Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

Αθανάσιος Αστεριού, γιατρός στα Σέρβια, 19ος αι.*


Στο φύλλο της «Μακεδονικής Ζωής» μηνός φεβρουαρίου 1976 δημοσιεύτηκε ιστορικό σημείωμα του αείμνηστου Ν.Γ. Κοεμτζόπουλου ταξιάρχου ε.α. από τα Σέρβια Κοζάνης, σχετικά με τη δράση του συμπατριώτου μας Ιατρού Αθανασίου Αστεριού.
Την αναδημοσιεύουμε ευχαρίστως και με την άδεια του κ. Κί­μωνα Κοεμτζόπουλου, με την ευκαιρία συμπληρώσεως 100 ετών από της επαναστάσεως του Ολύμπου, στην προσωρινή κυβέρνηση Λιτοχώρου στην οποία συμμετείχε σαν Αντιπρόεδρος.
Ο Αθανάσιος Αστεριού γεννήθηκε το 1841 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς καταγόταν από το Λιβάδι Ολύμπου. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη εσπούδασε την Ιατρική στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε σαν γιατρός στο Λιβάδι. Γαλουχημένος με τις εθνι­κές και πατριωτικές παραδόσεις, δεν αρκούνταν στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Παράλληλα μ' αυτό δρούσε και σαν αλη­θινός Ελληνας, εμψυχώνοντας τους κατοίκους της περιοχής και καλλιεργώντας μέσα τους το πνεύμα της φιλοπατρίας και την προσήλωσή τους στα Αθάνατα ιδεώδη.
Οπως ήταν φυσικό, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1878, σαν αντίδραση στην παράφρονα απαίτηση της Ρωσίας να δημι­ουργήσει εκ του μη όντος μία Βουλγαρία τόσο μεγάλη που να φθά­νει ως τον Αλιάκμονα, ο Αθανάσιος Αστεριού έλαβε μέρος και εξελέγη πρώτο μέλος (αντιπρόεδρος) της προσωρινής κυβερνή­σεως στο Λιτόχωρο υπό πρωθυπουργόν τον Λιτοχωρινόν Ευαγ. Κοροβάγγου.
Δυστυχώς η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και ο Αθανάσιος Αστεριού εγκαταστάθηκε έκτοτε, σαν γιατρός στα Σέρβια. Την ίδια περίπου εποχή (δύο έτη πριν ελευθερωθεί η Θεσσαλία) είχε μετα­τεθεί από τη Λάρισα στα Σέρβια, ως Μουτεσαρίφης (Νομάρχης) με τον τίτλο του Πασά ο εκεί υπηρετών έως τότε Νομάρχης Χαλήλ Μπέης, διατελέσας προηγουμένως ακόλουθος της εν Αθήναις Οθωμανικής πρεσβείας. Μια πολύ στενή φιλία συνέδεσε το Χαλήλ πασά με τον Αστεριού, ο οποίος απέκτησε τόση επιρροή επάνω του, ώστε, όπως λέγεται, από τότε και από κρεμάλα μπορούσε να κατεβάσει καταδικασμένους ραγιάδες. Ο Πασάς, Αλβανικής κατα­γωγής είχε γεννηθεί στα Γιάννενα και σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή. Οταν ήθελε να μην καταλαβαίνουν οι τυχόν παρευρισκό­μενοι Οθωμανοί (και μερικοί κάτι σκάμπαζαν από ελληνικά) τα έλε­γαν οι δυό τους ο Χαλήλ πασάς - μιλούσε με τον Αστεριού την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα. Στο αναμεταξύ «ο Κύριος Αθανάσιος» όπως συνήθιζαν να τον ονομάζουν στα Σέρβια, είχε γίνει αγαπητός και σεβαστός στον κόσμο, εξακολουθώντας την ίδια τακτική με πα­λιότερα, άρχισε να εμψυχώνει στα Σέρβια και στα γύρω χωριά τους Ελληνας μιλώντας τους αδιάκοπα και με την ίδια θέρμη για την πα­τρίδα. Ήταν ένας άνθρωπος μάλλον ψηλός, λιγνός, με κάπως οστεώδες πρόσωπο, πλαισιωμένο από σγουρά, φουντωτά μαλλιά. Είχε παχύ μουστάκι, θυσανωτό υπογένειο και δυο φλογερά μάτια, φορούσε πάντα βελάθα κομψή, με ένα ποιητικό φιόγκο να στολί­ζει το στήθος κάτω από το λευκό κολλάρο. Κατοικούσε στο σπίτι της συγγενούς του Μαρίας, συζύγου Νικολάου Νάκη. Εφερε ελ­ληνικές εφημερίδες από τη Λάρισα, τις οποίες συχνά διάβαζε και ο Χαλήλ-πασάς. Επειδή η εισαγωγή ελληνικών εφημερίδων από την Ελλάδα απαγορευόταν, ο «κύριος Αθανάσιος» σοφίσθηκε το εξής τέχνασμα. Μέσα σε ασκούς γεμάτους λάδι τοποθετούσαν οι άνθρωποι του μακρουλά τενεκεδένια δοχεία , όπου έκλειναν τις εφημερίδες. Συνετέλεσε πολύ κι αυτός μαζί με τον Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Κωνστάντιο, στην ίδρυση του Φιλοπτώχου Συλλόγου η «Αγία Κυριακή» (1892) που είχε μεγάλη εθνική δράση. Ο αδελφός του Κίμων ερχόταν από το Λιβάδι που και που να τον ιδή στα Σέρβια, ασφαλώς και για συνεργασία, ως προς τα εθνικά ζητήματα. Ο Χαλήλ-πασάς ζητούσε πάντοτε τη γνώμη του Αστε­ριού, όσον αφορά στα διάφορα σχέδιά του. Η αλήθεια είναι ότι είχε μίαν έφεση στην πρόοδο και λογάριαζε να κάμει πολλά και καλά πράγματα στον τόπο.
