(Αποσπάσμα απο το βιβλίο)
Ένα φρούριο δυνατό απάνω στο Δούναβη είχε μείνει ακυρίευτο, η Βιδύνη. Αλλά ο Βασίλειος δε θέλησε να χάσει καιρό στην πολιορκία του. Θεώρησε χρησιμότερο να κατέβει στη μεσημβρινή Μακεδονία και να κυριεύσει τα δυνατά φρούρια που του είχε πάρει ο Σαμουήλ στα 989. Άφησε λοιπόν τους στρατηγούς του να οχυρώσουν τα παρμένα κάστρα του Δούναβη, και στην αρχή του 1003 εξεστράτευσε στη νότια Μακεδονία. Διευθύνθηκε πρώτα στη Βέρροια. Μα πριν προφθάσει να την πολιορκήσει, ο Δαβρομήρ, Βούλγαρος στρατηγός της Βέρροιας, πήγε και τον προαπάντησε και του παρέδωσε τα κλειδιά της χώρας. Ως ανταμοιβή, ο Βασίλειος τον εδιόρισε ανθύπατο, που ήταν τίτλος πολυζήτητος εκείνο τον καιρό. Και αφού έβαλε δυνατή φρουρά στο κάστρο τράβηξε νότια και πολιόρκησε τα Σέρβια.
Στρατηγός στα Σέρβια ήταν τότε ένας παλικαράς τόσο μικρόσωμος, που τον έλεγαν Νικουλιτσά, δηλαδή Νικολάκη, αλλά άνθρωπος μεγάλης τόλμης και ατρόμητος. Κατάγουνταν από αρχοντική οικογένεια της Λάρισας, που, σαν πολλούς τότε, γύρισε κι αυτή με το μέ-ρος των Βουλγάρων. Ο πατέρας του, άλλοτε στρατηγός στη Λάρισα, είχε παραδώσει το φρούριο του στον Σαμουήλ, τότε που πρώτη φορά κατέβηκαν οι Βούλγαροι στην Ελλάδα στα 986. Και ξεχνώντας από τότε την ελληνική της καταγωγή, η οικογένεια όλη αφοσιώθηκε στο Βούλγαρο Τσάρο.
Σα λεοντάρι αντιστάθηκε ο Νικουλιτσάς στα Σέρβια, και με κόπο πολύ κατόρθωσε ο Βασίλειος να κυριεύσει την πόλη, αφού γκρέμισε τους τοίχους του κάστρου. Και σαν τον έπιασαν και αλυσοδεμένο τον έφεραν εμπρός στον Αυτοκράτορα, με αψηλό το κεφάλι παρουσιάστηκε ο ανθρωπάκος, νικημένος μα όχι και ταπεινωμένος.
Ο Βασίλειος ήταν μεγάλος πολιτικός, και είχε μεγάλη καρδιά. Ατρόμητος ο ίδιος, θαύμασε τόσο την παλικαριά του Νικουλιτσά, που όχι μόνο πρόσταξε να του βγάλουν τις αλυσίδες, αλλά και τον άφησε ελεύθερο και τον εδιόρισε πατρίκιο, με συμφωνία όμως να μη γυρίσει στη Βουλγαρία. Ύστερα, αφού οχύρωσε τα Σέρβια, κι άφησε κει ελληνική φρουρά, τον πήρε μαζί του και τράβηξε για τη Θεσσαλονίκη.
Το πάθος όμως του Νικουλιτσά εναντίον των Ελλήνων και η αγάπη των βουνών της πατρίδας του δεν τον άφηναν πια από Βούλγαρος να γίνει Έλληνας. Μόλις βρέθηκε ελεύθερος, καταπάτησε τους όρκους του, ξέκοψε στα βουνά, ενώθηκε με τον Σαμουήλ, κι έτρεξαν μαζί να ξαναπολιορκήσουν τα Σέρβια.
Η είδηση έφθασε τον Αυτοκράτορα στο μισό δρόμο της Θεσσαλονίκης. Σαν αστραπή γύρισε πίσω, έπεσε στα βουλγάρικα στρατεύματα, τα έτρεψε σε φυγή κι ελευθέρωσε πάλι τα Σέρβια. Μόλις πρόφθασε ο Σαμουήλ να ξεφύγει με τον πιστό του στρατηγό, αλλά, σε λίγον καιρό, οι Έλληνες έστησαν καρτέρι του Νικουλιτσά, τον έπιασαν, και αλυσοδεμένο τον έστειλε ο Αυτοκράτορας στις φυλακές της Πόλης.
Από τα Σέρβια, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε ο Βασίλειος στα Βοδενά και τα κυρίευσε με όλη την ηρωική αντίσταση του Δραξάν, άλλου γενναίου στρατηγού του Σαμουήλ.
Κατά το σύστημα των Βυζαντινών, και για να εμποδίσει κάθε άλλη επανάσταση, ο Βασίλειος μετοίκισε τους νικημένους πολεμιστές στο Βολερό, χώρα στην εκβολή του Έβρου όπου είχε στείλει πρωτύτερα και τους κατοίκους των Σερβίων. Τον Δραξάν όμως τον εσυγχώρησε, όπως είχε συγχωρήσει και τον Νικουλιτσά, του έδωσε τίτλους και τιμές και του επέτρεψε να κατοικήσει στη Θεσσαλονίκη, όπου και τον πάντρεψε με μιαν Ελληνίδα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου