Περιοδικό Omiokron τεύχος Νοέμβριος 09
Γιώργος Τσαρτσιανίδης
του Χρήστου & της Μαρίας
το γένος Ακριτίδη
gts@omikron.tv
Περνώντας από τα Σέρβια στο τέλος του Σεπτέμβρη είδα από μακριά τόσο καπνό που φαντάστηκα πως κάτι κακό θα συμβαίνει και είπα να περάσω να δω τί ακριβώς γίνεται. Πλησιάζοντας άρχισα να βλέπω κόσμο να πηγαινοέρχεται χαρούμενο και γελαστό και ανθρώπους να κουβαλάνε διαφόρων ειδών ψώνια και κάτι άρχισα να φαντάζομαι πως τελικά δεν είναι και τόσο κακό αυτό που συμβαίνει. Φτάνοντας λοιπόν, αντίκρισα λαϊκό προσκύνημα και φυσικά ήταν το καθιερωμένο πανηγύρι των Σερβίων.
Το θέαμα μοναδικό και με πολύ μεγάλο φωτογραφικό ενδιαφέρον, για να μην ξεχνάμε και την επαγγελματική μας διαστροφή. Στην αρχή τα έβλεπα όλα φωτογραφικά και μόνο. Χρώματα, φωτισμοί, πρόσωπα, αντικείμενα… γενικά ήμασταν μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα, όπως έλεγε και ο Ντίνος Ηλιόπουλος σε γνωστή ελληνική ταινία. Στην πορεία όμως άρχισα να βλέπω πίσω από όλα αυτά. Άρχισα να βλέπω τα προϊόντα προς πώληση, τους πλανόδιους, τις τιμές και διάφορα άλλα και αποφάσισα πως πλέον έχασαν την μαγεία που είχαν όταν ήμουν παιδί στο δημοτικό.
Τίποτα δεν θύμιζε αυτό που γνωρίσαμε εμείς, πόσο μάλλον με ότι έζησαν οι γονείς μας. Βέβαια έχω πολλές απορίες για τον τρόπο λειτουργίας τους.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς σε ένα κράτος -υποτίθεται συγκροτημένο- κάποιος αμφιβόλου καταγωγής και προέλευσης κύριος, μπορεί να πουλάει σε έναν τέτοιο χώρο, κακής ποιότητας αντίγραφα γνωστών τραγουδιστών, ο οποίος φαντάζομαι θα έχει πληρώσει και κάποιο αντίτιμο στο δήμο που τον φιλοξενεί. Πώς μπορεί κάποιος να πουλάει αντίγραφα, πάλι κακής ποιότητας, από παπούτσια γνωστών εταιρειών και να έχει πληρώσει και αυτός για την θέση του στον δήμο. Ρολόγια -επίσης αρκετά καλές απομιμήσεις- γνωστών εταιρειών, γυναικείες τσάντες και ζώνες και φυσικά με την σφραγίδα του κράτους. Μου έκανε εντύπωση, επίσης, το ότι δεν υπήρχαν πουθενά παραδοσιακά προϊόντα, εκτός από τον χαλβά (Φαρσάλων), λουκουμάδες, λίγα κουδούνια και κάποια μπαχαρικά και βότανα, τα οποία είχαν και «ιατρική γνωμάτευση» από κάτω, για το καλό που κάνουν αποδεδειγμένα ή όχι και πάντα στο τέλος το γνωστό Λούνα Παρκ για τα παιδιά, που και αυτό για να τραβήξει τον κόσμο, πρέπει να γυρίζει γυμνόστηθη η μπαλαρίνα γύρω από τον εαυτό της.
Οι εμπορικοί σύλλογοι από την άλλη, διαμαρτύρονται γι’ αυτό που συμβαίνει και είναι λογικό, όταν σε παρόμοιες περιπτώσεις που ένα κατάστημα δεν πληρώνει φόρους, δεν κόβει αποδείξεις ή που πουλάει «μαϊμού» προϊόντα θα το κλείσουν αμέσως. Ο ανταγωνισμός δεν είναι και τόσο δίκαιος νομίζω και η αγορά κάνει καιρό να συνέλθει κάθε φορά, μετά από μία τέτοια δραστηριότητα.
Οι δήμοι χαίρονται για τα έσοδα που είχαν και φυσικά θα διατεθούν για το καλό των δημοτών τους, αλλά ποιος μπορεί να πει πως όλο αυτό είναι για το καλό όλων μας. Τα πανηγύρια είναι στην εποχή της ποσότητας, με βάση τον αριθμό αυτών που συμμετέχουν, όμως η ποιότητα απουσιάζει από παντού.