Πραγματικά μέσα σε λίγα χρόνια άλλαξε την όψη των Σερβίων. Από Τουρκοχώρι που ήταν πρωτύτερα με τα στενά και ακατάστατα σοκκάκια, τα μεταμόρφωσε σε εμφανίσιμη και ευπρεπισμένη πο­λιτεία. Γκρέμισε σπίτια αλύπητα, παρά την διαμαρτυρία Τούρκων και Χριστιανών. Ανοιξε λεωφόρους που διέσχιζαν κάθετα και πα­ράλληλα την πόλη, με πεζοδρόμια φαρδειά ρείθρα και δενδρο­στοιχίες. Εστρωσε την κεντρική πλατεία (που βλέπουμε σήμερα βελτιωμένη βέβαια) και φύτεψε τα πελώρια σκιερά πλατάνια που χαιρόμαστε ακόμα. Εχτισε υπονόμους, υδραγωγείο που πήγαινε πόσιμο νερό σ'όλες τις συνοικίες. Γύρω στο βουνό πάνω από τα Σέρβια έσκαψε χαντάκια για να φεύγουν τα νερά των βροχών προς τους δύο λάκκους (χαράδρες) δεξιά και αριστερά και να μην πλημμυρίζουν την πόλη. Εχτισε στα ριζά της πόλεως προς τον κάμπο τριώροφο Διοικητήριο με δωμάτια, μεγαλοπρεπείς διπλές κλίμακες και στην δεξιά και στην αριστερά πλευρά, φαρδύτερους διαδρόμους, όλα πλουσιότατα στολισμένα με δαμασκηνές βε­λούδινες κουρτίνες, περσικά χαλιά, με μεγάλους καθρέπτες στις αίθουσες υποδοχής, όπου ήταν τα γραφεία του πασά και των ανω­τέρων υπαλλήλων και πολυτελή φωτιστικά (πολυελαίους). Εχτισε στην ίδια περιοχή τούρκικο δημοτικό σχολείο, δίπατα κτίρια, Τα­χυδρομείο - Τηλεγραφείο κατοικίες ανωτέρων Κρατικών Υπαλλή­λων, ξενώνες για τους εκπροσώπους των Καιμακάρηδων, της δικαιοδοσίας του, την REGIE, με τρία πατώματα, έδρα Διαχειρί­σεως Μονοπωλίων καπνού, τριώροφο επίσης Τουρκικό Γυμνάσιο- Οικοτροφείο (Ινσταντιή) διακόσια μέτρα έξω από τα Σέρβια στο δρόμο προς Κοζάνην, επιβλητικούς Στρατώνες επίσης έξω των Σερβίων, ένα χιλιόμετρο περίπου στον ίδιο δρόμο. Πρόθεσή του ήταν να παρασύρει τους κατοίκους από τα κατσάβραχα προς την πεδιάδα. Εφερε Μεντίζηδες (Μηχανικούς) και άνοιξε αμαξιτό δη­μόσιο δρόμο χαλκοστρωμένο (τζαντέ) προς Ελασσόνα, Κοζάνη, Σιάτιστα, Γρεβενά, Νεάπολη (Ληψίστα) και Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια). Ολες αυτές οι πόλεις υπαγόταν διοικητικώς στο πασαλίκι των Σερ­βίων και η κάθε μια είχε το δικό της Καϊμακάμη (Υποδιοικητή). Τα Σέρβια υπαγόταν τότε απ' ευθείας στην Κωνσταντινούπολη και όχι στο Βιλσέτι της Θεσσαλονίκης ή του Μοναστηρίου όπως θα μπο­ρούσε να φαντασθεί κανείς. Ο Χαλήλ Πασάς και ο κύριος Αθανά­σιος εργάσθηκαν χέρι -χέρι για την πρόοδο και την προκοπή του τόπου. Είχε καλλιεργήσει ο Πασάς φιλία και με άλλους προύχον­τες Ρωμιούς. Στις σχολικές γιορτές των τριών Ιεραρχών και των Αγίων Αποστόλων παρίστατο με το επιτελείο του και μερικούς Μπέηδες στις τελετές, στα μισά του χρόνου και στο τέλος. Τάχα  να κύλαγε και στου Χαλήλ πασά τις φλέβες καμιά σταγόνα ελλη­νικό αίμα από κάποια ξεχασμένη Ελληνίδα προμάμμη που να δι­καιολογεί αυτή τη συμπάθεια προς τους Ρωμιούς; Εν πάση περιπτώσει γεγονός είναι ότι επί Χαλήλ -πασά έζησε καλές μέρες ο ελληνικός κόσμος των Σερβίων.
