Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2023

Η πολιορκία της πόλης των Σερβίων από τον Ιωάννη Καντακουζηνό το έτος 1350

ΑΙ-Ο Ιωάννης Καντακουζινός μπροστά στα τείχη των Σερβίων


Το έτος 1348 ο Στέφανος Δουσάν καταλαμβάνει τα Σέρβια μαζί με την Ήπειρο την Αιτωλία και τη Θεσσαλία. Δεσπότης αυτών των περιοχών ορίζεται ο ετεροθαλής αδερφός του Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος, η μητέρα του οποίου ήταν δισέγγονη του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.

Ο Ιωάννης Καντακουζηνός



Το 1350 ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός εκστρατεύει με σώμα Τούρκων μισθοφόρων στα δυτικά, εναντίον των Σέρβων. Απελευθερώνει τη Χαλκιδική, τη Βέροια και, με δυσκολία, την Έδεσσα. Πολιορκεί στα Σέρβια αλλά δεν καταφέρνει να τα καταλάβει. Τα υπερασπίζεται κάποιος  με το όνομα Πρελούμπος (πατέρα του Θωμά Πρελούμπου). Ο Στέφανος Δουσάν, που έχει εκστρατεύσει στη Βοσνία, θα επιστρέψει στη Μακεδονία και θα ανακαταλάβει μέσα στο 1351 όλες τις πόλεις.

Επίσκοπος Σερβίων την εποχή της πολιορκίας ήταν ο Άγιος Ιάκωβος 1347-1355 .


Αξίζει να σημειώσουμε τα εξής. 


 

Η πόλη αποτελούντα από τρία διαμερίσματα τα οποία χωρίζονταν από διαδοχικά τείχη. Στην κορυφή τοποθετούνταν ο άρχοντας και στις δύο διαδοχικές πόλεις οι πολίτες. Οι πολίτες χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον (συν)αυτοκράτορα ως οι καλύτεροι πολίτες και στρατιώτες όπως και γηγενείς και καλοί άνθρωποι.

 Παρότι πριν τρία χρόνια (1347) ολόκληρη η Ευρώπη έπαθε από την πανώλη, η πόλη ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κατοικίες και κόσμο. Υπήρχε μία συνοικία έξω από την πόλη και γύρω χωριά.

 Οι Τριβαλοί (Τριβαλοί ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς οι κάτοικοι της περιοχής όπου βρίσκεται η σημερινή Σερβία) μάζεψαν τα γυναικόπαιδα της πόλης στην μεσαία πόλη και εκβίαζαν τους άνδρες να πολεμήσουν εναντίον του βασιλιά ώστε να μην τα σκοτώσουν. Οι εντός και εκτός της πόλης κάτοικοι ήταν ευνοϊκά διατεθειμένοι στον Καντακουζηνό.

 

 Ο στρατός  έξω της πόλης, κατά την πολιορκία, έφτιαξε  όρυγμα που έφτανε στην μεσαία πόλη όπου ήταν τα γυναικόπαιδα. Η μόνη πλευρά όπου κάτω από το τείχος υπάρχει χώμα και οδηγεί στην μεσαία πόλη είναι η ανατολική πλευρά από το φαράγγι του Αγίου Γεωργίου. 

 



Την περιγραφή της πόλης και την πολιορκία την δίνει ο ίδιος ο Ιωάννης Καντακουζινός και την παραθέτουμε παρακάτω με δική μας μετάφραση όπως και το πρωτότυπο κείμενο στο τέλος.


""Με μικρή ξεκούραση ο βασιλιάς οργάνωσε τον στρατό και έκανε εκστρατεία αμέσως κατά των Σερβίων. Η πόλη αυτή δεν είναι μικρή , βρίσκεται στα όρια της Βοτταίας και Θεσσαλίας. Την διοίκηση της μαζί με την Θεσσαλία την είχε ο Πρεάλιμπος διακεκριμένος του Κράλη ο οποίος ήταν μυαλωμένος και τολμηρός με πολύ εμπειρία.


Βρίσκεται η πόλη εκείνη σε μια απότομη πλαγιά ενός λόφου και αμέσως φαίνεται ότι γίνεται περισσότερο απότομη, σαν να κρέμεται(μετέωρη) , καθώς απλώνεται προς τα πάνω. Καταλήγει σε μια κορυφή και είναι διαιρεμένη σε με τρία τείχη, και από έξω η πόλη αυτή φαίνεται ότι είναι τρεις πόλεις, η μια μετά την άλλη, ενώ από τις δύο πλευρές περιβάλλεται από βαθειά φαράγγια. Και από την πόλη μέχρι τον κάμπο και μέχρι τα φαράγγια, όσο περισσότερο μπορεί να οικιστεί, είναι γεμάτη από ανθρώπους, όχι μόνο από πλήθος, αλλά είναι γεμάτη από τους καλύτερους πολίτες και στρατιώτες, οι οποίοι ήταν από γενιά σε γενιά κάτοικοι(ντόπιοι) και καλοί άνθρωποι (αγαθοί). Και η πόλη επειδή έχει τις οικίες της τη μία επάνω και δίπλα από την άλλη, εξαιτίας του τόπου(σημ της στενότητας και της κλίσης), φαίνεται να έχει λίγα σπίτια πολυώροφα, και κατοικείται στα δύο τμήματα από τους πολίτες. Στο τρίτο , στην άκρη(σημ. στην κορυφή) είναι η κατοικία του άρχοντα. Είναι δυσκολοπρόσιτη από παντού και όχι σε όλα εύκολη για πολιορκία.


Ζώντας στην πόλη ο Πρεάλιμπος , δεν φρόντισε για τάφρο ούτε για κάποιο άλλο οχυρωματικό έργο . Αρκέστηκε στην φυσική οχύρωση της πόλης. Και επειδή δεν εμπιστευόταν τους πολίτες της πόλης, μάζεψε τα παιδιά τις γυναίκες και τα χρήματα στο δεύτερο διαμέρισμα της πόλης, ενώ τους άνδρες τους οδήγησε στο τρίτο (σημ στην κάτω πόλη) και τους διέταξε να αμυνθούν στον επιτιθέμενο βασιλιά εκβιάζοντας τους. Αυτός έμεινε στην ακρόπολη , ενώ έβαλε φρουρά Τριβαλική  στην μεσαία πόλη όπου ήσαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Λέγονταν ότι ήταν μαζί του περισσότεροι από πεντακόσιοι στρατιώτες.


Αυτούς που κατοικούσαν έξω από τα τείχη δεν τους άφηνε να μπούνε στην πόλη , ούτε παιδιά ούτε γυναίκες δέχονταν, αλλά πρόσταζε να μάχονται τον βασιλιά μπροστά στα σπίτια τους , καθώς το χωριό ήταν δυσπρόσιτο και δυσκολοδιάβατο στον καθένα. Έτσι προετοιμάστηκε για την πολιορκία.


Επίσης λέγονταν ότι ήθελε να παραδώσει την πόλη χωρίς μάχη. Γιατί περισσότερο σκεφτόταν να τραπεί σε φυγή στις πόλεις της Θεσσαλίας. Οι σύμβουλοί του όμως του έλεγαν να μη φύγει γιατί και η πόλη θα χαθεί και η Θεσσαλία θα επανακτηθεί από τον βασιλιά. Και πείστηκε να μείνει στην πολιορκία.



Ο βασιλιάς (Ιωάννης Καντακουζηνός)αφού στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη έστειλε τον στρατό του για λεηλασία κρατώντας λίγους στο στρατόπεδο. Και αφού έφεραν πολλή λεία από τα Σέρβια και από τα γύρω χωριά επέτρεψαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες και το ίδιο οι βάρβαροι στρατιώτες. Μετά αφού πλησίασαν περισσότερο την πόλη ετοιμάζονται για την μάχη στα τείχη.


Οι κάτοικοι της συνοικία που βρισκόταν έξω από τα Σέρβια, φοβούμενοι την έφοδο του βασιλιά, και επειδή οι Τριβαλοί δεν του δέχονταν στην πόλη , άλλωστε ήταν συνδεδεμένοι με τον Βασιλιά, όλοι μαζί προσχωρούσαν στον βασιλιά και δέχονταν τον στρατό και τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους. Και οι κάτοικοι μέσα στην πόλη τον βασιλιά φοβούνταν , αλλά επειδή είχαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους ομήρους πήγαιναν με τους Τριβαλούς.


Την τρίτη μέρα αφού προετοιμάστηκαν πολεμούσαν στα τείχη, και οι ντόπιοι επέμεναν ότι δεν είναι αδύνατο να καταληφθεί η πόλη. Καθώς όμως από παντού ήταν δύσβατος και σκληρός ο τόπος , ο βασιλιά προσλαμβάνει τους καλύτερους από τους τοξότες (οι τούρκοι)και τους πρόσταξε να χρησιμοποιούν τα τόξα τους ώστε να διώχνουν του αμυνόμενους από τα τείχη. Τότε άλλοι στρατιώτες με την προστασία των ασπίδων τους προσέβαλαν τα τείχη και έσκαβαν από κάτω τους. Το όρυγμα που κατασκεύασαν πέρασε κάτω από τα τείχη και κατέληξε σε ένα σπίτι το οποίο να ήταν άδειο από ανθρώπους. Καθώς όμως έσκαβαν για να βγουν και να εισέλθουν στο σπίτι από το όρυγμα η ιδιοκτήτρια του σπιτιού κατά τύχη μπήκε και φοβούμενη μήπως κυριευθεί η πόλη φώναξε δυνατά και καλούσε τους αμυνόμενους. Αυτοί πρόφτασα και επιτέθηκαν στους εισβολείς και τους έδιωξαν από τα τείχη. Ταυτόχρονα στην ακμή της μάχης ξεκίνησε καταρρακτώδης βροχή και ανάγκασε το στρατό να σταματήσει τη μάχη και να επιστρέψει στο στρατόπεδο, μη μπορώντας να πολεμά με ασφάλεια μπροστά στα τείχη με βροχή, γιατί γλιστρούσαν από τη λάσπη.


Τότε ο βασιλιάς επειδή απέτυχε στην πρώτη επιχείρηση και απογοητεύτηκε από το στρατό του θεωρώντας πως δεν μπορεί να τα καταφέρει με τη βροχή και τον χειμώνα, αμέσως επέστρεψε στην Βέροια. Ακολούθησαν (τον βασιλιά) και οι κάτοικοι της συνοικίας που βρίσκονταν έξω από την πόλη , εκτός από λίγους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αυτοί που δεν είχαν μεγάλη περιουσία να κουβαλήσουν, όχι μόνο για την εύνοια που έδειχναν στο βασιλιά αλλά και για τον φόβο που είχαν για τους Τριβαλούς καθώς ήξεραν ότι δεν θα ήταν επιεικείς μαζί τους, για την αποστασία τους, ότι βοήθησαν τον βασιλιά στην πολιορκία.""


Πρωτότυπο κείμενο


ἀναπαύλης δὲ μικρᾶς τινος ὁ βασιλεὺς ἀξιώσας τὴν στρατιὰν, ἐξεστράτευσεν αὖθις κατὰ Σερβίων. πόλις δὲ ταῦτα οὐ μικρὰ, ἐν μεθορίοις Βοττιαίας κειμένη καὶ Θετταλίας· ἧς ἦρχε μετὰ τῆς ἄλλης Θετταλίας Πρεάλιμπος τῶν παρὰ Κράλῃ δυνατῶν, ὃς μάλιστα ἐδόκει συνέσει καὶ εὐτολμίᾳ καὶ τῇ περὶ τὰ πολέμια τῶν ἄλλων προέχειν ἐμπειρίᾳ. κεῖται δὲ ἡ πόλις ἐκείνη ἐπί τινος ἀνάντους τοῦ ὄρους προβολῆς εὐθὺς ἐξαρχῆς αὐτὴ ἑαυτῆς μετεωροτέρα φαινομένη καὶ οὖσα προϊόντι. ἐπ' αὐτήν τε τὴν ἀκρώρειαν καταλήγει τρισὶ διατειχίσμασι διῃρημένη, ὡς δοκεῖν ἔξωθεν τρεῖς εἶναι πόλεις κειμένας ἐπαλλήλους. ἑκατέρωθέν τε φάραγγας περιβέβληται βαθείας. τὸ δ' ἀπὸ τῆς πόλεως ἄχρι τοῦ ἐπιπέδου καὶ τῶν φαράγγων, ὅσον μάλιστα οἰκεῖσθαι ἐπιδέχεται, οἰκιῶν πεπλήρωται καὶ ἀνθρώπων οὐ τῶν πολλῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀρίστων ἐκ τῶν πολιτῶν καὶ ἐκ τῶν στρατιωτῶν, οἳ ἦσαν ἐγχώριοι πολλοί τε καὶ ἀγαθοί· ἥ τε πόλις, ἐπαλλήλους τὰς οἰκίας ἔχουσα διὰ τὴν ἀπὸ τοῦ τόπου θέσιν, ὀλίγας ἔχειν δοκεῖ οἰκίας πολυορόφους. οἰκεῖται δὲ τὰ μὲν δύο τμήματα ὑπὸ τῶν πολιτῶν· τὸ δὲ τρίτον, ἄκρα ὂν, τῷ ἄρχοντι ἀνεῖται. ἔστι δὲ δυσπρόσοδος πανταχόθεν, καὶ οὐ πάνυ ῥᾳδία πρὸς τειχομαχίαν. ᾗ ὁ Πρεάλιμπος ἐνδιατρίβων, τάφρων μὲν οὐκ ἐδεήθη, οὐδέ τινος πρὸς ὀχυρότητα σπουδῆς· ἤρκει γὰρ ἡ προσοῦσα φύσει· τοῖς πολίταις δὲ καὶ πάνυ ἀπιστῶν, τῶν μὲν τὴν πόλιν οἰκούντων παῖδας καὶ χρήματα καὶ γυναῖκας εἰς τὸ δεύτερον διατείχισμα ἀνελάμβανε, τοὺς ἄνδρας δὲ πάντας ἐξήλαυνεν ἐπὶ τὸ τρίτον, καὶ ἐκέλευεν ἀμύνεσθαι βασιλέα ἐπιόντα ὑπὲρ σφῶν αὐτῶν καὶ τέκνων· αὐτὸς δὲ τὴν ἄκραν κατεῖχε, καὶ τῷ δευτέρῳ διατειχίσματι, ἐν ᾧ αἱ γυναῖκες καὶ οἱ παῖδες ἦσαν, φρουρὰν ἐπέστησε Τριβαλικήν. συνῆσαν γὰρ αὐτῷ ὑπὲρ πεντακοσίους, ὡς ἐλέγετο. τοὺς μέντοι τῶν τειχῶν οἰκοῦντας ἔξω οὔτ' αὐτοὺς εἴα εἰς τὴν πόλιν εἰσιέναι, οὔτε παῖδας εἰσεδέχετο καὶ γυναῖκας, ἀλλ' ἐκέλευε πρὸ τῶν οἰκιῶν ἑστῶτας μάχεσθαι, δυσπροσόδου ὄντος τοῦ χωρίου καὶ χαλεπωτάτου τοῖς ἐπιοῦσιν. οὕτω μὲν οὖν ἐκεῖνος παρεσκεύαστο πρὸς τὴν πολιορκίαν. ἐλέγετο δὲ καὶ ὡς ἄκων κατασχεθείη πρὸς τῇ πόλει. μᾶλλον γὰρ ἐβούλετο φυγομαχεῖν ἐπὶ τὰς τῆς Θετταλίας πόλεις. οἱ συνόντες δὲ παρῄνουν μὴ τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν, ὡς, εἰ ταύτης περιγένοιτο, καὶ Θετταλίαν πᾶσαν καθέξοντος βασιλέως ἀσφαλῶς. οἷς πειθόμενος ὑπέμεινε τὴν πολιορκίαν. βασιλεὺς δὲ ἐπεὶ ἐγγὺς τῆς πόλεως ἐστρατοπεδεύετο, πρῶτα μὲν ἐπὶ λεηλασίαν ἔπεμπε τὴν στρατιὰν, ὀλίγους ἐν τῷ στρατοπέδῳ κατασχών· καὶ ἔκ τε αὐτῶν Σερβίων καὶ τῶν περικειμένων κωμῶν πολλὴν λείαν ἄγοντες ἐπανῆκον Ρωμαῖοί τε καὶ βάρβαροι ὁμοίως. ἔπειτα ἐγγύτερον γενόμενοι παρεσκευάζοντο πρὸς τὴν τειχομαχίαν. οἱ ἐπὶ τῆς ἔξω δὲ Σερβίων συνοικίας, τήν τε βασιλέως δεδοικότες ἔφοδον, καὶ τῶν Τριβαλῶν εἰς τὴν πόλιν οὐ προσδεχομένων, ἄλλως τε καὶ τὰ βασιλέως μᾶλλον ᾑρημένοι, κοινῇ τε πάντες ἐκ συνθήματος προσεχώρουν βασιλεῖ, καὶ τὴν στρατιὰν ἐδέχοντο καὶ ἐξένιζον ἐπὶ τῶν οἰκιῶν. οἱ δὲ ἔνδον καὶ αὐτοὶ μὲν τὰ βασιλέως μάλιστα ᾑροῦντο, ἐχομένων δὲ τῶν παίδων καὶ τῶν γυναικῶν, ἀναγκαίως προσεῖχον Τριβαλοῖς. εἰς τρίτην δὲ ἡμέραν παρασκευασάμενοι ἐτειχομάχουν, καὶ τῶν ἐγχωρίων μάλιστα ἐφελκομένων καὶ οὐκ ἀδύνατον ἐπαγγελλομένων τὴν παράληψιν. ἐπεὶ δὲ οὐ πανταχόθεν ἐξῆν προσβάλλειν ἀποκρότων ὡς ἐπιπλεῖστον καὶ σκληρῶν τῶν τόπων ὄντων, ἔνθα μάλιστα ἐξῆν προσβαίνειν τὸ κράτιστον τῶν τοξοτῶν ἐπιστήσας ὁ βασιλεὺς, ἐκέλευε τοῖς τόξοις χρῆσθαι καὶ ἀνείργειν τοὺς ἀμυνομένους. ἄλλοι δὲ ἀσπίδας ὑποδύντες προσέβαλλόν τε τοῖς τείχεσι καὶ διώρυττον. ἔτυχε δὲ τὸ διόρυγμα ἐντὸς οἰκίας εἶναι κενῆς ἀνθρώπων· ἐπεὶ δὲ ἤδη διορώρυκτο, καὶ ἔμελλον εἰσιέναι, ἡ τῆς οἰκίας δεσπόζουσα ἐκείνης κατὰ τύχην εἰσελθοῦσα καὶ ἁλισκομένην τὴν πόλιν αἰσθομένη, βοῇ τε ἐχρῆτο καὶ συνεκάλει τοὺς ἀμυνομένους. οἱ δὲ παρῆσαν ἅμα τῷ αἰσθέσθαι, καὶ τοὺς διορύττοντας βάλλοντες, ἀφίστων τῶν τειχῶν. ἅμα δὲ καὶ ὄμβρων ῥαγδαίων ἐπενηνεγμένων ἐν αὐτῇ μάλιστα τῆς μάχης τῇ ἀκμῇ, ἥ τε ἄλλη στρατιὰ ἐπέπαυτο καὶ ἀνεχώρει πρὸς τὸ στρατόπεδον, οὐ δυναμένη πρός τε ὄμβρους ὁμοῦ καὶ πολεμίους μάχεσθαι ἀσφαλῶς ἑστῶτας ἐπὶ τῶν τειχῶν, αὐτοὶ διολισθαίνοντες τὰ πολλὰ πρὸς τὸν πηλόν. καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπεὶ διημάρτανε τῆς πόλεως πρὸς τὴν πρώτην ἐπιχείρησιν, τό,τε βιάζεσθαι τοῖς ὅπλοις ἀπογνοὺς, καὶ πρὸς τὸ πολιορκεῖν διὰ τοὺς ὄμβρους καὶ τὸν χειμῶνα ἀδυνάτως ἔχων, αὖθις ἀνέστρεφεν εἰς Βέῤῥοιαν· εἵποντο δὲ καὶ οἱ ἐκ τῆς ἔξω Σερβίων συνοικίας πλὴν ὀλίγων πάντες, ὅσοι μάλιστα ἐν λόγῳ ἦσαν, ἅμα γυναιξὶ καὶ τέκνοις, ὀλίγα ἔχοντες ἐκ τῆς οὐσίας, ὅσα φέρειν ἦσαν δυνατοὶ, οὐ μόνον διὰ τὴν πρὸς βασιλέα εὔνοιαν, ἀλλ' ὅτι καὶ ἐκ Τριβαλῶν οὐδὲν διὰ τὴν ἀποστασίαν ἤλπισαν ἐπιεικὲς, εἰ γένοιντο ἐπ' αὐτοῖς.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...