( μερική διασκευή)
Ο Παχώμιος ήταν ένας Ρώσος γαιοκτήμονας που αποφάσισε να μεγαλώσει την περιουσία του αγοράζοντας γη. Τυχαία άκουσε από έναν άλλο γαιοκτήμονα ότι οι Μπασκίρ, μια νομαδική φυλή της στέπας πούλησαν στον ίδιο για 1000 ρούβλια μεγάλη έκταση. Ήταν πολύ καλή αγορά. Στην συνέχεια ο ίδιος γαιοκτήμονας τον συμβούλεψε αγοράσει κι αυτός από εκεί γη φροντίζοντας όμως πρώτα κατά την επίσκεψη του να τους προσφέρει δώρα.
Ο Παχώμιος μετά από ένα επταήμερο ταξίδι έφτασε στην περιοχή της φυλής των Μπασκίρ , και δέχτηκε την φιλοξενία απο αυτόν τον λαό της στέπας. Συναντήθηκε με τον αρχηγό και αφού πρόσφερε τα δώρα τους ζήτησε να αγοράσει γη. Αυτοί δέχτηκαν με ευχαρίστηση να του πουλήσουν γη αλλά μόνο με τους δικούς τους όρους . Δεν θα του πουλούσαν τη γη τους με το στρέμμα αλλά με την ημέρα. Θα την αγόραζε από αυτούς για 1000 ρούβλια και θα γινόταν δική του τόση έκταση γής όση θα χάραζε ο ίδιος περπατώντας και αφήνοντας πάνω της σημάδια, σε χρονικό διάστημα μιας ημέρας. Θα έπρεπε όμως την ίδια μέρα να γυρίσει πίσω στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε. Διαφορετικά, αν δεν κατάφερνε να γυρίσει πριν τη δύση του ήλιου, θα έχανε την έκταση της γης θα έχανε και τα ρούβλια. Ο Παχώμιος δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησε για την άλλη μέρα.
Το ίδιο βράδυ δεν κοιμήθηκε παρά λίγες ώρες το πρωί. Και σε αυτό το διάστημα του ύπνου είδε ένα όνειρο...
Στην αρχή είδε τον αρχηγό της φυλής να γελάει αλλά πλησιάζοντας είδε ότι δεν ήταν ο αρχηγός αλλά ο γαιοκτήμονας που του είχε πει για τη φυλή, αλλά πλησιάζοντας πάλι είδε ότι δεν ήταν ο γαιοκτήμονας αλλά ένας παλιός γνωστός του και μετά πάλι πρόσεξε ότι δεν ήταν πάλι αυτός αλλά ήταν ο διάβολος με οπλές και κέρατα που γελούσε και μπροστά του ήταν ένας άντρας κατάκοιτος με παντελόνι και πουκάμισο και μέσα στο όνειρο του κοίταξε καλύτερα τον άνδρα αυτόν και είδε ότι ήταν νεκρός και ο άνδρας αυτός ήταν ο ίδιος ο εαυτός του.
Και σκέφτηκε τι να σημαίνει αυτό το όνειρο.
Αλλά ξημέρωσε και με τους Μπασκίρ και τον αρχηγό τους ανέβηκαν σε ένα λόφο στη μέση της στέπας για να ξεκινήσουν. Ο αρχηγός του είπε. “Δες τη γή, όλη αυτή είναι δική μας και μπορείς να έχεις όποιο κομμάτι θέλεις.” Το μάτι του Παχώμιου γυάλισε κοιτάζοντας τη στέπα που φάνταζε γύρω του τεράστια και γόνιμη. Σε ένα στρογγυλό καπέλο βάλανε μέσα τα ρούβλια.
”Αυτό θα είναι το σημάδι , είπε ο αρχηγός, από εδώ θα ξεκινήσεις και εδώ θα επιστρέψει. Όλη η γη που θα γυρίσεις θα είναι δική σου.”
