1.Η ξακουστή και μακάρια αυτή βασίλισσα, η Θεοδώρα, καταγόταν από την Ανατολή και γονείς της ήταν ο Ιωάννης και η Ελένη. Τα σχετικά με τη ζωή της έτσι εξελίχθηκαν. Όταν ήταν βασιλιάς των Ελλήνων ο Αλέξιος, ο οποίος καταγόταν από την οικογένεια των Κομνηνών, ο Μιχαήλ Κομνηνός, που διέφερε από τον βασιλιά και από τους άλλους βασιλιάδες που είχαν το όνομα Άγγελοι, αναλαμβάνει την εξουσία της Πελοποννήσου, ενώ ο Σεναχηρείμ στάλθηκε στην Αιτωλία και Νικόπολη. Αυτοί οι δύο είχαν παντρευτεί δύο γνήσιες πρώτες εξαδέλφες του βασιλιά. Ο πατέρας της μακάριας Θεοδώρας Ιωάννης, που επωνομαζόταν Πετραλίφης και καταγόταν από λαμπρή και περιφανή οικογένεια, παίρνει σύζυγο από βασιλική γενιά που ήταν από τις πρώτες στην Κωνσταντινούπολη. Τιμήθηκε με το αξίωμα του σεβαστοκράτορα των Ελλήνων και τοποθετήθηκε διοικητής της Μακεδονίας και Θεσσαλίας.
Όταν όμως ύστερα από παραχώρηση του Θεού κυριεύεται η Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους, αιχμαλωτίσθηκε απ’ αυτούς μαζί με άλλους πολλούς και ο βασιλιάς Αλέξιος, ενώ ο γιός του Λάσκαρης τυφλώνεται στην Ανατολή από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο οποίος τότε άρπαξε τη βασιλεία και έτσι επικρατούσε παντού ταραχή και σύγχυση. Όταν οι Νικοπολίτες ξεσηκώθηκαν εναντίον του Σεναχηρείμ, αυτός κάλεσε τον Μιχαήλ Κομνηνό για να τον βοηθήσει· προτού όμως φθάσει αυτός, ο Σεναχηρείμ δολοφονείται. Όταν έφθασε ο Μιχαήλ σκοτώνει όλους τους φονιάδες και νυμφεύεται τη γυναίκα εκείνου Μελισσηνή. Έφτασε στο σημείο μάλιστα τη γυναίκα του να την καταδικάσει σε θάνατο. Έτσι οικειοποιείται ολόκληρη την περιουσία και την εξουσία του Σεναχηρείμ. Αυτός λοιπόν ο Κομνηνός, όταν ο στόλος των Λατίνων έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και αγκυροβόλησε στο λιμάνι που λεγόταν Σαλαγορά, εξαγόρασε από αυτούς σαν δούλο τον βασιλιά Αλέξιο, που δεν τον αναγνώριζαν, αφού τους έδωσε προηγουμένως πολλά δώρα. Απ’ αυτόν τον βασιλιά δόθηκε τότε σαν δώρο στον Μιχαήλ και στους κληρονόμους του η εξουσία της ηγεμονίας. Αποκτά λοιπόν από τη Μελισσηνή τέσσερις γιους, τον Μιχαήλ Δούκα, τον Θεόδωρο, τον Μανουήλ και τον Κωνσταντίνο.
2. Ο πρώτος γιός, ο Μιχαήλ, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε όλη την εξουσία εκείνου, άνθρωπος δραστήριος και εξυπνότατος και πολύ έμπειρος στο να διαχειρίζεται τις διάφορες υποθέσεις. Αυτός λοιπόν κυρίεψε προσαρτώντας τα Βελλάγραδα, τα Ιωάννινα, τη Βόνδιτζα, το νησί των Κορυφών (Κέρκυρα), το Δυρράχιο, την Αχρίδα, ολόκληρη τη Θεσσαλία και την Ελλάδα και πάρα πολύ επεξέτεινε την εξουσία του. Γρήγορα όμως κι αυτός σαν άνθρωπος που ήταν σκοτώθηκε και τον αδελφό του Θεόδωρο Δούκα άφησε διάδοχό του. Αυτός λοιπόν, ο Θεόδωρος, βρήκε από τον αδελφό του Μιχαήλ Δούκα το παιδί του που ήταν βρέφος, δεν του έδωσε σημασία γιατί ήταν πολύ μικρό και αφού άρπαξε την εξουσία και τον βοήθησαν οι περιστάσεις, σκέφθηκε να ξεφορτωθεί το παιδάκι. Η μητέρα του όμως το κατάλαβε, γι’ αυτό το πήρε και πήγε στην Πελοπόννησο. Ο Θεόδωρος ικανότατος στον πόλεμο απελευθέρωσε ακόμη και τη Θεσσαλονίκη από τους Λατίνους και κυριάρχησε προς δυσμάς μέχρι τη Χριστούπολη.
3. Ο σεβαστοκράτορας Πετραλίφης, απέκτησε γιους στη Θεσσαλία καθώς και την αείμνηστη Θεοδώρα, και αφού τέλειωσε τη ζωή του χριστιανικά, την εξουσία του την άφησε στους γιους του. οι οποίοι είχαν καλές σχέσεις με τον βασιλιά Θεόδωρο, και την αδελφή τους που ήταν πολύ μικρή τη φύλαγαν σαν κόρη οφθαλμού. Τί συμβαίνει μετά; Ο βασιλιάς Θεόδωρος εξεστράτευσε εναντίον της Ζαγοράς, πολεμούσε με τον βασιλιά των Βουλγάρων Ασάν, νικήθηκε όμως απ’ αυτόν, αιχμαλωτίσθηκε και τυφλώθηκε.
4. Ο Μιχαήλ, ενώ βρισκόταν σε νεανική ηλικία, ανακαλείται από την εξορία και αναλαμβάνει την πατρική εξουσία, επισκέπτεται τη Θεσσαλία και ενώ βρισκόταν στο κάστρο Σερβίον συναντά την όμορφη κόρη Θεοδώρα από την οποία, επειδή κατακτήθηκε απόλυτα, συμφωνεί με τα αδέλφια Πετραλίφες και την παίρνει με νόμιμο γάμο και στην Ακαρνανία, που ήταν τότε ατείχιστη, την παντρεύεται. Αυτός λοιπόν φρόντιζε για την εξουσία του, η Θεοδώρα όμως δεν παρασύρθηκε από τη δόξα, δεν γοητεύθηκε εξαιτίας της νιότης της, ούτε συνήθιζε να σπαταλά τη ζωή της στις ανέσεις, ούτε αλαζονεύθηκε από το μέγεθος της εξουσίας. Γνώριζε περισσότερο να ανήκει στον Θεό και να φροντίζει για την αρετή, να ζει με σωφροσύνη, να επιζητεί την ταπεινοφροσύνη, γιατί αυτή περισσότερο απ’ όλους πέτυχε να μην έχει οργή, αλλά να έχει αγάπη, πραότητα, συμπάθεια και ελεημοσύνη για τους άλλους και τον Θεό συνεχώς να υπηρετεί.
5. Ο εχθρός όμως των δικαίων δεν άντεχε καθόλου να τα βλέπει αυτά, ούτε ανεχόταν τη σωστή πορεία αυτής της κόρης· αφού επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις του εναντίον της, ξεσηκώνει τον πιο φοβερό πειρασμό απ’ όσους έχουν μνημονευθεί μέχρι σήμερα, βάζοντας στον άνδρα της μανιασμένη επιθυμία για τις γυναίκες. Αυτός αφού ερωτεύτηκε τρελλά και παράνομα κάποια γυναίκα από τις ευγενείς, που την έλεγαν Γαγγρηνή, πιάστηκε στα μάγια της κι έχασε τα λογικά του και απέκτησε άσπονδο μίσος εναντίον της γυναίκας του. Διώχνει τη γυναίκα του και συμμαζεύει σαν τρελλός τη μαινάδα στο σπίτι του, απαγορεύει στους υπηκόους του να έχουν επαφές με τη Θεοδώρα, να την εξυπηρετούν, ακόμη και να αναφέρουν το όνομά της.
Πέφτοντας η γενναία σ’ αυτές τις συμφορές δεν τάχασε, ούτε παρεξέκλινε από τον καλό αγώνα της. Υπέμενε σταθερή σαν διαμάντι και υπηρετούσε τον Θεό όπως πάντα. Γύριζε στα ξένα ταλαιπωρημένη από το κρύο και τη ζέστη στους δρόμους, πιεζόταν από την πείνα και τη δίψα και τις άλλες κακουχίες προσπαθώντας να βρει κάποια στέγη. Για πέντε χρόνια λοιπόν πάλευε με άπειρα δεινά χωρίς να της ξεφύγει ποτέ κακή κουβέντα, ούτε ποτέ να παραπονεθεί στον Κύριο, αλλά ακόμη περισσότερο προόδευε στην αρετή, και καθημερινά τον πλησίαζε περισσότερο κάνοντας υπομονή με το βρέφος στην αγκαλιά της, γιατί όταν διώχθηκε ήταν έγκυος. Κάποιος ιερέας από το χωριό Πρενίστη τη βρήκε με το μωρό στην αγκαλιά να μαζεύει λαχανικά σ’ ένα χωράφι και την έπεισε με όρκο να του πει το όνομά της. Όταν έμαθε ποιά ήταν, την έκρυψε στο σπίτι του, όπου την περιποιήθηκε πολύ.
6. Οι μεγιστάνες που κατείχαν τις πρώτες θέσεις στην υπηρεσία του Μιχαήλ Δούκα, ξαφνικά άρπαξαν εκείνη την αργόσχολη γυναίκα και την έδιωξαν, και έτσι ολόκληρη η πονηρή πράξη ήρθε στο φως και αφού ήρθε στα λογικά του ο Μιχαήλ, συγκλονίσθηκε και αμέσως έφερε πίσω τη μακάρια και έτσι όλα γέμισαν από χαρά και αγαλλίαση. Περνούσαν λοιπόν και οι δύο ειρηνικά τη ζωή τους και με αγάπη Θεού, φροντίζοντας για τη σωτηρία τους. Τιμήθηκαν και οι δύο με το αξίωμα του δεσπότη, απέκτησαν παιδιά, έφτασαν σε μεγάλο ύψος δόξας και συναγωνίζονταν στον ωραίο αγώνα της αρετής. Βλέποντας η ξακουστή Θεοδώρα τον δεσπότη και σύζυγό της να ιδρύει τα δύο πανέμορφα και ευαγή μοναστήρια, δηλαδή τη μονή της Παντάνασσας και τη μονή της Παναγίας, ίδρυσε κι αυτή το γυναικείο μοναστήρι του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
7.Όταν ο σύζυγος της δεσπότης Μιχαήλ αφού έζησε σωστά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πήγε στον ουρανό, αμέσως κι αυτή γίνεται μοναχή. Ζώντας αρκετά χρόνια στόλιζε τον ναό της μονής με αφιερώματα και σκεύη και πέπλα τον ομόρφαινε. Με το πέρασμα του χρόνου γύμναζε με τους κόπους τον εαυτό της και αύξανε τον καρπό των αρετών ασχολούμενη με αγρυπνίες, ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους, λιώνοντας το σώμα της με νηστείες, υπηρετώντας πρόθυμα όλες τις αδελφές, προστατεύοντας τους αδικημένους, βοηθώντας ορφανά και χήρες και φτωχούς, παρηγορώντας τούς θλιμμένους και με ταπείνωση καρδίας εξυπηρετούσε όλους σ’ όλα.
8. Όταν πρόβλεψε το τέλος της με δάκρυα ζήτησε από την πάναγνη Θεοτόκο και τον πανένδοξο μάρτυρα Γεώργιο να πρεσβεύσουν στον Θεό, ώστε να της δοθεί χρόνος έξι μηνών για να τελειώσει τον ναό, πράγμα που έγινε. Όταν ήρθε η ώρα της, κάλεσε τις αδελφές και αφού τις συμβούλεψε καλά για όσα έπρεπε και ευχήθηκε να πετύχουν τη σωτηρία τους, χαρούμενη παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού και ενταφιάσθηκε δίπλα στη μονή που ανήγειρε. Αργότερα ο Θεός τη δόξασε, γιατί έγινε αιτία πολλών και μεγάλων θαυμάτων, γιατρεύοντας τις ασθένειες όσων προσέρχονταν σ’ αυτήν, διώχνοντας από τους ανθρώπους τους δαίμονες και καθημερινά θεράπευε ποικίλες ανίατες αρρώστιες. Θεράπευσε ακόμη και καρκίνο και έκανε κι άλλα θαυμαστά αμέτρητα πράγματα, τα οποία συνεχίζει να κάνει. Βοηθά πολύ όχι μόνον αυτούς που προσπέφτουν στον σεπτό τάφο της, αλλά και όσους βρίσκονται κοντά, μακρυά, στη θάλασσα, στα νησιά, σ’ όλους φθάνει όταν την επικαλούνται. Με τις άγιες ευχές της προς τον Θεό ας αξιωθούμε και μείς να πετύχουμε τη σωτηρία μας και να απολαύσουμε τα αγαθά που απολαμβάνουν στη βασιλεία των ουρανών όσοι σώζονται. Αμήν.
(Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», τ. Γ΄, εκδ. Αδελφότητος Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου