Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

ΤΟ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΤΗΣ ΛΕΜΟΝΙΑΣ-Διήγημα


ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΑΣΒΕΣΤΑ
Ακούγοντας την καμπάνα, γύρισε με φόρα το υφάδι στης στον αργαλειό η Λε­μονιά...το κτύπημα της καμπάνας ξύπνησε τις αναμνήσεις της πίσω στα βου­νά... εκεί.Ακούγοντας τους ήχους από τον αργαλειό...οι κλωστές μπερδεύο­νταν ρυθμικά...ανάμεσα στο πυκνό χιόνι και τα ξύλα...που είχε ανάψει στο τζά­κι της για τη φωτιά... στολισμένο με τα ασπροκεντήματα, τα υφαντά, τους τσε- βρέδες και τα χρυσοκέντητα παραδοσιακά γιορντάνια, τα σπαθιά με τις ασημο- σκαλισμένες λαβές και τις βυζαντινές εικόνες του Αγίου Γεωργίου.. .στολισμένες κει ψηλά, πίσω απ' τις αχτίδες του ήλιου... Οι κλωστές υφαίνονται με δύνα­μη...Τα σχέδια ήταν συμμετρικά ... στο κόκκινο, το πορτοκαλί το ροζ, το πρά­σινο, το λευκό... Έπειτα οι κλωστές, τα σχέδια, οι εικόνες, διαδέχονταν το με­γάλο Κοζανίτικο γλέντι... Κι άκουγε η Λεμονιά αναστενάζοντας βαθειά, τους ήχους των τυμπάνων... Κι η σκέψη στον Λάμπρο, καθοδηγώντας τις προσδοκίες της... Ζούσε ακόμη το γλέντι και τους χορούς, τις φωνές από τα κεράσματα, τα τσουγκρίσματα με τα ποτήρια από το βαρελίσιο κρασί...τις χαρές και τα παρα­δοσιακά γλυκά, τα κεντήματα και τα υφαντά της...μέλλουσας νύφης...
-Άιντε γειά σου Λεμονιά.. .στην υγειά σ'...
Και ο Λάμπρος χόρευε λεβέντικα, πίσω από έναν τσάμικο χορό. ...δείχνοντας περήφανος την αρχοντιά του, το τσαρούχι και τη φούντα του.. .σφυρίζοντας χα­ρούμενος στο γλέντι και τη χαρά της γιορτής...
-Να χαίρεσι του Λάμπρου μ'ς Λιμονιά χρυσή μ'...Του περήφανου παλι- κάρ'...έλεγαν όλοι και σήκωναν τα ποτήρια με το κρασί και τα κεράσματα...
Απότομα θυμήθηκε το βλέμμα του Λάμπρου...Την κοίταζε επίμονα.. .πα­ράξενα. .. στοχαστικά... Κι ήταν σαν να τη μαγνήτιζε εκείνο το βλέμμα.. .Κι ήταν το φλογερό το βλέμμα του, απ' το γαμήλιο γλέντι και το κρασί.. .θυμήθηκε την ημέρα του γάμου της και σηκώθηκε απότομα.. .Έξω η καμπάνα τώρα, είχε στα­ματήσει πια να χτυπά... Έκλεισε την μεγάλη ξύλινη πόρτα πίσω της...κι έφυγε κατά τα βουνά...
Κι όμως...Οι νυφάδες του χιονιού, έπεφταν ασταμάτητα στα Σέρβια, δίνοντας αισθητά την εικόνα χιονισμένου τοπίου...Οι καπνοί από τα τζάκια και οι φωτιές από τα κούτσουρα στη φωτιά, ήταν μία ακόμη αντίθεση στις σκιές των χρωμάτων... Τα πέτρινα σπίτια, κατείχαν μία ξεχωριστή θέση στην αγκαλιά της φύσης, όπου ντυμένη στα λευκά, προμήνυε την ομορφιά της ζωής, στις σκιές του χωροχρόνου, στην σιωπή της μέρας...
Κυνηγημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο, ήταν οι γονείς της Λεμονιάς.. .Πρό­σφυγες, από τον Πόντο της Μ. Ασίας.. .Πρόσφυγες κυνηγημένοι κρυπτοχριστιανοί, βασανισμένοι από τους πολέμους και τις κακουχίες.. .Πάλεψαν με τη φωτιά και το ατσάλι στις μπόρες...Εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, το 1923.. .Κάποιοι μάλιστα έτρεφαν και μεταξοσκώληκες και πλού­τισαν στην περιοχή, φτιάχνοντας δαντέλες, πλεγμένες με το μετάξι, φούστες και μεταξωτά φορέματα, που έφερναν πλούσια σοδειά...και χρήμα...
Κι έτσι το σπίτι της Λεμονιάς ήταν καλοδεχούμενο.. .Παντού υπήρχαν ξυλό­γλυπτα σεντούκια με ασπρόρουχα, κι ασπροκεντήματα δουλεμένα στο χέρι, δα­ντέλες αξιοζήλευτες με γούστο θαυμαστό, γιατί ήταν νοικοκυρά...
Τα πλούσια υφαντά χαλιά, η Λεμονιά, τα ύφαινε στον αργαλειό και πάντα υπήρχε ένα πλούσιο τραπέζι στολισμένο για την μητέρα, τον πατέρα και τον αδερφό της, που ζούσαν στο ίδιο σπίτι...
Το Κοζανίτικο γλέντι ήταν ξακουστό... Καλούσαν τους γείτονες για τα ξεφα­ντώματα και τους κερνούσαν γνήσιο βαρελίσιο κρασί, τουλουμίσιο τυρί και αν­θόγαλα, μυζήθρες, γάλα και γιαούρτι πρόβειο από τα κοπάδια, που ακούγονταν να κουδουνίζουν θυμωμένα και ανήσυχα πίσω απ' τα'βουνά...Κι έπειτα άναβαν φωτιές...και διηγούνταν τις δικές τους ιστορίες γύρω από το τζάκι, φέροντας πά­ντα στο νου τους τα περασμένα...Και οι κυνηγοί...έφερναν μπεκάτσες, τσίχλες και κοτσύφια, για τον πρώτο μεζέ...
-Φέραμι και κυνήγ' απού πιρδίκις ώρε Γιάγκου, για τα καλωσορίσματα...
-Καλωσήρθατι...όλ(οι) ισείς. Σας ιυχαριστούμι όλ' ιμείς. Κι η Λιμουνιά μαζί...
Κι ήταν υπερήφανη η Λεμονιά...σαν γύριζε το πρόσωπο της στον ήλιο...Ήταν μελαχροινή.,.και τα σγουρά κατάμαυρα μαλλιά της...έμοιαζαν με αγριεμένη θάλασσα πίσω απ' τα βουνά.. .Ατίθασα και ζωηρά.. .όπως κι εκείνη...
Περπάτησε ώρες.-.-.και λαχανιάζοντας, φθάνει στο ξωκκλήσι. τ' Άη Γιώρ­γη ... Η Λεμονιά κοντοστάθηκε.. .Έσκυψε με κατάνυξη να φΛήσει την άγια Βυζα­ντινή εικόνα και τρομαγμένη λύγισε...Ένιωθε το βλέμμα του Αγίου να την κοι­τάζει επίμονα... Φοβήθηκε...Άναψε γρήγορα ένα κερί και απομακρύνθηκε τρέ­χοντας κατά τα βουνά...
Το όμορφο σπίτι της ήταν στολισμένο με ασπροκεντήματα.. .Χρυσά σειρήτια και ασπρόρουχα κεντημένα στο χέρι, δαντέλες με το κοπανέλλι, κεντήματα με σταυροβελονιά...Χαλιά πολύχρωμα στον αργαλειό και χρυσοκέντητα χρω­ματιστά γιλέκα...Ασπροκεντήματα για τα τραπέζια και αριστοτεχνικά τραπεζομάντηλα, δαντελωτές κουρτίνες και ασπροκέντητα εργόχειρα διάσπαρτα παντού.,.Η προίκα της Λεμονιάς για το γάμο της...Για το υπέροχο ταξίδι ότο χρόνο και τη ζωή...
Kι όμως...Για ποιόν ξενυχτούσε τα βράδια πίσω απ' το σκοτάδι; Για ποιόν χτυπούσε η καρδιά της τόσο δυνατά; Για ποιόν τα αισθήματα της αιχμαλώτιζαν κυνηγημένα από τον φόβο και την ενοχή; Στις ρεματιές, ο φόβος ήταν διάχυ­τος. . .Πίσω από τις καλαμιές και τις ρίζες των δέντρων άκουγε ακόμη την ανάσα της σφιχτή...το μέτωπο της ιδρωμένο...και την καρδιά της να χτυπά δυνα­τά.. .Γιατί τον Θάνο της Γιώργαινας τον αγαπούσε αληθινά η Λεμονιά...
Κι η Λεμονιά, νυφούλα τώρα στολισμένη, φορούσε τη γιορτινή της φορεσιά...Ένα βελούδινο φουντωτό φουστάνι, σε χρώμα βυσσινί, δώρο του πατέρα της απ' τα ταξίδια...Άσπρο μεταξωτό πουκάμισο υφαντό, με όρθιο γιακά, κε­ντημένο με μπιντέμια κι ένα γιλέκο κεντημένο με σιρίτι χρυσό...
Ντυμένη νυφούλα φάνταζε όμορφη η Λεμονιά.. .Στα μαλλιά ξεχώριζε ένα θε­σπέσιο φέσι, δεμένο με μαύρη φούντα από μπρισίμι.. .Τα μαύρα της μαλλιά λι­κνίζονταν πίσω απ' τον φιόγκο και το μαντήλι, πέφτοντας στους ώμους της νωχε­λικά ...
Ο Λάμπρος περίμενε στην εκκλησία χαμογελώντας.. .Ήταν έτοιμος για το μυστήριο...αν και...ανυπομονούσε να δει τη νύφη περήφανη στην εκκλησία... Φορώντας το φέσι του, την φανέλα και το γιλέκο...αισθανόταν σαν τσέλιγκας... ακολουθώντας τις ελληνικές παραδόσεις...και το δικέφαλο αετό...
Στην εκκλησία προσμένοντας, μετρούσε το χρόνο και τα λεπτά...τα δευτε­ρόλεπτα.. . όπου του φαίνονταν ασφυκτικά.. .Είχε έλθει στα Σέρβια από το Βελβεντό.,.κι από οικογένεια πλούσια...και αριστοκρατική...
-Ο κόσμος όλος...κλεισμένος στα μάτια της...έλεγε και ξανάλεγε...γιατί την αγαπούσε πολύ...
Ανάμεσα στους οργανοπαίχτες της ελληνικής λεβεντιάς ένιωθε ακέραιος...και... στρίβοντας το μουστάκι του χαμογελούσε, πίσω απ' τα κλαρί­να και τα νταούλια...
 Κι η Λεμονιά, χρυσοκέντητη αρχόντισσα, ανάμεσα στις δαντέλες και τα με­ταξωτά, τα ασημικά κοσμήματα και τα χρυσά φλουριά...ξεπρόβαλε, αντάμα με τους οργανοπαίχτες και τα τραγούδια...
Μπαίνοντας στην εκκλησία, με δέος αντίκρυζαν τα εξαπτέρυγα και τα θυμιατήρια, το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τους ψαλτάδες με τα ιερά ευαγγέλια, τους μεγαλο­πρεπείς πολυέλαιους και τα κεριά...
Το ιερό μυστήριο ετελείτο με κάθε επισημότητα-.., Ο ιερέας τελούσε το μυ­στήριο με υπομονή... ·
-Ησαΐα χόρευε ...η Παρθένος...και το ρύζι να ρέει άφθονο...στο μυστήριο της επισφράγισης των μελλονύμφων...
Κι όμως...Στα στέφανα δάκρυσε η Λεμονιά...πίσω απ' τις λαμπάδες που
έδιναν παντού λάμψη και φως...
Με τους ρυθμούς των τυμπάνων, στην εκκλησία, με τα κλαρίνα και τα τρα­γούδια, οι νεόνυμφοι κατευθύνοντο στην πλατεία, με τους καλεσμένους και το κρασί...
-Καλορίζικ'νάν'(ι)___ νά'νι, ... Εύχονταν
-Κι στα θ'κά σας.
Και σήκωναν χαρούμενοι τα ποτήρια και οι ευχές στόλιζαν το γαμήλιο τρα­πέζι της Λεμονιάς και του Λάμπρου...
-Σν υγειά σ' ουρέ Γιάγκου...έλεγαν και ξανάλεγαν με χαρά στον πατέρα της Λεμονιάς...κι εκείνος καμάρωνε όρθιος, στητός, κοτσονάτος, φουσκωτός σαν μπαλόνι...
Κι εκεί...μπροστά στο πλακόστρωτο...μπροστά στην πλατεία...τα αρνιά στη σούβλα να ψήνονται.. .και ο καπνός απ' τις φωτιές ν' απλώνεται ολοένα πα­ντού ...
-Τα αρνιά στη σούβλα να ψήνον. Να ψήνιτι κ' η καρδιά σ'...
Και ξάφνου πάνω στο γλέντι φωνάζει κάποιος τη Λεμονιά να χορέψει...
-Να χουρέψ' η νύφη...Η όμορφ' Λιμονιά να χουρέψ'...!
-Να χουρέψ' κι ου Λάμπρους...
-Να ζήσν τα νια!...Και να τσουγκρίζουν...μι κέφι τα ποτήρια με το κρασί...
Και να γελούν με χαρά όλοι μαζί...γεμάτοι ευτυχία...
Ντυμένη νυφούλα η Λεμονιά, λικνιζόταν περήφανη.. .σέρνοντας πρώτη το χορό... κρατώντας το μαντήλι...Φυλλομετρώντας το χρόνο της ζωής...που έρρεε ασταμάτητα...ακολουθούσε τα βήματα της σιωπής...στο φως της αγά­πης. . .Μ' ένα λυγμό.. .φουντώνει.. .τον Θάνο σαν σκεφτεί...
Και ξάφνου στα χαλάσματα τον Θάνο αντικρύζει.. .κι ευθύς λιποθυμά.. .Κι ο χρόνος πια σταμάτησε...Και δεν γυρίζει πίσω του τους λεπτοδείχτες...Και η αγάπη χάθηκε πια...προδόθηκε...και η καρδιά πονά...
Άστραψε ο Λάμπρος.. .Κοίταξε με θυμό πίσω απ' το φως τη Λεμονιά, κι έφυ­γε τρέχοντας...στη ρεματιά...
Κι εκείνη τρομαγμένη, ξάφνου να, φεύγει σαν κυνηγημένη, από μακριά αντι- κρύζοντας τους δυό άντρες, άγρια πια για την αγάπη της για να παλεύουν... Τι­νάχθηκε κλαίγοντας...κι όμως δεν λύγισε...Κάρφωσε το βλέμμα της...βλέπο­ντας την οργή...
Και αληθινά φοβήθηκε...Κρατήθηκε για να μην πέσει:..Είδε τους δύο άντρες, να χτυπιούνται με λύσσα περίσσια και δύναμη κατά το βουνό...Κι έπει­τα... τον Λάμπρο...να σηκώνεται ευθύς μπροστά και να φεύγει...
Πέρασαν χρόνια από τότε.. .Η Λεμονιά.. .τον Λάμπρο παντρεύτηκε.. .Ακού­γοντας την καμπάνα, γύρισε με φόρα το υφάδι της στον αργαλειό η Λεμονιά.. .Το κτύπημα της καμπάνας ξυπνούσε τις αναμνήσεις της στα πίσω βουνά.. .εκεί.. .στα Σέρβια... Ακούγοντας τους ήχους από τον αργαλειό.. .οι κλωστές μπερδεύονταν ρυθμικά... ανάμεσα στο πυκνό χιόνι και τα ξύλα.. .που είχε ανάψει στο τζάκι της για τη φωτιά... στολισμένο με τα ασπροκεντήματα, τα υφαντά, τους τσεβρέδες και τα χρυσοκέντητα παραδοσιακά γιορντάνια, τα σπαθιά με τις ασημοσκαλισμένες λαβές και τις ασημοκαπνισμένες βυζαντινές εικόνες του Αγίου Γεωργί­ου.. .στολισμένες κει ψηλά, πίσω απ' τις αχτίδες του ήλιου.. .Οι κλωστές υφαίνο­νταν με δύναμη...Τα σχέδια ήταν συμμετρικά...στο κόκκινο, το πορτοκαλί, το ροζ, το πράσινο, το λευκό...Το όμορφο σπίτι της, ήταν στολισμένο με ασπρο­κεντήματα... Χρυσά σειρήτια και ασπρόρουχα κεντημένα στο χέρι, δαντέλες με το κοπανέλλι, κεντήματα με σταυροβελονιά... Χαλιά πολύχρωμα στον αργαλειό και χρυσοκέντητα χρωματιστά γιλέκα.. .Ασπροκεντήματα για τα τραπέζια και αριστοτεχνικά τραπεζομάντηλα, κουρτίνες και ασπροκέντητα εργόχειρα διά­σπαρτα παντού...

Kι όμως...Οι νυφάδες του χιονιού έπεφταν ασταμάτητα στα Σέρβια...δίδο­ντας την εικόνα χιονισμένου τοπίου.. .Οι καπνοί από τα τζάκια και οι φωτιές από τα κούτσουρα στη φωτιά, ήταν ακόμη μία αντίθεση στις σκιές των χρωμάτων... Τα πέτρινα σπίτια, κατείχαν ξεχωριστή θέση στην ομορφιά της φύσης, στις σκιές του χωρόχρονου.. .στη σιωπή της μέρας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...