Portes 6Σεβασμιότατε, σεβαστοί πατέρες, κ. εκπρόσωπε της κυβέρνησης, κ Δήμαρχε, κ Περιφερειάρχη, κ αντιπεριφερειάρχη, κκ εκπρόσωποι πολιτικών, στρατιωτικών και πολιτιστικών φορέων , κυρίες κύριοι και αγαπητοί μαθητές των σχολείων μας.   
    Η Ελλάδα, αν και μικρή χώρα, έχει παράδοση, μία γροθιά
ανθρώπων, να προσπαθεί, σε κάθε κάλεσμα της μοίρας, να
υπερασπιστεί την ελευθερία της. Ένα τέτοιο κάλεσμα έγινε και τον
Οκτώβριο του 1912 στο Σαραντάπορο, όπου το νικηφόρο αποτέλεσμα
της μάχης, έδειξε ότι με τον κατάλληλο χειρισμό και έχοντας ισχυρά
ψυχικά αποθέματα, η δύναμη των όπλων, μπορεί να καταλυθεί από την ανθρώπινη αποφασιστικότητα.
Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και η Μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του ελληνικού στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Ας δούμε όμως συνοπτικά την εξέλιξη αυτής της τόσο σημαντικής για την Ελλάδα αλλά και για την περιοχή μας ειδικότερα, μάχη.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική μεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκαταστημένα στην Ελασσόνα και Δεσκάτη τμήματα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, υπό το Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η αμυντική γραμμή των στενών του Σαρανταπόρου ήταν φυσικώς οχυρή. Επιπλέον είχε γίνει υποδειγματική αμυντική οργάνωση του τουρκικού στρατού απο τους Γερμανούς. Το σχέδιο της Τουρκικής Διοίκησης προέβλεπε σταθερή άμυνα με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών της, με σκοπό την απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και Δεσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια. Για την υπεράσπιση των στενών οι Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 τάγματα πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 λόχους πολυβόλων και 2 ίλες ιππικού. Ένα ακόμη τάγμα τουρκικού πεζικού βρισκόταν στο Λιβάδι.
Το σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του εγκατεστημένου στο Χάνι Χατζηγώγου τότε Διαδόχου και Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού. Η επίθεση αυτή θα συνδυαζόταν και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό, από την περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.
Το πρωϊ της 9ης Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός εξόρμησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου. Οι ελληνικές δυνάμεις, όλη την ημέρα της 9ης Οκτωβρίου, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο έναν ισχυρά οργανωμένο αντίπαλο, αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την απειλητική γι’ αυτούς υπερκερωτική ενέργεια και, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι και τη βροχή, υποχώρησαν από την αμυντική γραμμή Σαρανταπόρου-Λαζαράδες και άρχισαν να συμπτύσσονται εσπευσμένα προς τα Σέρβια. Την επόμενη ημέρα, 10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, άφθονο πολεμικό υλικό των Τούρκων και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών. Η 4η Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και με την Ημιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα.
Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης στα στενά του Σαρανταπόρου ολόκληρο το πυροβολικό τους που έπεσε στα χέρια των Ελλήνων.

Την ατμόσφαιρα της μάχης μας διασώζει ο δημοσιογράφος Γιώργος Βεντήρης, που βρισκόταν στο Σαραντάπορο: «Στις 6 το βράδυ το πυρ δεν είχε παύσει. Κατά τις 7, το Σαραντάπορο φαινόταν σαν φλεγόμενο φρούριο. Ψηλά άστραφταν τα κανόνια. Άγρια θύελλα ξέσπασε τότε. Η κοιλάδα του αιματηρού αγώνα βυθίστηκε σε φρίκη, χειρότερη από εκείνην της μάχης. Η νύκτα ήλθε σαν όνειρο τρόμου μετά τον εφιάλτη της ημέρας. Πληγωμένοι σύρονταν στο  λασπωμένο χώμα. Κανείς δεν συμπαραστέκονταν την αγωνία των νεκρών. Οι νοσοκόμοι έτρεχαν σαν φαντάσματα. ‘Όταν δεν έπεφτε αστροπελέκι, ακούγονταν στεναγμοί Και η βροχή μαστίγωνε επίμονα, αλύπητα, τα πτώματα, τους ανθρώ­πους, τα άλογα, τα δένδρα…».

Παρόλα αυτά η μεγάλη νίκη των Ελλήνων ήταν γεγονός το ίδιο και η απελευθέρωση των Σερβίων.
«Το απόγευµα της Τετάρτης 10 Οκτωβρίου, γράφει ο Μηνάς Μαλούτας, έπαυσε το κροτάλισµα των πολυβόλων … και επρόβαλον εις τα κράσπεδα των Σερβίων, οι πρώτοι άγγελοι της νίκης, γενναίοι φαντάροι του 8ου πεζικού συντάγµατος της 4ης Μεραρχίας, οι οποίοι έγιναν δεκτοί εν µέσω αλλόφρονος χαράς, θαλάσσης ελληνικών σηµαιών µε δακρύβρεχτα µάτια και µε το «Χριστός Ανέστη» στα στόµατα, και επακολούθησε ο πανζουρλισµός των εξαφθέντων από την µέθην του εθνικού παραληρήµατος  ελευθερωθέντων και ελευθερωτών» Όλοι οι Σερβιώτες, άνδρες, γυναίκες, γέροντες, γριές, κορίτσια και παιδιά υποδέχονταν τους πρώτους ελευθερωτάς των, ηρωϊκούς άνδρας του 8ου Πεζικού Συντάγµατος…»
«Αι γυναίκες των Σερβίων, γράφει ο Στράτος Κτεναβέας στην Ιστορία του, δειλά-δειλά επρόβαλαν από τα µικρά παραθυράκια δια να χαιρετίσουν τον ελευθερωτήν στρατόν… Οι γρηές µε τα δάκρυα στα µάτια και µε νερό και ψωµί στα χέρια, έβγαιναν στις πόρτες των να φιλοδωρήσουν τους στρατιώτες.»
Και ο άλλος αυτόπτης µάρτυρας, ο Σερβιώτης Νικόλαος Κοεµτζόπουλος, λέει για την ηµέρα εκείνη: «Οι γυναίκες όλη νύχτα στο σπίτι µας βάλθηκαν να ράβουν σηµαίες ελληνικές, και µία,  οκτώ µέτρα µήκος,  από µάλλινα υφάσµατα άσπρα και γαλάζια,… ολόκληρα τόπια που είχαµε µεταφέρει στο σπίτι από το κατάστηµα του πατέρα µας στις πρώτες µέρες του πολέµου…» Το απόγευµα έφθασε ο ελληνικός στρατός και η µεγάλη σηµαία υψώθηκε στο ∆ιοικητήριο. Η ίδια σηµαία µεταφέρθηκε από το Γενικό Επιτελείο και ανυψώθηκε στο Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης την 26η Οκτωβρίου 1912, όπως µαρτυρεί ο ίδιος
Ο ποιητής Σπύρος Ματσούκας φεύγοντας από το σπίτι του Κοεµτζόπουλου έβγαλε το µολύβι του και έγραψε στον δεξιό καθώς έβγαινε τοίχο µερικούς στίχους στιγµιαίας εµπνεύσεως:
«Φεύγουν, φεύγουνε οι Τούρκοι, όπως φεύγουν τα κοράκια.
Ξυπνήστε από τα µνήµατα, αδικοσκοτωµένοι,
Να ιδήτε την πατρίδα µας ελευθερωµένη.
Ξυπνήστε από τα µνήµατα Ραγιάδες, σεις Ραγιάδες,
Ξυπνήστε κι ήρθε η Πασχαλιά χάθηκαν οι Αγάδες…»

    Τη νύκτα όµως της 9ης προς την 10ην Οκτωβρίου 1912 συνέβη και ένα δραµατικό γεγονός στα Σέρβια, που σκίασε τη µεγάλη χαρά της απελευθέρωσης..
Από την ηµέρα της έκρηξης του πολέµου οι Τούρκοι συνέλαβαν και έκλεισαν στη φυλακή από τα Σέρβια και τα γύρω χωριά οµήρους, ιερείς, δασκάλους και προύχοντες για να προλάβουν, όπως έλεγαν, τυχόν εξέγερση των ντόπιων Ελλήνων. Όταν στις 9 Οκτωβρίου έµαθαν ότι είχε «σπάσει» η αντίσταση του τούρκικου στρατού στο Σαραντάπορο άνοιξαν τις φυλακές, ελευθέρωσαν πρώτα τους Τούρκους κατάδικους, τους έδωσαν τουφέκια και έπειτα έβγαλαν και τους Έλληνες «οµήρους». Τότε έγινε το µεγάλο «µακελειό». Πολύ λίγοι από τους οµήρους γλύτωσαν. Εκείνη τη νύχτα τους σκότωσαν όλους είτε σουβλίζοντάς τους µε τα ξίφη ή σκοτώνοντάς τους µε πυροβόλα όπλα οµαδικώς.                             117 Εθνοµάρτυρες προστέθηκαν στους είκοσι αξιωµατικούς και εκατόν εξήντατέσσερις οπλίτες, που µε τη θυσία τους το διήµερο εκείνο άνοιξαν το δρόµο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. «Σωροί καταµατωµένων νεκρών, γράφει ο Μηνάς Μαλούτας, αποκαλύφθηκαν στα μάτια των πρώτων Σερβιωτών που βγήκαν από τα σπίτια τους µετά την είσοδο των ελληνικών στρατευµάτων. «Μεταξύ αυτών, αναφέρει, διακρίναµε και εµείς, γυµνό µε µία σφαίρα στο σώµα του, τον αείµνηστο δάσκαλό µας Κων/νον Κάρπον, τον οποίον πριν λίγες μέρες είχαν απαγάγει από το σχολείο µας

Η σημασία της νίκης των τιμημένων ελληνικών όπλων στο Σαραντάπορο ήταν καθοριστική όχι μόνο για την έκβαση του ίδιου του πολέμου αλλά και για το παρόν και μέλλον της Ελληνικής φυλής.
Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων οπλιτών και αξιωματικών,
ενώ ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ορθάνοιχτος, χωρίς άλλο σοβαρό φυσικό εμπόδιο.
Η ανώτατη ηγεσία του Γενικού Επιτελείου κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στρατιωτών.
Ο ελληνικός στρατός ξέπλυνε την ντροπή του επαίσχυντου 1897,
οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης άρχισαν να λογαριάζουν τον Ελληνικό στρατό ως σημαντικό παράγοντα στα Βαλκάνια,
ενώ όλο το Ελληνικό έθνος πίστεψε ξανά στις δυνάμεις του.
 Οι απώλειες των Τούρκων , παρά το ότι ήταν αμυνόμενοι και προστατεύονταν από τα οχυρά , ήταν επίσης τεράστιες γεγονός που συντέλεσε στην κατακόρυφη κάμψη του ηθικού τους στις επόμενες μάχες του πολέμου . Η σηµασία της νίκης του Σαρανταπόρου µπορεί καλύτερα να εκτιµηθεί αν αναστρέψοµε την εικόνα, γράφει ο Σπύρος Μαρκεζίνης στην Ιστορία του. «Ακόµη και αν οι Έλληνες νικούσαν µεν στο Σαραντάπορο αλλά απλώς καθυστερούσαν τον τουρκικό στρατό, πέρα από τις άλλες ηθικές συνέπειες, τονίζει, θα είχε αλωθεί η Θεσσαλονίκη από τους Βούλγαρους, µε απροσμέτρητες συνέπειες για όλο τον αγώνα.»

Κυρίες και κύριοι.  Οι αγωνιστές της μεγάλης μάχης του Σαρανταπόρου, πίσω τους είχαν την κόλαση της σκλαβιάς. Μπροστά τους την τάφρο της λευτεριάς, αλλά γεμάτη με αίμα και θυσίες. Δεν τους έμενε άλλο παρά να τη διαβούν.
Και τη διάβηκαν. Για αυτό τους τιμούμε και σήμερα, όπως και κάθε χρόνο και καλούμαστε να τους μιμηθούμε, χωρίς δισταγμό, αν η πατρίδα το ξαναπροστάξει.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παπαχαρίσης Γεώργιος
Θεολόγος Καθηγητής
του Γυμν. Σερβίων