Ο Παχώμιος πήρε μαζί του νερό ψωμί και ένα φτυάρι για να κάνει σημάδια στο χώμα, και αμέσως μόλις βγήκε ο ήλιος ξεκίνησε κατά την ανατολή με σκοπό να κάνει ένα μεγάλο τετράγωνο και να γυρίσει στο ίδιο σημείο. Η μέρα ήταν μεγάλη σε διάρκεια
Το πρωί έκανε δροσιά και ήταν ξεκούραστος. Ξεκίνησε χωρίς να βιάζεται. Ανά τακτά διαστήματα έσκαβε με το φτυάρι κάνοντας σημάδια για να χαράξει την περιοχή που αγόρασε. Περπάτησε 3 μίλια και έκανε στροφή αριστερά. Πίσω του ίσα που φαινόταν ο λόφος με τους άλλους. Ο ήλιος σιγά σιγά ανέβαινε ψηλά και η ζέστη άρχισε να γίνεται μεγάλη . Θα έκανε άλλα 3 μίλια και θα έστριβε αριστερά. Τον έπιασε όμως το μεσημέρι λίγο πριν στρίψει αριστερά για δεύτερη φορά. Εκεί κάθισε να φάει και να πιει και να ξεκουραστεί λίγο και ενώ ήθελε να κοιμηθεί δεν κοιμήθηκε μήπως δεν προλάβει να επιστρέψει. Αλλά εκεί πρόσεξε μπροστά του μια περιοχή που θα μπορούσε να φυτέψει λινάρι και να τη χρησιμοποιήσει. Το φαγητό τον είχε τονώσει αρκετά. Συνέχισε τότε την ίδια πορεία χωρίς να στρίψει και σημάδεψε κι αυτή την έκταση. Τώρα όμως στο βάθος ίσα που φαινόταν ο λόφος. Στρίβει αριστερά για να πιάσει την τρίτη πλευρά τους τετραγώνου. Τότε βλέπει ότι ο ήλιος ήταν σε κάθοδο. Αφού περπάτησε 2 μίλια αποφάσισε να προχωρήσει ευθεία προς τον λόφο γιατί απείχε 10 μίλια από αυτόν και κατάλαβε ότι ίσως δεν θα προλάβαινε.
Τα πόδια του όμως τώρα είχαν βαρύνει και η κούραση και η ζέστη ήταν μεγάλη. Άρχισε να τρέχει. Πέταξε ότι είχε πάνω του εκτός από το φτυάρι. Άρχισε να αμφιβάλει αν θα τα καταφέρει. Ο ήλιος πλησίαζε πολύ τον ορίζοντα.
“Τι θα κάνω σκέφτηκε. Άρπαξα μεγάλη έκταση και δεν θα μπορέσω να γυρίσω πριν τη δύση του ήλιου”. Και ο φόβος του έκοβε περισσότερο την ανάσα και ο ιδρώτας κόλλησε πάνω του το παντελόνι και το πουκάμισο. Η αναπνοή του ήταν σαν το φυσερό του σιδερά και η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί. Τον κατέλαβε τρόμος και νόμιζε ότι θα πεθάνει από την ένταση.
Άρχισε να σκέφτεται, “μετά από τόσο μεγάλο δρόμο που έκανα θα με πούνε βλάκα αν σταματήσω τώρα”. Και ξεκίνησε να τρέχει περισσότερο. Άκουσε γέλια από τους Μπασκίρ και έτρεξε ακόμη περισσότερο
Ο ήλιος πλησίαζε στον ορίζοντα και ήταν έτοιμος να δύσει. Αλλά και αυτός ήταν αρκετά κοντά στον στόχο του. Μπορούσε να δει τους ανθρώπους στο λόφο να του κουνάνε τα χέρια τους για να βιαστεί. Μπορούσε ακόμα να δει και το καπέλο με τα χρήματα και τον αρχηγό να κάθεται πίσω από αυτά. Και ο Παχώμιος θυμήθηκε το όνειρό του.
“Υπάρχει τεράστια έκταση , σκέφτηκε, αλλά θα με αφήσει ο Θεός να ζήσω σ' αυτή; Έχασα τη ζωή μου , έχασα τη ζωή μου, δεν θα μπορέσω να φτάσω εκεί!”
Ο Παχώμιος κοίταξε τον ήλιο που έφτασε στη γη και μια πλευρά του είχε ήδη εξαφανιστεί. Με όση δύναμη του απέμεινε κίνησε το κορμί του μπροστά για να μην πέσει. Μόλις όμως έφτασε κάτω από το λόφο έπεσε γκρι σκοτάδι. Κοίταξε πάνω και ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί. Φώναξε : “όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος”, και ήταν έτοιμος να σταματήσει αλλά αυτοί που ήταν επάνω στο λόφο τον φώναζαν και κατάλαβε ότι χαμηλά φαινόταν ότι ο ήλιος έδυσε αλλά στον λόφο μπορούσαν ακόμη να τον δούνε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και έτρεξε προς τα πάνω. Ήταν ακόμη μέρα.
Έφτασε στην κορυφή και είδε το καπέλο. Πίσω του στεκόταν ο αρχηγός γελώντας και κρατώντας τα πλευρά του. Ξανά ο Παχώμιος θυμήθηκε το όνειρό του και αναστέναξε, μετά κατέρρευσαν τα πόδια του και πέφτοντας μπροστά έφτασε το καπέλο με τα χέρια του.
“Τι καλός φίλος”, αναφώνησε ο αρχηγός. “Απέκτησε πολλή γη”.
Ο υπηρέτης του Παχώμιου ήρθε τρέχοντας και προσπάθησε να τον σηκώσει, μα είδε ότι αίμα έτρεχε από το στόμα του. Ο Παχώμιος ήταν νεκρός.
Οι Μπασκίρ χτύπησαν τις γλώσσες τους για να δείξουν τη λύπη τους.
Ο υπηρέτης του σήκωσε το φτυάρι και έσκαψε ένα τάφο αρκετά μεγάλο για τον Παχώμιο και τον έθαψε μέσα. Δύο μέτρα γη, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ήταν όσο του χρειαζόταν.
Λέων Τολστόι
Ο Παχώμιος ήταν ένας Ρώσος γαιοκτήμονας που αποφάσισε να μεγαλώσει την περιουσία του αγοράζοντας γη. Τυχαία άκουσε από έναν άλλο γαιοκτήμονα ότι οι Μπασκίρ, μια νομαδική φυλή της στέπας πούλησαν στον ίδιο για 1000 ρούβλια μεγάλη έκταση. Ήταν πολύ καλή αγορά. Στην συνέχεια ο ίδιος γαιοκτήμονας τον συμβούλεψε αγοράσει κι αυτός από εκεί γη φροντίζοντας όμως πρώτα κατά την επίσκεψη του να τους προσφέρει δώρα.
Ο Παχώμιος μετά από ένα επταήμερο ταξίδι έφτασε στην περιοχή της φυλής των Μπασκίρ , και δέχτηκε την φιλοξενία απο αυτόν τον λαό της στέπας. Συναντήθηκε με τον αρχηγό και αφού πρόσφερε τα δώρα τους ζήτησε να αγοράσει γη. Αυτοί δέχτηκαν με ευχαρίστηση να του πουλήσουν γη αλλά μόνο με τους δικούς τους όρους . Δεν θα του πουλούσαν τη γη τους με το στρέμμα αλλά με την ημέρα. Θα την αγόραζε από αυτούς για 1000 ρούβλια και θα γινόταν δική του τόση έκταση γής όση θα χάραζε ο ίδιος περπατώντας και αφήνοντας πάνω της σημάδια, σε χρονικό διάστημα μιας ημέρας. Θα έπρεπε όμως την ίδια μέρα να γυρίσει πίσω στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε. Διαφορετικά, αν δεν κατάφερνε να γυρίσει πριν τη δύση του ήλιου, θα έχανε την έκταση της γης θα έχανε και τα ρούβλια. Ο Παχώμιος δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησε για την άλλη μέρα.
Το ίδιο βράδυ δεν κοιμήθηκε παρά λίγες ώρες το πρωί. Και σε αυτό το διάστημα του ύπνου είδε ένα όνειρο...
Στην αρχή είδε τον αρχηγό της φυλής να γελάει αλλά πλησιάζοντας είδε ότι δεν ήταν ο αρχηγός αλλά ο γαιοκτήμονας που του είχε πει για τη φυλή, αλλά πλησιάζοντας πάλι είδε ότι δεν ήταν ο γαιοκτήμονας αλλά ένας παλιός γνωστός του και μετά πάλι πρόσεξε ότι δεν ήταν πάλι αυτός αλλά ήταν ο διάβολος με οπλές και κέρατα που γελούσε και μπροστά του ήταν ένας άντρας κατάκοιτος με παντελόνι και πουκάμισο και μέσα στο όνειρο του κοίταξε καλύτερα τον άνδρα αυτόν και είδε ότι ήταν νεκρός και ο άνδρας αυτός ήταν ο ίδιος ο εαυτός του.
Και σκέφτηκε τι να σημαίνει αυτό το όνειρο.
Αλλά ξημέρωσε και με τους Μπασκίρ και τον αρχηγό τους ανέβηκαν σε ένα λόφο στη μέση της στέπας για να ξεκινήσουν. Ο αρχηγός του είπε. “Δες τη γή, όλη αυτή είναι δική μας και μπορείς να έχεις όποιο κομμάτι θέλεις.” Το μάτι του Παχώμιου γυάλισε κοιτάζοντας τη στέπα που φάνταζε γύρω του τεράστια και γόνιμη. Σε ένα στρογγυλό καπέλο βάλανε μέσα τα ρούβλια.
”Αυτό θα είναι το σημάδι , είπε ο αρχηγός, από εδώ θα ξεκινήσεις και εδώ θα επιστρέψει. Όλη η γη που θα γυρίσεις θα είναι δική σου.”
Ο Παχώμιος πήρε μαζί του νερό ψωμί και ένα φτυάρι για να κάνει σημάδια στο χώμα, και αμέσως μόλις βγήκε ο ήλιος ξεκίνησε κατά την ανατολή με σκοπό να κάνει ένα μεγάλο τετράγωνο και να γυρίσει στο ίδιο σημείο. Η μέρα ήταν μεγάλη σε διάρκεια
Το πρωί έκανε δροσιά και ήταν ξεκούραστος. Ξεκίνησε χωρίς να βιάζεται. Ανά τακτά διαστήματα έσκαβε με το φτυάρι κάνοντας σημάδια για να χαράξει την περιοχή που αγόρασε. Περπάτησε 3 μίλια και έκανε στροφή αριστερά. Πίσω του ίσα που φαινόταν ο λόφος με τους άλλους. Ο ήλιος σιγά σιγά ανέβαινε ψηλά και η ζέστη άρχισε να γίνεται μεγάλη . Θα έκανε άλλα 3 μίλια και θα έστριβε αριστερά. Τον έπιασε όμως το μεσημέρι λίγο πριν στρίψει αριστερά για δεύτερη φορά. Εκεί κάθισε να φάει και να πιει και να ξεκουραστεί λίγο και ενώ ήθελε να κοιμηθεί δεν κοιμήθηκε μήπως δεν προλάβει να επιστρέψει. Αλλά εκεί πρόσεξε μπροστά του μια περιοχή που θα μπορούσε να φυτέψει λινάρι και να τη χρησιμοποιήσει. Το φαγητό τον είχε τονώσει αρκετά. Συνέχισε τότε την ίδια πορεία χωρίς να στρίψει και σημάδεψε κι αυτή την έκταση. Τώρα όμως στο βάθος ίσα που φαινόταν ο λόφος. Στρίβει αριστερά για να πιάσει την τρίτη πλευρά τους τετραγώνου. Τότε βλέπει ότι ο ήλιος ήταν σε κάθοδο. Αφού περπάτησε 2 μίλια αποφάσισε να προχωρήσει ευθεία προς τον λόφο γιατί απείχε 10 μίλια από αυτόν και κατάλαβε ότι ίσως δεν θα προλάβαινε.
Τα πόδια του όμως τώρα είχαν βαρύνει και η κούραση και η ζέστη ήταν μεγάλη. Άρχισε να τρέχει. Πέταξε ότι είχε πάνω του εκτός από το φτυάρι. Άρχισε να αμφιβάλει αν θα τα καταφέρει. Ο ήλιος πλησίαζε πολύ τον ορίζοντα.
“Τι θα κάνω σκέφτηκε. Άρπαξα μεγάλη έκταση και δεν θα μπορέσω να γυρίσω πριν τη δύση του ήλιου”. Και ο φόβος του έκοβε περισσότερο την ανάσα και ο ιδρώτας κόλλησε πάνω του το παντελόνι και το πουκάμισο. Η αναπνοή του ήταν σαν το φυσερό του σιδερά και η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί. Τον κατέλαβε τρόμος και νόμιζε ότι θα πεθάνει από την ένταση.
Άρχισε να σκέφτεται, “μετά από τόσο μεγάλο δρόμο που έκανα θα με πούνε βλάκα αν σταματήσω τώρα”. Και ξεκίνησε να τρέχει περισσότερο. Άκουσε γέλια από τους Μπασκίρ και έτρεξε ακόμη περισσότερο
Ο ήλιος πλησίαζε στον ορίζοντα και ήταν έτοιμος να δύσει. Αλλά και αυτός ήταν αρκετά κοντά στον στόχο του. Μπορούσε να δει τους ανθρώπους στο λόφο να του κουνάνε τα χέρια τους για να βιαστεί. Μπορούσε ακόμα να δει και το καπέλο με τα χρήματα και τον αρχηγό να κάθεται πίσω από αυτά. Και ο Παχώμιος θυμήθηκε το όνειρό του.
“Υπάρχει τεράστια έκταση , σκέφτηκε, αλλά θα με αφήσει ο Θεός να ζήσω σ' αυτή; Έχασα τη ζωή μου , έχασα τη ζωή μου, δεν θα μπορέσω να φτάσω εκεί!”
Ο Παχώμιος κοίταξε τον ήλιο που έφτασε στη γη και μια πλευρά του είχε ήδη εξαφανιστεί. Με όση δύναμη του απέμεινε κίνησε το κορμί του μπροστά για να μην πέσει. Μόλις όμως έφτασε κάτω από το λόφο έπεσε γκρι σκοτάδι. Κοίταξε πάνω και ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί. Φώναξε : “όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος”, και ήταν έτοιμος να σταματήσει αλλά αυτοί που ήταν επάνω στο λόφο τον φώναζαν και κατάλαβε ότι χαμηλά φαινόταν ότι ο ήλιος έδυσε αλλά στον λόφο μπορούσαν ακόμη να τον δούνε. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και έτρεξε προς τα πάνω. Ήταν ακόμη μέρα.
Έφτασε στην κορυφή και είδε το καπέλο. Πίσω του στεκόταν ο αρχηγός γελώντας και κρατώντας τα πλευρά του. Ξανά ο Παχώμιος θυμήθηκε το όνειρό του και αναστέναξε, μετά κατέρρευσαν τα πόδια του και πέφτοντας μπροστά έφτασε το καπέλο με τα χέρια του.
“Τι καλός φίλος”, αναφώνησε ο αρχηγός. “Απέκτησε πολλή γη”.
Ο υπηρέτης του Παχώμιου ήρθε τρέχοντας και προσπάθησε να τον σηκώσει, μα είδε ότι αίμα έτρεχε από το στόμα του. Ο Παχώμιος ήταν νεκρός.
Οι Μπασκίρ χτύπησαν τις γλώσσες τους για να δείξουν τη λύπη τους.
Ο υπηρέτης του σήκωσε το φτυάρι και έσκαψε ένα τάφο αρκετά μεγάλο για τον Παχώμιο και τον έθαψε μέσα. Δύο μέτρα γη, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ήταν όσο του χρειαζόταν.
Λέων Τολστόι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου