέρου και όλα τα καλά της ελευθερίας τα μεγάλωνε, τα εξόγκωνε κατά την επιθυμία του. Όχι πια ζαπτιέδες, όχι βουρδουλιές, όχι χαράτσι, όχι δικαστήρια, όχι δεκάτη, όχι να σου τρώνε τον κόπο σου: Ό, τι δουλεύεις, να το χεις, να μη σ’ ενοχλεί ποτέ κανένας και να ζεις όπως σου καπνίσει… Το πρόσωπο του φωτιζότανε λίγο-λίγο, για να εκφράσει από την πριν μελαγχολία, την άκρα μακαριότητα. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα... Κι άρχισε ξαφνικά να ψέλνει με τρεμάμενη φωνή τρεμουλιαστή:

-Ανάααααστααασιιιν...Χριστούουου...θεεασάμενοιοιοι...




ΙΓ
ΔΡΑΜΑΤΑ ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΑ

Από μια δεντρόφυτη πλαγιά κατεβήκαμε στο δημόσιο δρόμο που πάει στα Σέρβια. Ο καιρός ήτανε θαυμάσιος. Ξερή ατμόσφαιρα, ούτ’ ένα συγνεφάκι στον ουρανό, ήλιος βασιλικός. Ύστερ’ από λίγα χιλιόμετρα δρόμο, τα πόδια του ντορή μου ζεστάθηκαν, κούτσαινε λιγότερο. Σ’ ένα δροσάτο ποταμάκι, πριν από τους Καλδάδες, ποτίσαμε, τ’ άλογα μας, γεμίσαμε τα παγούρια μας κι αφού ξεκουραστήκαμε λίγα λεπτά, συνεχίσαμε την πορεία μας. Λίγο πριν φτάσουμε στα στενά της Πόρτας, είδαμε κάτω στο έδαφος τον ήσκιο από μεγάλο σύγνεφο πούφευγε πολύ γοργά, ενώ δε φυσούσε διόλου αέρας. Από την πλάνη βγήκαμε, όταν υψώνοντας τη ματιά στον ουρανό, αντικρίσαμε απέραντο κοπάδι κοράκων. Πέταξαν κάμποσο δεξιά μας κι έπειτα βούτηξαν με μιας κι εξαφανίστηκαν στο βάθος μεγάλης χαράδρας, όπου τα πυροβόλα τους είχαν ετοιμάσει πλούσιο γεύμα.


Στο δημόσιο δρόμο Ελασσόνας–Σερβίων, όπου μπήκαμε σε λιγάκι, η κίνηση ήτανε μεγάλη. Όλα τα μεταγωγικά της Στρατιάς και των εφοδιοπομπών, κλινάμαξες, τροφάμαξες, σκευοφόρες, κιβωτάμαξες, κάρα, σούστες, αραμπάδες, αυτοκίνητα, τέλος κάθε είδους οχήματα, πήγαιναν  κι έρχονταν και διασταυρώνονταν ολοένα, φορτωμένα νομή για τα ζώα, τρόφιμα, πυρομαχικά. Οι οδηγοί τους με τη χαρά της νίκης στη μορφή, σφύριζαν ή τραγουδούσαν εύθυμους σκοπούς, χωρίς να δίνουν καμιά προσοχή στα πτώματα, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, που οι αγγαρείες δεν είχανε προλάβει να θάψουν ακόμα.

Αφήσαμε πίσω μας την Τρίτη Μεραρχία καταυλισμένη δεξιά των Καλδάδων και το μεγάλο καταυλισμό της Στρατιάς, που απλωνότανε σ’ έκταση πέντε και πλέον χιλιομέτρων κι από τα δύο μέρη του δρόμου, ολάκερο λαό, ντυμένον χακί, θάλασσα ντουφεκιών, αλόγων, πυροβόλων, μυρμήκια που ανάδινε ξασώπαστη βουή και κλαγγή… Και τέλος μπήκαμε στα Σέρβια. Η πολιτεία είναι χτισμένη στα ριζοβούνια τ’ απότομα και βραχώδη του Τιταρίου, τα σπιτάκια της τριγυρισμένα με πρασινάδες σαν να κρέμονταν αμφιθεατρικά και το λυγερό ανάστημα των μιναρέδων γραφότανε κάτασπρο στο γαλάζιο της μέρας. Σύγνεφα καπνού ανέβαιναν αργά εδώ κι εκεί στον αιθέρα. Ήτανε τα τούρκικα σπίτια που καίγονταν.

Ο Μάνος που πρώτος είχε ορμίσει, όπως είδαμε, με τους ιππείς του από τα στενά της Πόρτας προς τα Σέρβια κατά τις δυο το απόγευμα στις δέκα του Οκτώβρη, αφού κυνήγησε τους Τούρκους μεσ’ από τα χωριά Αυλές, Κρανίκι, Τζέντζιρας, είχε μπει στην πολιτεία. Οι χριστιανοί κάτοικοι πάνω στη χαρά και στον ενθουσιασμό της νίκης και της υποδοχής που τούκαναν, ξέχασαν να τον ειδοποιήσουν ότι από το μονοπάτι του κάστρου εξακολουθούσαν να κατεβαίνουν ακόμα εχθρικά τμήματα που υποχωρούσαν από το Σαραντάπορο.

Αυτά τα τμήματα τ’ ακολουθούσαν σχεδόν κατά πόδας τα τάγματα της ευζωνικής Ταξιαρχίας του Κωνσταντινόπουλου, που μετά τη νίκη στην Ψηλοράχη, είχε προχωρήσει προς το Βλαχολίβαδο όπου, αφού κατάβαλε τους Τούρκους μετά εικοσιτετράωρη μάχη, τους κυνηγούσε κείνο το απόγεμα από το γνωστό στον αναγνώστη μονοπάτι Λαβάνιτσας–Σερβίων. Όταν λοιπόν ο Μάνος έφτασε στην μικρή πλατεία της πολιτείας, έπεσε πάνω σε εχθρικά μεταγωγικά και φορητά χειρουργεία και οι οδηγοί κι οι συνοδοί τους πιάσανε τις γωνίες των σπιτιών κι άνοιξαν πυρ. Γίναν εκεί κάμποσες μικροσυμπλοκές, που όσοι γλύτωσαν από το μπιστόλι του Μάνου πέφτανε στα χέρια των αντρών ενός λόχου πεζικού του όγδοου συντάγματος που είχε φράξει την έξοδο της πολιτείας. Απάνω από εφτακόσιοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς δεκαεννιά αξιωματικοί κι ένας συνταγματάρχης.

Μόλις άρχισαν ν’ ανοίγουν τα παράθυρα των ελληνικών σπιτιών, για να προλάβουν χαρούμενες μορφές και να χαιρετήσουν τους νικητές, κάποιοι άνθρωποι με φουσκωμένα στήθη από την πιο δικαιολογημένη οργή, γλίστρησαν, μελετώντας άγρια εκδίκηση, κατά την τουρκική συνοικία και παράδωκαν στις φλόγες ορισμένα σπίτια. Ήταν οι συγγενείς και φίλοι αθώων θυμάτων των χωρικών που οι Τούρκοι πήραν από τους Μεταξάδες και που τους έσφαξαν τη νύχτα, μαζί με δύο τρεις άλλους Έλληνες από τα Σέρβια, στις φυλακές. Ενώ ήτανε κλεισμένοι εκεί και πρόσμεναν μ΄αγωνία την έκβαση της μάχης, που δεν είχαν γι αυτή καμιά είδηση, άκουσαν ξαφνικά φωνές στο δρόμο. Η καρδιά τους φλετούρισε σαν κυνηγημένο πουλί: Τι να τρέχει; Ποιοι να νίκησαν; Από τα σιδερόφρακτα παράθυρα είδαν κάτου ένα μπουλούκι Μουσουλμάνους ντόπιους, από τα Σέρβια, στρατιώτες και χωροφύλακες. Στ’ αγριεμένα πρόσωπα τους, στις βίαιες χειρονομίες, στις κραυγές τους, μάντεψαν τη νίκη των Ελλήνων. Κι ήταν αδύνατο να κρύψουν τη χαρά τους μ’ όλη την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε κι όλο το μανιασμένο πλήθος όρμισε στο προαύλιο. Οι χωροφύλακες είπανε με προσποιητήν ηρεμίαν στους φυλακισμένους:

- Ο στρατός μας νικήθηκε. Εμείς αφήνουμε την πολιτεία. Είσαστε όλοι λεύτεροι. Εμπρός, ας βγουν πρώτα οι Οθωμανοί κατάδικοι κι ύστερα οι Έλληνες.

Οι Οθωμανοί φυλακισμένοι όρμισαν μ’ αλαλαγμούς έξω, χύθηκαν στην πολιτεία, άρπαξαν ότι μπόρεσαν και τράβηξαν τρέχοντας ν’ ανταμώσουν τον τουρκικό πούφευγε. Ήρθε αμέσως η σειρά των Ελλήνων, που μη πιστεύοντας σε τόση καλοσύνη, βάδιζαν δισταχτικά προς το προαύλιο, σα νάθελαν ν’ αργοπορήσουν όσο μπορούσαν τη στιγμή που θα λύνονταν επιτέλους το φοβερό δίλημμα: Ή νεκροί ή λεύτεροι! Κι οι δήμιοι τους που μάντευαν την αγωνία τους αυτή και την απολάμβαναν, άφηναν τα θύματα τους να πιστεύουν στη σωτηρία και να προχωρούν προς την πόρτα, όπου αιφνιδιαστικά έπεσαν απάνω τους με άγριες φωνές. Άλλους ντουφέκισαν, άλλους μαχαίρωσαν, άλλους κομμάτιασαν. Στο κοιμητήρι τα κουφάρια τους μεταφέρθηκαν ακρωτηριασμένα με τ’ άντερα και τα σπλάχνα έξω, ενώ ξοπίσω τους η πένθιμη συνοδεία των μανάδων, των γυναικών, των αδελφών που φτασαν από τους Μεταξάδες, ακολουθούσε με θρήνους και σπαραγμούς.

Αλλά και κάποιοι άλλοι, άσχετοι με την τραγωδία των φυλακισμένων , πλιατσικολόγοι, που ' φτασαν σχεδόν μαζί με το ιππικό, επωφελήθηκαν απο την ευκαιρία να εκδικήσουν κι αυτοί τους μακαρίτες, αρπάζοντας και πλιατσικολογόντας πρώτα τα σπίτια που ήτανε για κάψιμο κι ύστερα και τ'άλλα που καίγαν αυτοί για να δικαιολογήσουν την αρπαγή. Κι επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, θα' φτάναν και σ' αυτά τα ελληνικά καταστήματα στην πρώτη ορμή της λεηλασίας , αν δεν τα προστάτευαν οι πελώριοι σταυροί, που οι ιδιοχτήτες τους είχαν την πρόνοια να χαράξουν με κιμωλία στις πότες και να τους συνοδέψουν με διάφορες επιγραφές κατάλληλες για την περίσταση: "Ελλάς. Ζήτω ο βασιλεύς Γεώργιος!"...Παρατηρούσε κανένας στους δρόμους της τουρκικής συνοικίας διάφορα φανερώματα ενός ειδικου φρενιάσματος, που μπορώ να ονομάσω "ίλιγκο της αρπαγής". Έβλεπες ένα χωριάτη που 'τρεχε τσαλακώνοντας στα δάχτυλα του βαρύτιμο, χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο, εργόχειρο λεπτεπίλεπτο, που Κύριος οίδεν επί πόσα χρόνια είχε απορροφήσει την υπομονή κι είχε δεχτεί τα χάδια τρυφερής χανούμ, τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της στο χαρέμι, τον έβλεπες αυτόν τον ίδιο να τρυπώνει ξαφνικά σ'άλλο σπίτι και να βγαίνει απο κει με μια ραπτομηχανή, ένα τηγάνι, μια κατσαρόλα.. να μπαίνει σε λιγάκι αλλού και να ξαναβγαίνει με όσα είχε πρίν και μ'ένα τενεκέ πετρέλαιο, μαζί με δυο ταγάρια γεμάτα δεν ξέρω με τι μικροπράγματα. Να μην μπορεί ύστερα να τα πάρει μαζί του αυτά όλα, να του πέφτει το εργόχειρο στη μέση του δρόμου, να το σηκώνει, να θέλει να το σκουπίσει και να το λερώνει χειρότερα, να το βάζει πάνω στον τενεκέ του πετρελαίου, να πασχίζει απο την αρχή να σηκώσει τα λάφυρά του , να του ξαναπέφτουν , και όμως να μην παραιτείται, να ξαναμπαίνει σ'άλλο σπίτι , να βγαίνει καταϊδρωμένος και μενούργιο φορτίο, να ξαναπασχίζει, να βλαστημά , να βρίζει τα πράγματα, να κοιτάζει λοξά μήπως τον βλέπουν , μήπως έρχονται να του πάρουν τίποτα, να βλέπει καθαρά ότι αδύνατο να σηκώσει περισσότερα και όμως να θέλει να τα πάρει στο χωριό του όλα όσα βλέπει , αν είναι δυνατό και τα σπίτια.

Γιατί πρίν ο στρατός προλάβει να βάλει κάποια τάξη, οι άρπαγες μπόρεσαν να τ'αναποδογυρίσουν όλα στις τουρκικές συνοικίες , σκώνοντας κάθε είδος πλιάτσικο, απο το πιο χρήσιμο ως το πιο άχρηστο, απο το βαρύτιμότερο ως το ευτελέστερο. Άλογα, βουβάλια κι αγελάδες σύρθηκαν απο τους σταύλους, καζάνια και σκάφες απο τα πλυσταριά, τραπέζια, καθίσματα, ωραία μαγκάλια, χάλκινα, πολίτικα, με τρυπητά σκεπάσματα και το στερεότυπο πουλάκι με τ'ανοιχτά φτερά στην κορυφή, κουρτίνες λινές, δαμασκηνές, τσίτινες, ταντελένιες, βελουδένιες, χαλιά περσικά, πιστόλες ασημοκαπνισμένες, μαχαίρες και γιαταγάνια με λαβές πλουνισμένες και κοράλλια, στολιδια σελαχλικιών, γούνες, γαλότσες, κεντημένοι επενδυτές και μεταξωτά σαλβάρια χανουμισσών, χρυσαφικά , λάμπες, ποτήρια, φωνογράφοι, ως και το μοναδικό στα Σέρβια πιάνο, που το είχε η χαϊδεμένη μοναχοκόρη πλούσιου μπέη, το πήρανε κι αυτό σε κάποιο μακρινό χωριό, όπου οι χωριάτες , αφού το περιεργάστηκαν μ'απορία, το χρησιμοποίησαν ίσως για να λιανίσουν απάνω του κάποια ψημένη γίδα...

Οι άρπαγες δεν σεβάστηκαν , φυσικά ούτε το μυστήριο του χαρεμλικιού. Γλιστρησαν και σ' αυτά τα σκοτεινά καταφύγια του πρωτόγονου μουσουλμανικού ηδονισμού, για να σύρουν στις λάσπες των σκιερών και βασανισμένων δρόμων της πολιτείας κατακαίνουργια και τριζάτα παπλώματα, που σαν να διατηρούσαν ακόμα τη θέρμη απο πρόσφατα ερωτικά αγκαλιάσματα, παχιά κι αφράτα στρώματα, που σαν να διατηρούσαν αμυδρό το περίγραμμα της θέσης, που είχε την περασμένη νύχτα αναπαυθεί κάποιο κορμί, κάποια γατίτσα, θρίαμβος καμπύλων , αλαφρά τέλος πουπουλένια μαξιλάρια, όπου είχανε διανυχτερεύσει πλούσια μαλλιά και ασπρόρουχα λεπτά , διάφανα, ευωδιασμένα...

Για όλα τα πράματα είχανε θέσεις τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια κι οι αραμπάδες των χωρικών, όχι όμως , φυσικά , και για βιβλία. Οι πλιατσικολόγοι σύρανε το περιεχόμενο των ιδιωτικών βιβλιοθηκών στους δρόμους, όπου ολάκερες μέρες μούσκευαν στη λασπη κώδικες , μυθιστορήματα, δικογραφίες, λεξικά, χωρίς να γυρίσει κανείς να τα κοιτάξει. Όπως περνούσα μια στιγμή απο το μέρος που ήτανε πεταγμένα , ξεχώρισα και τράβηξα ένα καλοδεμένο τόμο: Ένα κοράνι, που τα περιθώρια του ήτανε γεμάτα ψιλογραμμένα σχόλια. Φαντάστηκα τον πιστό του προφήτη, ένα σεβάσμιο γυαλάκια ουλεμά, να το'χει ανοιχτό μποροστά του και να'χει πέσει σε συλλογή, την ώρα που ο ήλιος βυθά και το φως λιγοστεύει....

Μετά τα σπίτια, ή και τον ίδιο καιρό, οι χωριάτες ρίχτηκαν στα  μαγαζιά, στα εμπορικά , στα μπακάλικα, φορτώνοντας τα ζωα τους σακιά και σακιά , που στη βία τους να φύγουν , να εξαφανιστούν , τα 'σπερναν στους δρόμους, όσπρια, ρύζι, καφέδες, ζάχαρες, κρεμμύδια-γιατί τ'άρπαζαν κι αυτά-, κάθε λογής φαγώσιμο. Ένας Τούρκος μπακάλης, απο φόβο μη χάσει και τη ζωή του, μοίραζε μονάχος του τα πράγματα του μαγαζιού του, πασχίζοντας να φαίνεται , μάλιστα , όσο μπορούσε περισσότερο εύθυμος μ' όλη τη νεκρική χλαμάδα της μορφής του:

-Ιμπρός, αντέλφια!-κραύγαζε, με σπασμωδικές κινήσεις των χεριών , σαν να'χε χάσει τα μυαλά του: πάρ'τι κι του σακκί μι του ρύζ!...Πάρ'τι κι τ' άλλου μι τ'αλεύρ'!...Πάρ 'τι κείνου με τ' ζάχαρ' κι αυτού μι του αλάτ' κι τ' άλλου μι τον καφέ...τα βάλαμι στου ξιπούλημα!...Αντέλφια ντέν είμαστεν;...Ούλα ντικό σας!...Χα, χα , χα, χα!...


Ο στρατός κουράστηκε για να επιβάλει μια τάξη. Συστηματοποίησε τη λαφυραγωγία, τη νομιμοποίησε, τη μετάθεσε, μ’ άλλα λόγια, από την ιδιωτική στη δημόσια περιουσία όπου και την περιόρισε: Πήραν την αποθήκη του μονοπωλίου του καπνού και το περιεχόμενο το μοίρασαν πολύ επίκαιρα στους άντρες που είχανε μείνει χωρίς τσιγάρο. Πήραν ακόμα και την αποθήκη της γαλέτας, των όπλων και των πυρομαχικών. Αυτά όμως γίνανε το μεσημέρι της άλλης μέρας –έντεκα του Οκτώβρη 1912– όταν είχε φτάσει στην πολιτεία ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που, όπως διαδόθηκε αμέσως, είχε προστάξει να κρεμάνε όποιον πιάνανε να κάνει πλιάτσικο. Από τη Δελήνιστα που τον αφήσαμε, είχε προχωρήσει ο Αρχιστράτηγος με το επιτελείο του τη νύχτα της δεκάτης του Οκτώβρη προς τα στενά του Σαρανταπόρου κι έμεινε στου Ριζά μπέη, άθλιο χάνι, όπου δείπνησε σα στρατιώτης με κουραμάνα, που του προμηθέψε ο διερμηνέας του προξενείου Ελασσόνας Ζάγκλαρης και κοιμήθηκε πάνω σ’ ένα φορείο, ενώ αγρυπνούσε αναγκαστικός φρουρός του ο ταγματάρχης Καράκαλος, καθισμένος σ’ ένα παλιοτενεκέ πετρελαίου. Μπαίνοντας στα Σέρβια, μπόρεσε να ξεκουραστεί καλά στο τούρκικο διοικητήριο με τα’ απλόχωρα διαμερίσματα όπου εγκαταστάθηκε το Γενικό Στρατηγείο.

Με την είσοδο του αρχιστρατηγου στα Σέρβια, έκλεινε το πρώτο επεισόδιο του πολέμου: η μάχη του Σαρανταπόρου. Τα περίφημα Στενά ήταν στην κατοχή μας, η φθορά του εχθρού σοβαρή και τα λάφυρα, όπως είδαμε, όχι ασήματα. Ωστόσο , στους κύκλους των μορφωμένων αξιωματικώ , προ πάντων του πεζικού, δεν έλειπε η αυστηρή κτιρική. Όλοι βρίσκανε μεγάλες τις απώλειες του πεζικού μας την πρώτη μέρα της μάζης στην κατά μέτωπον επίθεση κατά των Στενών.  Γιατί ναι μεν είχαν ιδεί το δρόμο που υποχώρησαν  οι Τούρκοι σπαρμένον απο νεκρούς, υποστήριζαν όμως ότι οι υπερχίλιοι νεκροί και τραυματίες του πεζικού μας ήταν αριθμός υπερβολικός για μια μέρα και μάλιστα όχι ολάκερη. Κι όλοι ρίχνανε την ευθύνη στο πυροβολικό της Στρατιάς που άργησε ν' αναπτυχθεί και μόλις το απογεματάκι της μέρας αυτής μπόρεσε ν' αρχίσει ν'απαντάει με κάπως αποτελεσματική βολή στο τούρκικο  πυροβολικό. Και σ' αυτό οι αξιωματικοί του πεζικού είχαν απόλυτα δίκιο: Ποτέ δεν θα είχαμε τόσες απώλειες, αν το πυροβολικό προστάτευε απο την αρχή της μάζης την εξόρμηση του πεζικού. Ούτε όμως η λεγόμενη "προπαρασκευή πυροβολικού" είχε γίνει πριν αναπτυχθεί το πεζικό, ούτε όταν ρίχτηκε στη μάχη είχε- κι αυτό επί πολές ώρες- από το μέρος του πυροβλκικού την παραμικρή υποστήριξη. Προχωρούσε κάτω απο τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού χωρίς ν' ακούει την εμψυχωτική βροντή των κανονιών μας.

Ποιός έφταιγε γι' αυτό; Αρχηγός του πυροβολικού ήταν ο Παρασκευόπουλος, αξιωματικός δραστήριος, μορφωμένος και γεναίος. Αλλά είχε πάρει διαταγή απο το Στρατηγείο ν' αφήσει με τη φάλαγγα του τον δημόσιο δρόμο Ελασσόνας -Σαρανταπόρου και να βαδίσει ανατολικά στο ανώμαλο έδαφος απο λόφους και ρεματιές, όπου τα πεδινά κανόνια που τα'σερναν άλογα βρίσκανε κάθε τόσο σοβαρές δυσκολίες. Επι πλέον , όπως παραπονέθηκε, δεν τον αφησανε να διαλέξει αυτός τις θέσεις που θα'βαζε τα πυροβόλα του-όπως είχε δικαίωμα- αλλά του τις είχε ορίσει το Στρατηγείο. Όπως κι αν είναι , το πυροβολικό άργησε να μπεί στη μάχη. Και μόλις το μεσημεράκι , όπως είπα, μερικές πυροβολαρχίες μπόρεσαν ν' αρχίσουν να χτυπούν κάπως αποτελεσματικά και προ πάντων η πυροβολαρχία Μαρκουλάκη, που ζύγωσε τις εχθρικές θέσεις σ' απόσταση χιλίων πεντακοσίων μέτρων κι άρχισε  με το ηλιόγερμα να θερίζει τις τούρκικες γραμμές.


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έφταιξαν και οι αρχηγοί των τμημάτων του πεζικού , που προχώρησαν κατά του εχθρού πρίν αρχίσει το πυροβολικό : Ποιός θα τολμούσε να γυρίσει σε κατηγορία την αντρεία τους, την άκράτητη ορμή των φαντάρων , τον ηρωισμό τους, την αυτοθυσία τους; Η αρχή της αλληλεγγύης των Σωμάτων κατά τη μάχη ξεχάστηκε ολότελα την αυγή της ενάτης του Οκτώβρη. Ήταν όλοι σχεδόν εκεί πρωταρηδες στον πόλεμο: Την αλληλεγγύη θα τους τη μάθει  η ακριβοπληρωμένη πείρα λίγο αργότερα. Τώρα ήταν η θεία ορμή ενός έθνους που θέλει με κάθε θυσία να ξεπλύνει το στίγμα του ενενηνταφτά- ένα πεζικό που προβαίνει ακάλυπτο και φρενιασμένο, σκεπάζοντας κάθε λάθος στρατηγικό  ή τακτικό με τη φλόγα της ψυχής του...

ΙΔ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΣΕΒΙΩΝ -ΒΕΡΟΙΑΣ
(...)
Η Στρατιά μπήκε τ' απόγευμα σε κίνηση στο δρόμο Σερβίων -Βεροίας όπου τα κανόνια τα βλητοφόρα των πυροβολαρχιών, των συζυγαρχιών και τα οχήματα των μεταγωγικών σε διπλούς στίχους, κυλούσαν με πάταγο σ'ατελείωτη αλυσίδα μέσα σε σύγνεφα σκόνη. Περάσαμε τη μεγάλη σιδερένια γέφυρα του Αλιάκμωνα, που φρουρούσε απόσπασμα του 8ου Συντάγματος....

Περάσαμε το χωριό Κετσελέρ, όταν αρχισε να νυχτώνει...Ρίχναμε κάπου κάπου απο καμία ματιά προς τα πίσω στο άγριο θέαμα των Σερβίων που καίγονταν. Την πολιτεία ολάκερη καταύγαζαν οι πελώριες φλόγες και πρόβαλλε με τραγική λαμπόρτητα στο μελανό βάθο του νυχτερινού ορίζοντα σαν αινιγματικό μετέωρο...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...