Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013

Η μάχη του Φαρδύκαμπου - Το Ολοκαύτωμα των Σερβίων Ημέρες Δόξας - Ημέρες Οδύνης



Εκδήλωση στη Σιάτιστα
Το Σάββατο, 2 Μαρτίου, ο Δήμος Βοΐου  διοργάνωσε στη Σιάτιστα εκδήλωση με τη συμμετοχή της Σιάτιστας και των Σερβίων, τιμώντας τα δύο γεγονότα που έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους:  Τη μάχη και τη νίκη στο Φαρδύκαμπο και το ολοκαύτωμα των Σερβίων. Στην εκδήλωση συμμετείχε και η Χορωδία του Μ.Ο.Σ.
Ο Δήμαρχός μας πρότεινε αδελφοποίηση των δύο πόλεων, που αποδέχθηκε η Δήμαρχος Βοΐου.

Η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. παρουσίασε χρονικό του Ολοκαυτώματος με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων. Δημοσιεύουμε όλο το κείμενο :

«70 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη μεγαλύτερη καταστροφή, τον όλεθρο που δέχθηκε η πόλη μας. 6 Μαρτίου 1943, και για μία εβδομάδα τα Σέρβια τυλίγονταν στις φλόγες. Η όμορφη βυζαντινή μας πόλη καίγονταν… Στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν από τα γύρω βουνά τη φρίκη έφθαναν αποκαΐδια, χιλιόμετρα μακριά, και η μυρωδιά του καπνού τύλιγε όλη την ατμόσφαιρα. Ηλικιωμένοι και ανήμποροι να κινηθούν πλήρωσαν με τη ζωή τους την αδυναμία τους να απομακρυνθούν από την κόλαση.

5 Μαρτίου 1943 ξεκίνησε μια φάλαγγα Ιταλική από τη Λάρισα για να πάει στον Φαρδύκαμπο, όπου γινόταν μάχη για να ενισχύσει τους Ιταλούς.
Μαθαίνουμε, γράφει η Ξανθίππη Ζουλιάμη στο Ημερολόγιό της,  ότι οι αντάρτες θα κάψουν τη γέφυρα, για να εμποδίσουν τους Ιταλούς να περάσουν απέναντι. Ανησυχία τρομερή. Ξέρουμε τι μας περιμένει. Φωνάζουμε τον πρόεδρο της κοινότητας Αθανάσιο  Παχίνη να μάθουμε τι γίνεται. Δεν πρόφτασε να μας το πει και να, καταφθάνουν ειδήσεις ότι την έκαψαν. Η καρδιά μου σφίχτηκε, καταλαβαίνω ότι οι Γερμανοί δεν θα μας τη χαρίσουν…
Αποφασίσαμε να κάνουμε κρυψώνα στο σπίτι μας εν αγνοία όλων… Τη γεμίσαμε με σιτάρι και άλλα, τα κυριότερα πράγματα του σπιτιού. Πρώτα σκέφτηκα τα τρόφιμα. Το κλείσαμε από πάνω με πλάκες και χώμα.

Ζαρογιάννης video
Στις 5-3-1943 ξεκίνησε μια φάλαγγα Ιταλική από την Λάρισα για να πάει στον Φαρδύκαμπο όπου γινόταν μάχη με άλλους Ιταλούς. Όταν η φάλαγγα έφτασε στις Πόρτες τους περίμεναν δεκαρχίες του ΕΛΑΣ και άρχισε μάχη,. Εντωμεταξύ για να προλάβει να φύγει ο κόσμος από τα Σέρβια άρχισαν να χτυπούνε οι καμπάνες και ο κόσμος παίρνοντας ό,τι μπορούσε, κουβέρτες, ρούχα, άρχισε να φεύγει.
Οι Ιταλοί εμποδίστηκαν μέχρι το βράδυ και έτσι μπήκαν στα Σέρβια την άλλη μέρα, στις 6 Μαρτίου. Όταν έφτασαν στου Βασιλείου το αμπέλι, άλλη δεκαρχία αντάρτες τους πυροβολούσαν και από τους Αγίους Θεοδώρους. Έτσι τους καθυστέρησαν κάπως κι εκεί. και όταν μπήκαν στα Σέρβια και άρχισαν να καίνε, ο κόσμος είχε φύγει.
Δε θα ξεχάσω την εικόνα αυτή που χτυπούσαν οι καμπάνες. Εκείνη την στιγμή ήμουνα στο μύλο του πατέρα μου που βρισκότανε πιο πέρα από το πρώτο δημοτικό σχολείο και αντίκρισα τον κόσμο κατατρομαγμένο να φεύγει από τον δρόμο Αγίου Δημητρίου προς τον Άγιο Παντελεήμονα και Καστανιά. Φεύγοντας από τον μύλο συνάντησα τους δικούς μου στον νερόμυλο του Θωμά Τολίκα και από εκεί την επομένη ανεβήκαμε στα μαντριά του Ντραγκόλα, όπου μας έπιασε και λίγο χιόνι και έτσι μείναμε για λίγες μέρες.

Θ. Ματάνας Video
Την Παρασκευή 5 Μαρτίου μάθαμε ότι  Ιταλικός στρατός ερχόταν να πάει στη Σιάτιστα να βοηθήσει ένα τάγμα το οποίο ήταν περικυκλωμένο από τους αντάρτες και μαχόταν. Έμαθαν οι δικοί μας από εδώ, ειδοποιήθηκαν και τους καθυστέρησαν στις Πόρτες το βράδυ της Παρασκευής, όλη τη νύχτα έμειναν εκεί. Στο διάστημα αυτό, μάθαμε εκ των υστέρων, αιχμαλωτίσθηκε  το ιταλικό τάγμα περίπου 700 άντρες με όλο τον οπλισμό του.  Το πρωί του Σαββάτου δεν υπήρχε πλέον μεγάλη αντίσταση, ήταν πολλοί αυτοί, ξεκίνησαν και μπήκαν στα Σέρβια περίπου έντεκα η ώρα.

Μπαίνοντας οι Ιταλοί στα Σέρβια, στην αρχή της πόλης, συνεχίζει ο Θεόδωρος Ματάνας,  άρχισαν να καίνε. Πρώτα έκαψαν ένα καφενείο, ένα διώροφο κτίριο και στη συνέχεια το κτίριο του δενδροκομικού σταθμού. Ο κόσμος  είχε φύγει όλος. Εγώ, λέει,  έμεινα τελευταίος με τον Νίκο τον Ηλιόπουλο.
Η αδελφή του Νίκου Ηλιόπουλου, που ήταν ο τηλεφωνητής τότε στα Σέρβια η κ.  Αλίκη Ηλιοπούλου-Γιδοπούλου, που βρέθηκε εκείνες τις μέρες από την Αθήνα στα Σέρβια με την οικογένειά της για να γνωρίσουν τη νύφη τους, αρραβωνιαστικιά του αδελφού της, αφηγείται:
Video Αλίκη Ηλιοπούλου
«Είμαι, ναι, η μικρούλα  αδελφή του Νίκου Ηλιόπουλου που τότε ήταν διευθυντής του Ταχυδρομείου Σερβίων. Για μένα που ήμουν ίσως από τα μικρότερα θύματα, σε ηλικία τρυφερή, το μυαλό του ανθρώπου είναι σαν ένα άγραφο χαρτί. Αυτή η στιγμή που πήραμε το μήνυμα να αδειάσουμε την όμορφη αυτή πόλη μ’ αυτούς τους φιλόξενους και μοναδικούς ανθρώπους, τους Σερβιώτες, που πάντοτε αγαπώ, θυμάμαι και σέβομαι, έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου.  Εκεί μέναμε εκείνη τη δύσκολη μέρα όταν ο αδελφός μου έστειλε επειγόντως από το ταχυδρομείο ένα παιδάκι να μας πει Φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε, μπαίνουν οι Ιταλοί. Χαλάσανε, γκρεμίσανε –δεν μπορώ να θυμηθώ-  τη γέφυρα στη Νεράιδα, μπαίνουν και καίνε τα Σέρβια. Ειδοποιείστε όσους μπορείτε και φύγετε όσο νωρίτερα μπορείτε. Έτσι λοιπόν η οικογένειά μου και γω βρεθήκαμε πυροπαθείς πρόσφυγες.
Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας τότε ήταν ο τηλέγραφος με τα Μορς. Ο αδελφός μου έμεινε ο τελευταίος «έχω υποχρέωση να ειδοποιήσω και το τελευταίο χωριό.» Εμείς πήραμε τα βουνά. Τα θυμάμαι γιατί ένα μικρό παιδί καταγράφει στο μυαλό του. Βρεθήκαμε ν’ ανεβαίνουμε το βουνό. Ο πατέρας μου είχε πάρει και είχε κάνει ρολό μία βελεντζούλα κόκκινη. Και την είχε βάλει στην πλάτη του, μήπως κάπου σκεπάσουν το παιδί. Θυμάμαι ένα κύμα ανθρώπων άτακτα να φεύγει στο βουνό για να φτάσουμε στο Μοσχοχώρι. Πάνω στο βουνό όμως η κόκκινη βελέντζα έγινε στόχος των Γερμανών και βλέπω μια ομάδα ανδρών να παίρνει τον πατέρα μου βίαια και να τον ξαπλώνει με την πλάτη σε κάποιο φυτό. «Κόκκινο βρήκες να πάρεις, να γίνεις στόχος…» Συνεχίσαμε. Φτάσαμε στη ρεματιά και οι δυο πλαγιές καταχιονισμένες και το κρύο δόξα τω Θεώ. Μας βάλανε γυναικόπαιδα μέσα στο μύλο Όχι μόνο τους Σερβιώτες, ήταν θυμάμαι και μια οικογένεια με πολλά γυφτόπουλα, όλα παγωμένα. Μας ταΐσαν εκείνο το μοναδικό κατσιαμάκι που μέχρι σήμερα αισθάνομαι τη μοναδική του γεύση. Ήταν για μας το μάννα.

video Γιάννη Παπαδόπουλου:
Αρχές Μαρτίου του 1943 οργανώθηκαν τα πρώτα αντάρτικα. Τότε γινόταν μία μάχη στο Φαρδύκαμπο Σιατίστης μεταξύ Ελασιτών και Ιταλών. Ξεκίνησε μία δύναμη Ιταλών να πάει στο Φαρδύκαμπο. Δόθηκε εντολή όσοι έχουν όπλα να βγουν στα Κασιάνια να τους εμποδίσουν Βγήκαν οι δικοί μας με όπλα και γεωργικά εργαλεία με τον ενθουσιασμό ότι θα σκοτώσουν τους Ιταλούς να πάρουν όπλα. Όταν όμως έφθασαν εκεί, οι Ρουμανόβλαχοι που ήταν συνεργάτες των Ιταλών, τους φώναξαν στα ελληνικά και δημιούργησαν σύγχυση. Άρχισαν να τους θερίζουν οι Ιταλοί, και έφυγαν.
Οι Ιταλοί μη έχοντας αντίσταση, ξεκίνησαν προς τα Σέρβια. Εγώ ήμουν στο ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και παρακολουθούσα την κατάσταση. Οι Ιταλοί μπήκαν στα Σέρβια με προορισμό να πάνε στη Σιάτιστα. Φθάνοντας στη γέφυρα που την είχαν κάψει οι αντάρτες, γύρισαν πίσω και άρχισαν να καίνε τα σπίτια. Ούτε εκκλησιές δε σεβάστηκαν. Έκαψαν την Αγία Κυριακή η οποία είχε ένα τέμπλο από τα λίγα στην Ελλάδα και επί μία εβδομάδα καίγαν και ρημάζαν, η δε μυρωδιά από τα καμένα ερχόταν ως την Καστανιά.

Άλκηστη Παπαναστασίου  Οι μνήμες μου, μετά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει, είναι ακόμη νωπές. Στο μυαλό μου οι τραγικές εκείνες ημέρες έρχονται και ξανάρχονται σαν να ήταν μόλις χθες που συνέβησαν αυτά τα τραγικά γεγονότα.
Η οικογένειά μας μαζί με άλλους συγγενείς ξεκινήσαμε για την Καστανιά. Σ' ένα άλογο φορτώσαμε κάποιες αποσκευές με είδη πρώτης ανάγκης  και ξεκινήσαμε μέσα στα χιόνια. Δε μείναμε όμως στην Καστανιά γιατί εκεί έπεφταν όλμοι από τους Ιταλούς και ήταν επικίνδυνα και γι' αυτό βγήκαμε στο δάσος. Κόσμος πολύς, μέσα στο κρύο και την παγωνιά του παγωμένου Μάρτη. Το χιόνι έπεφτε όλη τη νύχτα πυκνό. Όταν το πρωί ξημέρωσε, ήμασταν όλοι σκεπασμένοι από το χιόνι. Την άλλη μέρα στήσαμε μια καλύβα από ξύλα και στριμωχθήκαμε ο ένας κοντά στον άλλο για να ζεσταθούμε. Εκεί μείναμε δυο μέρες και μετά πήγαμε στο Ματσκοχώρι όπου βολευτήκαμε σε ένα δωμάτιο πάνω από το στάβλο, όπου βάλαμε και το άλογο.
Όμως οι ψείρες που αφθονούσαν εκεί έκαναν τη ζωή μας ακόμη πιο δύσκολη.

Video  Κοεμτζόπουλος Ημέρα Σάββατο 6 Μαρτίου 1943: δόθηκε το σύνθημα εκκένωσης της Πόλης. Η γιαγιά μας Ελένη Πούλιου από το Λιβάδι Ολύμπου πήρε την αδελφή μου την Εριφίλη και μένα. Στα χέρια μας κρατούσαμε η Εριφίλη το εικόνισμα της Παναγίας κι εγώ τον προστάτη μου Άγιο. Στυλιανό που σώζεται μέχρι σήμερα στην ΕΞΟΧΗ.
Ανώνυμη Σερβιώτισσα. Ανέβασμα στα βουνά, όσο το δυνατόν ψηλότερα, για να μην μας φτάσουν οι Γερμανοί. Το κρύο τσουχτερό και ανυπόφορο. Το πρώτο βράδυ οι πιο πολλοί μείναμε σε καλύβες στο Πλατανόρευμα, δίνει όμως εντολή το Ε.Α.Μ. «να φύγετε γιατί εδώ μας φτάνουν οι Γερμανοί». Οι πρόσφυγες των Σερβίων φύγαμε μέσα σε τρομερή κακοκαιρία. Χιόνιζε ασταμάτητα, δε βλέπαμε στα δύο μέτρα. Ο πατέρας μου φώναζε «πιαστείτε από το χέρι να μη χαθούμε». Η αδελφή μου, δώδεκα χρονών τότε, θυμάται ακόμη τα κρυσταλλάκια που είχε σχηματίσει το χιόνι στον ποδόγυρο της χοντρής μάλλινης φούστας της. Το περίεργο είναι ότι κανένα παιδί δεν έκλαιγε, περπατούσαμε στο δρόμο, που δεν ήταν δρόμος αλλά βράχια και πέτρες που πηδούσαμε για να ανέβουμε παραπάνω, αλλά κανένας δε διαμαρτυρόταν.

Video  Ε, Διαμαντοπούλου.
Ήταν το βράδυ της Παρασκευής, 5 Μαρτίου. Ο μπαμπάς μου έλειπε στην Κοζάνη. Εμείς τα παιδιά ήμασταν μαζεμένα όλα πάνω, τρώγαμε. Έβρεχε έξω. Ξαφνικά ακούσαμε ένα θόρυβο στην πόρτα. Ήταν ο παππούς ο Τσικαρδάνης. Όλα τα Σέρβια άδειασαν, είστε μόνο εσείς μέσα. Θα ρθουν οι Γερμανοί και θα σας σκοτώσουν. Είχαμε το άλογο από κάτω, μας πήραν όλα και μας πήγαν στου Τσικαρδάνη την αχερώνα. Κοιμηθήκαμε πάνω στα άχερα. Το πρωΐ βρεθήκαμε κάτω, γιατί γλιστρούσαν τα άχερα. Την άλλη μέρα πήγαμε σε μια άλλη αχερώνα και το βράδυ η ώρα δύο περνούσαν οι Γερμανοί απέξω. Όλοι είχαμε ξυπνήσει και τους βλέπαμε… Οι δικοί μας νόμιζαν ότι μας σκότωσαν όλους, γιατί όσους έβρισκαν στο δρόμο τους σκότωναν. Την άλλη μέρα πάλι με τα πόδια στο Παλαιογράτσανο. Δεν είχαμε ούτε πιάτο να φάμε…Βρασμένες πατάτες στο χέρι. Κι από κει με το κάρο στο Βελβεντό και από κει με το Κάρο στην Κοζάνη… Συνεχίστηκε η ζωή, μεγαλώσαμε, αλλά αυτές τις μνήμες δεν μπορεί κανείς να μας τις σβήσει από το μυαλό…»

Από το Πλατανόρευμα πήραμε τα παιδιά και πήγαμε πάνω στο Παλαιογράτσιανο, αφηγείται η Ολυμπία Αναγνώστου, και καθήσαμε σε ένα δωμάτιο 40 άτομα. Εκεί ούτε φαγητό, ούτε ψωμί, ούτε φωτιά, ούτε τίποτα. Περιμέναμε κι αγναντεύαμε εδώ που έκαιγαν. Ωχ και ο δικός μου ο μαχαλάς καίγεται, ωχ και παρακάτω!  Κάηκαν τα Σέρβια από θεμέλιο. Εδώ έκαψαν με κόσμο μέσα, κάηκαν πολλές γριές και γέροι που δεν μπόρεσαν να φύγουν.

 Όποιους βρήκαν αφηγείται ο κύριος  Πέτρος Λαζαρίδης,. τους σκότωσαν –τον μπαρμπα Γιώργο Λαζαρίδη, αδελφό του πατέρα μου, τον βρήκαν στο σπίτι. Ήταν άρρωστος από φυματίωση. Δεν μπορούσαν οι συγγενείς να τον πάρουν, δεν υπολόγιζαν κι όλας ότι θα γίνει η καταστροφή. Μάλιστα μερικοί πίστευαν πως αν ήταν κάποιος γέρος μέσα στο σπίτι, μπορεί να γλίτωνε και το σπίτι από τη φωτιά. Τον βρήκαν οι Ιταλοί μέσα, τον πήραν μέχρι τη στροφή, στου Ντώνα, και εκεί τον σκότωσαν.

Video:   Θυμάμαι πολύ καλά, συνεχίζει ο κ. Διονύσης Μπιλιάτης εμείς, 4-5 οικογένειες, ήμασταν στου Τσαμαντάν τις πέτρες, πιο δεξιά από τον Άγιο Θεόδωρο. Έγινε ως εξής εκείνη την ημέρα: Έγινε μια μάχη στο Σαραντάπορο Από ράχη σε ράχη ειδοποιήθηκε ο κόσμος, έρχεται φάλαγγα Ιταλοί. Ο τελευταίος ήταν πάνω από τον Άγ. Θεόδωρο . Τώρα έγινε ένα μεγάλο λάθος. Οι μυλωνάδες οι δικοί μας νομίσαν ότι φώναζε πιάσαμε τη φάλαγγα αιχμάλωτη και τη φέρνουμε στα Σέρβια. Αφού οι μυλωνάδες νόμισαν ότι πιάσαν τη φάλαγγα, βγήκαν να την υποδεχθούν. Πρώτος ο Κώστας ο Παρασκευάς  Τον έπιασαν, τον κρέμασαν σε ένα πλατάνι Από κάτω ερχόταν ο Λουκάς ο Ζυγούρης. Φτάνει στο μύλο τον δικό μας και λέει στον πατέρα μου «Νικόλα, πάμε να δεχτούμε τη φάλαγγα», «Τώρα, λέει ο πατέρας μου, τελειώνω το άλεσμα και έρχομαι.» Ο Λουκάς δεν κρατήθηκε, προχώρησε. Σε ένα καραγάτσι, του δίνουν μια ριπή οι Ιταλοί, τον σκοτώνουν. Ακούγοντας ο πατέρας μου βγαίνει, τον βλέπουν, ρίχνουν μια ριπή και στον πατέρα μου αλλά δεν τον πήραν οι σφαίρες. Γύρισε στο πίσω μέρος, αλλά τι να κάνει. Έπρεπε κάτι να κάνει. Το μέρος ήταν γυμνό Δεν υπήρχε τίποτε να τον καλύψει. Στο πίσω μέρος είχαμε την κοπριά από τα ζώα. Μπαίνει στην κοπριά. Σκεπάστηκε όλος, μόνο το πρόσωπο έξω. Ήταν και μία ζίγρα, μία βατσινιά, την πήρε και την έβαλε από πάνω σκεπάζοντας το κεφάλι. Οι Ιταλοί σε πέντε λεπτά ήρθαν. Ψάξανε δεξιά, αριστερά, δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο πατέρας μου μέσα από τα κλαδιά έβλεπε. Ντυμένοι ιταλικά, μιλούσαν ελληνικά. Φύγανε. Ο πατέρας από τις οσμές από την κοπριά ζαλίστηκε. Έμεινε ξερός. Σε λίγο έρχεται η μάνα μου, τα αδέλφια μου, φωνάζουν, ψάχνουν, πουθενά ο πατέρας μου. Κάποια στιγμή ο αδελφός μου ο Θανάσης  βλέπει τη ζίγρα. «Τι θέλει εδώ αυτή η ζίγρα»; Τη σηκώνει, βλέπει τον πατέρα μ’ από κάτω. Τον βγάζουν, τον χτυπούν, του ρίχνουν νερό, τον συνέφεραν.

Μάθαμε στη Λάβα, όπου είχαμε καταφύγει, καταθέτει άλλη Σερβιώτισσα, ότι καίγονται τα Σέρβια. Κάθε βράδυ βγαίναμε στο βουνό, στο Καραούλι, και βλέπαμε ποια σπίτια κάηκαν. Πρώτη, δεύτερη μέρα το σπίτι μας έστεκε όρθιο. Ύστερα έβαλαν φωτιά και στο δρόμο το δικό μας. Ώσπου κάηκαν όλα τα Σέρβια. Λεηλατούσαν πρώτα, έκαναν πλιάτσικο, φόρτωναν αυτοκίνητα και μετά τα έβαζαν φωτιά.
Μία άλλη Σερβιώτισσα γράφει στο Ημερολόγιό της
…Ύστερα από μέρες κατεβήκαμε. Πού να σταθείς;  Σιδερικά παραμορφωμένα από τη θερμοκρασία της φωτιάς εδώ. Γάτες και σκυλιά έτρεχαν στους έρημους δρόμους. Κάποια αγκωνάρια στάθηκαν όρθια στο χαλασμό, τα πουλιά πέταξαν, αφού κάηκαν οι φωλιές τους. Παράθυρα ορθάνοιχτα σαν μάτια απορημένου μικρού παιδιού. Τι να πρωτοθρηνήσει κανείς; Τον ίδρωτα μιας ζωής; Τα όνειρα τα χαμένα; Το βιος που έγινε στάχτη; Τις προίκες των κοριτσιών; Τους νεκρούς, που ανήμποροι να ακολουθήσουν τους άλλους, που τα ερείπια τα πυρακτωμένα έγιναν ο τάφος τους;.Τι;
Όμως υπήρχε και μεγαλύτερη συμφορά για τα Σέρβια. Λόγω της στρατηγικότητας της θέσης των, στα Σέρβια κηρύχθηκε στο εξής νεκρά ζώνη, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που αποτελούνταν από αστούς έφυγαν οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη και αφού κατά κάποιο τρόπο είχαν κάπως ταχτοποιηθεί στη διετία που μεσολάβησε, δεν επέστρεψαν. Άλλωστε δεν άντεχαν οι πολλοί να αντικρίσουν τα χαλάσματα και τη στάχτη. Έτσι τα Σέρβια έχασαν ένα μεγάλο μέρος από τον γνήσιο, τον γηγενή πληθυσμό τους, έχασαν και τους Σερβιώτες, με αποτέλεσμα να μην ξαναβρούν ποτέ το παλιό τους χρώμα, τα δικά τους χαρακτηριστικά.
Και το ακόμη χειρότερο ίσως, που δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε η θυσία τους από την Ελληνική Πολιτεία…
Γι’ αυτό και αισθανόμαστε ιδιαίτερη συγκίνηση σήμερα που ο Δήμος Βοΐου και ιδιαίτερα η Κοινότητα της Σιάτιστας αναγνωρίζοντας τη θυσία των Σερβίων και τη σημασία της στη σωτηρία της Σιάτιστας αποφάσισε να αποτίσει το σεβασμό και την τιμή στη μαρτυρική πόλη των Σερβίων.
Σας ευχαριστούμε.
Ευχόμαστε ποτέ πια καμιά γωνιά της Ελλάδος να μη ξαναζήσει παρόμοιες συμφορές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...