Ακολουθώντας το παράδειγμά του αρκετοί Μπέηδες (ο Ομέρ- μπέης ο Χουσνιού-μπέης κ.α.) αντήλασσαν επισκέψεις με ελληνι­κές οικογένειες. Εννοείται ότι στις επισκέψεις αυτές έκαμναν χώρια οι άνδρες και χώρια τα χαρέμια. Στις μεγάλες γιορτές των Χριστιανών οι Τούρκοι πήγαιναν για να ευχηθούν σε φιλικά τους ελληνικά σπίτια. Ιδιαίτερα το Πάσχα τους άρεσαν πολύ τα κόκκινα αυγά. Οι δικοί μας τους έστελναν άφθονα μέσα σε ομορφοστολι- σμένα πανέρια προς πολύ μεγάλη τους χαρά. Η συνήθεια αυτή έγινε σιγά σιγά έθιμο του τόπου.
Στα Μπαϊράμια οι Τούρκοι ανταπέδιδαν την φιλοφρόνηση στέλνοντας τους «ασιουρέ» μέσα σε πορσελάνινες γαβάθες. Ο Χαλήλ-πασάς ήταν ο πρώτος που εφήρμοσε στα Σέρβια από το 1880 την αναγκαστική εργασία με μικρό ημερομίσθιο για όλους. Οσοι τυχόν δεν ήθελαν η δεν μπορούσαν να εργασθούν, πλήρωναν υποχρεωτικά ένα ανάλογο ποσόν. Για να γίνεται η εργασία με πε­ρισσότερο κέφι έβαζε και έπαιζαν μικρές ορχήστρες από ζουρνά­δες και νταούλια. Όταν είδαν οι Σερβιώτες προύχοντες τον τόσο εξωραϊσμό της πόλεως φιλοτιμήθηκαν και άρχισαν και εκείνοι να κτίζουν τα αρχοντικά τους μεγαλοπρεπή και πλούσια επιπλωμένα. Εως το 1893 κτίσθηκαν αρκετές τέτοιες ωραίες κατοικίες Τούρκων και Χριστιανών. Χαίρομαι που ανάμεσα σε αυτές, στο Βαρόσι- μα­χαλά (των Χριστιανών) ήταν και το πατρικό μου πετρηνικού ρυθ­μού. Θυμάμαι μάλιστα, ήμουν μικρό παιδί τότε και είδα χωρικές να σταυροκοπούνται μπροστά στο σπίτι μου και τις άκουσα να λένε «Μουρή-Μουρή κλησιά-κλησιά .» Εκείνη την εποχή κτίσθηκε και το ελληνικό δημοτικό σχολείο δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Κυ­ριακής. Ας προσθέσω ότι ο «κύριος Αθανάσιος» εκτός της φιλίας είχε αποκτήσει και πνευματική συγγένεια με τους δικούς μου. Στε­φάνωσε το θείο μου Λάζο, τους γονείς μου και εβάφτισε τα πρώτα παιδιά δίνοντας τους σε όλα αρχαία ελληνικά ονόματα: Σωκράτης, Ευριπίδης, Τηλέμαχος, Χαρίλαος (αυτό από συμπάθεια προς τον Χ. Τρικούπη), Αγησίλαος, Ασπασία.
Ο «κύριος Αθανάσιος» πέθανε στα Σέρβια στις 20 Ιανουαρίου 1895. Τον έθαψαν στο Νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου (το οποίο αχρηστεύθηκε αργότερα). Πριν είκοσι χρόνια περίπου, εν­τελώς τυχαία, κατά την εκσκαφή ενός χαντακιού στην τοποθεσία εκείνη, ήρθε στο φως μια ταφόπλακα, σχετικά μικρών διαστάσεων (35X25X15 περίπου εκατοστά) με ανάγλυφο σταυρό και ανάγλυ­φες επίσης λέξεις: Αθανάσιος Αστεριού. Όσο για τον Χαλήλ-πασά πριν πεθάνη ο «Κύριος Αθανάσιος» είχε μετατεθή προαχθείς εις Βαλήν, στο Βιλσέτι της Προύσσας, κατόπιν της Σεβάστειας και τε­λικά των Αδάνων.
Ας είναι ελαφρά η γη που τους σκεπάζει και τους δύο.
Ν.Γ Κοεμτζόπουλος
* Σημ. Το κείμενο ζητήσαμε και ευγενικώς μας το έστειλαν (ο κ. Αθανάσιος Καψάλης) και τους ευχαριστούμε, από το Λιβάδι, όπου είχε αναδημοσιευθεί στην εφημερίδα Λιβάδι Ολύμπου στο φ. Ιουνίου 1978

Αντιγραφή από την Εφημερίδα του Μ.Ο.Σ  " Σερβίωτικα Νέα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...