Το αποκορύφωμα -πάντα κατά την γνώμη μου- ήταν το πόσο πολλές ταβέρνες υπήρχαν και κρίμα γιατί δεν μπορώ να βρω στατιστικά στοιχεία για το πόσα σουβλάκια, αρνιά, χοιρινά καταναλώθηκαν τις μέρες αυτές και φυσικά εκεί ήταν και η εστία της «πυρκαγιάς».
Ο κόσμος έκανε βόλτες πάνω κάτω, αλλά νομίζω πως έλειπε η χαρά από τα πρόσωπά τους και απλά το έκαναν από συνήθεια ή όπως καμία φόρα πηγαίνουμε για καφέ κάπου που έχει κόσμο και εκεί θεώρησαν πως θα έχει αρκετό. Καμία έκπληξη για το τι τους περιμένει. Όλα γνωστά και σε όλα οι ίδιοι πωλητές, πολλές φορές και οι ίδιοι αγοραστές, μόνο ο τόπος αλλάζει.
Δεν ξέρω την σκοπιμότητα όλου αυτού, δεν την βλέπω. Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνονται με αυτό τον τρόπο, χωρίς βασικές προδιαγραφές και προϋποθέσεις. Καταλαβαίνω πως η εποχή δεν δικαιολογεί να πωλούνται αγελάδες και άλογα όπως γινότανε παλιά, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί αφέθηκαν στην τύχη τους.
Έχασαν τον ρομαντισμό και τη λαχτάρα της προσμονής. Πλέον οι δρόμοι κλείνουν για μέρες, κάνοντας δύσκολη την ζωή των οδηγών και σε λίγα χρόνια οι πλανόδιοι θα φτάσουν κάτω από το ρολόι της Κοζάνης, πουλώντας το ρολόι σε μικρή απομίμηση. Φεύγοντας αφήνουν πίσω τους διαλυμένους χώρους και οι συνθήκες και οι κανόνες υγιεινής είναι το μόνο που θυμίζουν την εποχή των πανηγυριών της δεκαετίας του 70’.
Γιώργος Τσαρτσιανίδης
του Χρήστου & της Μαρίας
το γένος Ακριτίδη
gts@omikron.tv
Περνώντας από τα Σέρβια στο τέλος του Σεπτέμβρη είδα από μακριά τόσο καπνό που φαντάστηκα πως κάτι κακό θα συμβαίνει και είπα να περάσω να δω τί ακριβώς γίνεται. Πλησιάζοντας άρχισα να βλέπω κόσμο να πηγαινοέρχεται χαρούμενο και γελαστό και ανθρώπους να κουβαλάνε διαφόρων ειδών ψώνια και κάτι άρχισα να φαντάζομαι πως τελικά δεν είναι και τόσο κακό αυτό που συμβαίνει. Φτάνοντας λοιπόν, αντίκρισα λαϊκό προσκύνημα και φυσικά ήταν το καθιερωμένο πανηγύρι των Σερβίων.
Το θέαμα μοναδικό και με πολύ μεγάλο φωτογραφικό ενδιαφέρον, για να μην ξεχνάμε και την επαγγελματική μας διαστροφή. Στην αρχή τα έβλεπα όλα φωτογραφικά και μόνο. Χρώματα, φωτισμοί, πρόσωπα, αντικείμενα… γενικά ήμασταν μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα, όπως έλεγε και ο Ντίνος Ηλιόπουλος σε γνωστή ελληνική ταινία. Στην πορεία όμως άρχισα να βλέπω πίσω από όλα αυτά. Άρχισα να βλέπω τα προϊόντα προς πώληση, τους πλανόδιους, τις τιμές και διάφορα άλλα και αποφάσισα πως πλέον έχασαν την μαγεία που είχαν όταν ήμουν παιδί στο δημοτικό.
Τίποτα δεν θύμιζε αυτό που γνωρίσαμε εμείς, πόσο μάλλον με ότι έζησαν οι γονείς μας. Βέβαια έχω πολλές απορίες για τον τρόπο λειτουργίας τους.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς σε ένα κράτος -υποτίθεται συγκροτημένο- κάποιος αμφιβόλου καταγωγής και προέλευσης κύριος, μπορεί να πουλάει σε έναν τέτοιο χώρο, κακής ποιότητας αντίγραφα γνωστών τραγουδιστών, ο οποίος φαντάζομαι θα έχει πληρώσει και κάποιο αντίτιμο στο δήμο που τον φιλοξενεί. Πώς μπορεί κάποιος να πουλάει αντίγραφα, πάλι κακής ποιότητας, από παπούτσια γνωστών εταιρειών και να έχει πληρώσει και αυτός για την θέση του στον δήμο. Ρολόγια -επίσης αρκετά καλές απομιμήσεις- γνωστών εταιρειών, γυναικείες τσάντες και ζώνες και φυσικά με την σφραγίδα του κράτους. Μου έκανε εντύπωση, επίσης, το ότι δεν υπήρχαν πουθενά παραδοσιακά προϊόντα, εκτός από τον χαλβά (Φαρσάλων), λουκουμάδες, λίγα κουδούνια και κάποια μπαχαρικά και βότανα, τα οποία είχαν και «ιατρική γνωμάτευση» από κάτω, για το καλό που κάνουν αποδεδειγμένα ή όχι και πάντα στο τέλος το γνωστό Λούνα Παρκ για τα παιδιά, που και αυτό για να τραβήξει τον κόσμο, πρέπει να γυρίζει γυμνόστηθη η μπαλαρίνα γύρω από τον εαυτό της.
Οι εμπορικοί σύλλογοι από την άλλη, διαμαρτύρονται γι’ αυτό που συμβαίνει και είναι λογικό, όταν σε παρόμοιες περιπτώσεις που ένα κατάστημα δεν πληρώνει φόρους, δεν κόβει αποδείξεις ή που πουλάει «μαϊμού» προϊόντα θα το κλείσουν αμέσως. Ο ανταγωνισμός δεν είναι και τόσο δίκαιος νομίζω και η αγορά κάνει καιρό να συνέλθει κάθε φορά, μετά από μία τέτοια δραστηριότητα.
Οι δήμοι χαίρονται για τα έσοδα που είχαν και φυσικά θα διατεθούν για το καλό των δημοτών τους, αλλά ποιος μπορεί να πει πως όλο αυτό είναι για το καλό όλων μας. Τα πανηγύρια είναι στην εποχή της ποσότητας, με βάση τον αριθμό αυτών που συμμετέχουν, όμως η ποιότητα απουσιάζει από παντού.
Το αποκορύφωμα -πάντα κατά την γνώμη μου- ήταν το πόσο πολλές ταβέρνες υπήρχαν και κρίμα γιατί δεν μπορώ να βρω στατιστικά στοιχεία για το πόσα σουβλάκια, αρνιά, χοιρινά καταναλώθηκαν τις μέρες αυτές και φυσικά εκεί ήταν και η εστία της «πυρκαγιάς».
Ο κόσμος έκανε βόλτες πάνω κάτω, αλλά νομίζω πως έλειπε η χαρά από τα πρόσωπά τους και απλά το έκαναν από συνήθεια ή όπως καμία φόρα πηγαίνουμε για καφέ κάπου που έχει κόσμο και εκεί θεώρησαν πως θα έχει αρκετό. Καμία έκπληξη για το τι τους περιμένει. Όλα γνωστά και σε όλα οι ίδιοι πωλητές, πολλές φορές και οι ίδιοι αγοραστές, μόνο ο τόπος αλλάζει.
Δεν ξέρω την σκοπιμότητα όλου αυτού, δεν την βλέπω. Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνονται με αυτό τον τρόπο, χωρίς βασικές προδιαγραφές και προϋποθέσεις. Καταλαβαίνω πως η εποχή δεν δικαιολογεί να πωλούνται αγελάδες και άλογα όπως γινότανε παλιά, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί αφέθηκαν στην τύχη τους.
Έχασαν τον ρομαντισμό και τη λαχτάρα της προσμονής. Πλέον οι δρόμοι κλείνουν για μέρες, κάνοντας δύσκολη την ζωή των οδηγών και σε λίγα χρόνια οι πλανόδιοι θα φτάσουν κάτω από το ρολόι της Κοζάνης, πουλώντας το ρολόι σε μικρή απομίμηση. Φεύγοντας αφήνουν πίσω τους διαλυμένους χώρους και οι συνθήκες και οι κανόνες υγιεινής είναι το μόνο που θυμίζουν την εποχή των πανηγυριών της δεκαετίας του 70’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου