Δευτέρα, Δεκεμβρίου 13, 2010

Οράματα και θάματα

Το δεύτερο βιβλιο που έγραψε ο αγωνιστής το 1821 στρατηγός Μακρυγιάννης. Ενά βιβλιο που είναι γεματο  απο πίστη,  θαύματα και αγίους.
Μπορείτε να το διαβάσετε στη διεύθυνση

http://users.sch.gr/ioakenanid/maqryjanniunfamiliarwork.htm#%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82%201%CE%BF

Δημοσιεύουμε (αντιγράφουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα)


(Κ όταν αστένησα εγώ, τάχτηκα να πάγω εις την Μεγαλόχαρη, την Βαγγελίστρα. Όταν ήμουν σε κίντυνο, ταζόμουν – όταν γιατρεύτηκα, τ’ αστόχησα να πάγω αρρωσταίνοντας κ το παιδί, το τάζω κ αυτό – κ να το πάρω να πάγω αστοχώ κ αυτό). Όταν γέρεψε <=έγινε γερό>, έρχεται η Τρίτη Σεπτεβρίου την νύχτα οπου μας είχαν τρογυρισμένα όλα τα στρατέματα, κ εγώ χωρίς δύναμιν, κ την αυγή θα με βαίναν εις την τζελατίνα (εις τ’ άλλο ιστορικόν ξηγούμαι πώς έτρεξε) τότε περικαλιούμαι τον Θεόν κ την ΧάρηΤης να μας προφτάσουνε κ όντως έκαμεν νεκρανάστασιν σ’ εμάς κ μας έσωσε τάχτηκα κ τότε, πάλε τ’ αστόχησα. Τις ημέρες εκείνες της Τρίτης Σεπτεβρίου, εις τις έξι, εις τις εφτά μέρες εκείνου του μηνός, βλέπει ένας γερο-σεβάσμιος αγωνιστής, κάτοικος έξω εις τα χωριά, την νύχτα οπου χαζιρεύεταν <= ετοιμαζόταν. Οθωμανικό hazır = παρόν, έτοιμο> να κοιμηθεί κ πήγε εις τα εικονίσματάτου να κάμει την προσευκήτου, βλέπει ένα σύγνεφον κ του λέγει: «γνωρίζεις τον Μακρυγιάννη;».
6
Αυτός – τον πήρε ο φόβος. «Μήν φοβάσαι! Τον γνωρίζεις;» του λέγει. Λέγει κ αυτός ο δυστυχής: «τον γνωρίζω». – «Να πάς να του ειπείς: δι’ αυτό οπου εργάστη, θα τον κιντυνέψουν πολύ κ αυτόν. Κ αυτό μήν φοβηθεί άς έχετε τις ελπίδες εις τον Θεόν, κ θα σας σώσει. Κ να του ειπείς να πάγει εκεί οπου τάχτη τόσες φορές (κ γιατρεύτηκε κ εσώθηκαν όλοι απο τον κίντυνο): να πάγει εις την Βαγγελίστρα». Αυτός δέν ήρθε αφού τρείς φορές το είδε, κ τον βίασε <=πίεσε, ανάγκασε> κ ήρθε κ μου το είπε, πάλε το βάρησα εις του κουφού.)
Όταν θα βαρούσαμεν τουφέκι την Τρίτη Σεπτεβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, οτι βρέθη εις το περιβόλιμου αυτός κ ένας λαμπροφορεμένος ώς δεσπότης• κ παρουσιάστηκα κ εγώ. Του λέγει αυτεινού του αγωνιστή ο δεσπότης: «αυτόν οπου λέπεις – κ θα τον σώσω απο τον κίντυνον-» (κ παρουσιάζεται κ μία στέρνα με μαγαρισές) «-κ θα τον βγάλω κ απο αυτείνη την μαγαρισά». Κ σταύρωσε κ έλαμψε ο τόπος.
7
Κ ευθύς παρουσιάζομαι κ με δύο παιδιά μικρά. Κ ξύπνησε ο άνθρωπος, κ ήρθε κ μου το είπε. Δέν του είχα ειπεί αυτεινού τίποτας δια την Τρίτη Σεπτεβρίου, οτ’ ήταν με τον Βάσιον κ υποπτευόμουν.
Αφού τελειώσαμεν απο τον κίντυνο, συμβρίσκομαι με την γυναίκαμου κ γκαστρώνεται.)
Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, θεοτικά. Τώρα θα σας γράψω κ δαιμονικά:
Η γυναίκα αφού γκαστρώθη, επιάσαμεν μιάν φαγωμάρα κ γκρίνια μεγάλη: με όλη την φαμελιά. Κ άρχισε η γυναίκα κ σώνεταν, κ όλο έρευε. Ήφερα <=γραμμένο ώς συνήθως ‘υφερα’> γιατρούς, τόσα πράματα! Κ σάπισαν κ τα στήθιατης, την πονούσαν, οπου δέν κοιμάτον νύχτα κ ημέρα.
Έρχεται ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο, σάν έμαθε την μεταβολή αυτείνη <=την απόκτηση συντάγματος>, ν’ απολάψει τα δίκαιατου: ήτον μαζίμου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιάμου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει: «της έχουν κάμωμα καμωμένο δαιμονικόν». <Εκεί στην Αίγυπτο έμαθε απο την αρχαία σοφία της Ανατολής>. Εγώ αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει να το πιστέψω,
8
μου λέγει: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα μαζίμου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, κ παίρνω κ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνοςμου, κ κατεβαίνουμε εις το περιβόλιμου. Κ γυμνώνεται αυτός, καθώς τον έκαμεν η μάνατου• κ άρχισε, ώς μίαν ώρα κάτι <σε γλώσσα ακατάληπτη απο τον Μακρυγιάννη> είπε εκεί, είπε, είπε• τότε μας λέγει: «φέρτεμου ένα τσαπάκι». Κ σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώμεν ψωμί απο μέσα, κ βγαίνει <=βγάζει> ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, κ δεμένο με πλήθος σπάγ<γ>ους• κ του κόβομεν αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομεν• κ ήταν μέσα τρία πιρούνια μεγάλα, κ ήταν πλήθος βελόνες, κ διάργερον <=υδράργυρος, γραμμένο ‘διαριηρον’> κ στάχτη, κ κοκκαλάκια απο πεθαμένους, κ σημάδια <=δείγματα> απο τα σκουτιά της γυναικόςμου κ απο τα δικάμου• κ φαινόταν κ εκείνα το κόψιμοτις <=το κόψιμότους> κ τα σκουτιάμας οπου ήταν τρύπια <φαινόταν κ εκείνα τα κομμάτια απο τα ρούχαμας πώς τα είχαν κομμένα κ τρυπημένα>• κ τα πήρε κ τα τσέκισε <=τσάκισε> όλα αυτά τα καρφιά κ βελόνες, κ τ’ άλλα τά’καψε κ τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Κ άρχισε η γυναίκα
9
ν’ αναλαβαίνει. Όμως τα στήθιατης την πονούσαν ακόμα. Ήρθε ο καιρός, κ κάνει δύο παιδιά, <δίδυμα> σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνομου: «αυτά να τα βαφτίσεις το νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη κ τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν κ άλλοι εις τον ύπνοτους. Κ τά’βγαλα καθώς είδα, κ εις την βάφτισιντους μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. Κ ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού:
Αφού τα γέννησε, ώς δεκοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει με μεγάλες φωτιές κ παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθιατης κ όλοτης το σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ απο τα αίματα, απο πλήθος αβδέλλες, κ γλυστήρια <=κλυστήρια=όργανα για πλύσεις των εντέρων, κλύσματα>, κ γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να αιστθανθεί να πάρει γιατρικόν. Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος! <=γενική της ιδιότητος, στην αρχαΐζουσα γλώσσα των γιατρών> Κ σου το λέμεν, οτι είσαι στρατιωτικός κ δέν
10
<ταιριάζει> να σε απολπίζουν αυτά• οτι τέτιος είναι τούτος ο κόσμος». Κ: «ο Θεός είναι δυνατός!»• κ φύγαν. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, ώς συγγενής (κ τον έχω εις το σπίτι με κοντόττα) <=με σύμβαση (διαρκούς ιατρικής παρακολούθησης για ορισμένο διάστημα επι ορισμένης αμοιβής). Γραμμένο ‘ειςτοσπιτι με κοντοτα’. Το ιταλικό λεξικό ‘De Mauro’ δίνει τις εξής ερμηνείες του condotta: burocr., assunzione di un professionista, spec. sanitario, in un pubblico ufficio: c. medica, veterinaria, concorrere a una c. stor., estens., il contratto stipulato tra un capitano di ventura e il signore o il comune che lo assumeva al suo servizio con un determinato numero di soldati | lo stipendio relativo.>. Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθη κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κ εγώ απολπίστηκα. Μαζώνω τα παιδιάμου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνιεςμας• κ κλαίγαμεν• κ έλεγα: «Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα, κ τόσον κόσμο εδω μέσα, τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;». (Γιόμωσε κ το σπίτι ξένους ανθρώπους μέσα – έξω, καταφανίστη κ το σπίτι• όποιος είχε διάθεσιν, έκλεβε). Εκεί οπού’κανα την προσευκήμου με τα παιδιάμου, μού’ρθε εις την ιδέαμου: (αύριον ξημέρωνε Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα ώς αύριον, να στείλω τα παιδιά εις την εκκλησίαν απο μίαν λαμπάδα, να κάμουν την προσευκήτους – κ ο Θεός άς γένει Έλεος <ή: ίλεως. Γραμμένο ‘ηλεος’> εις αυτά οπου θα μείνουν αρφανά.
Σηκώθηκα, πήγα εις τον άρρωστον, της έβαλα κ δύο γυναίκες συγγενείςτης, ό,τι τραβάγει <=απαιτείται> να της πιάσουνε τα μάτια
11
όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπημένος κ μπαϊλντισμένος, τόσες ημέρες άγυπνος, με πονούσε κ το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν με τον άρρωστον κ εγώ να πέσω να κοιμηθώ ολίγον. Εκεί οπου πήγα εις την ταράτσα να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτιαμου εις τον ουρανό, κ περικαλούσα κ έκλαιγα• κ λέγω: «Βαγγελίστραμου, πολλές φορές μ’ έσωσες κ’ εμένα κ το σπίτιμου όλο (κ εγώ στάθηκα αχάριστος). Κ τώρα να μου βρεθείς, οτι’ είμαι χαμένος!»• κ έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν – κ ο άρρωστος μόνοςτου• πηγαίνει ένα σύγνεφον κ κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – κ τέτια λευτεριά οπου δέν την είχε όταν ήταν κορίτσι! Τότε της ήρθε ο νούςτης• τότε είδε οπου ήτον μαγαρισμένη κ δέν ένιωθε• τότε σήκωσε αυτά τα σκουτιά μόνητης, άλλαξε παστρικά σκουτιά, πήγε εις το παλεθύρι να πιεί νερό – πάτησε την θείατης• βλέποντάςτην απο πάνω της, έκοψε το αίματης• της λέγει: «μήν φοβάσαι, θείαμου• κ σήκωσέμου το
12
στρώμα, κ τ’ άλλα τα σκουτιά οπού’ναι μουρνταρισμένα, οτι δέν μπορώ να τα σηκώσω μόνημου». Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ: την συγύρισαν καλά ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!»• κ μου λέγει όλα αυτά. Εγώ, αδελφοί, περικαλιούμαι έξω, κ τί λέγω εγώ έξω: μου τα λέγει όταν μπήκα μέσα! Την ίδια ώρα έστειλα κ ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, κ σηκώθη εντελώς. Ήρθαν οι ιατροί, μου είπαν: «έγινε μεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας απο αυτά• τους πλέρωσα κ τους ευκαρίστησα. Κ εγώ κ ο άρρωστος γνωρίσαμεν τον αληθινόν Γιατρόν! – Μετανογάγω, πάλε δέν πηγαίνω εις την ΧάρηΤης.
Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνοτου οτι ήρθε ένας καλόγερος εις το σπίτιμου, κ μιά μαυροφόρα, εις τον οντά οπου κοιμούμαι μόνοςμου, κ μου λέγει η γυναίκα οτι: «Εγώ δέν ήθελα να ματά’ρθω σ’ εσέναν• ο Γιάννης με παρακίνησε (ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα τόσες φορές κ δέν ήρθες εις το σπίτιΜου, Με γέλασες.
13
Σου γιάτρεψε κ ο ΜονογενήςΜου, (κ: εγώ τον περικάλεσα κ ήρθαμεν κ) σου γιατρέψαμεν το γεταίρισου <γραμμένο γιτερισŏ. Είναι παλιά μορφή του ‘ταίρι’, αρχαϊκώς ‘ἑταίριον’> να μήν ανεμείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια• <η σύζυγος λέγεται χελιδόνα κ τα παιδιά χελιδονάκια, γιατί είναι αγαπημένα μέν, αποδημητικά δέ. Κατοικούν μαζίμας, στο ίδιο σπίτι, αλλα αποδημούν, χωρίζουμε, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου> κ γιάτρεψε ο ΜονογενήςΜου το στήθοςτης κ Εγώ το χέριτης, οπου θα πάγαινε απο αυτά• κ της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου τις ενέργειες». Τότε εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: «μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσέναν;»• ευτύς (είχε απο κάτω απο το ράσοτης μιάν λαμπάδα κ) την σήκωσε απάνω κ άναψε: «αυτό το Φώς του ΑφεντόςΜας σε φυλάγει! Κ να’ρθείς εις το σπίτιΜου». Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. Τότε εγώ αποφασίζω να πάγω κ να πάρω κ το παιδί οπου το γιάτρεψε απο τις πληγές κ τό’ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω παιδί!», φοβόμουν κ την θάλασσα, δέν είχα κ έξοδα εις το χέρι• κ δι’ αυτά όλα άρχισα να μετανογώ δια το παρόν,
14
να μήν πάγω• κ φοβόμουν κ την εξουσίαν, να μήν μου κάνει αντενέργ<ει>ες <με την καχυποψία> οτι πάγω να κάμω συνομωσίες (οτι είχα ζητήσει την άδεια όταν ήτον ο Λόντος υπουργός, κ δέν μου την έδωσε)• αυτά όλα μού’φερναν δυσκολίες.
Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την ΧάρηΤης, τον Α-Γιάννη, τον Άγιον Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η ΧάρηΤης: «μήν παίρνεις το παιδί μαζίσου τώρα• κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ κ ο Γιάννης κ ο Σπύρος κ ο Νικόλας να σε πάμεν κ να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίανσου». Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνοςμου μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπον, κατεβαίνω κάτω, ήταν κ το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα• έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτ’ ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι
15
κ θα σηκώσουν σίδερο <=άγκυρα> να φύγωμεν – μου λένε: «σήκω, θα βγούμεν εις την Σύρα!». Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμεν εις την Τήνο• επήγα σ’έναν κουμπάρομου, έκατσα εικοσιτρείς ημέρες• πήγα εις την ΧάρηΤης, νήστεψα κ ξεμολογήθηκα να μεταλάβω. Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η ΧάρηΤης• μού’στρωσαν εμπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του ανθρώπουμου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες κ κοιμήσου – κ άν θέλεις, δοξολόγα τον Θεόν κ την ΧάρηΤης • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ να κάμω τις μετάνιεςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή εις τους Σωτήρας της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ’ εμένα του αμαρτωλού κ όληςμου της οικογένειαςμου.
16
Αφού άρχισα τις μετάνιεςμου κ την προσευκήμου καμόση ώρα, πήγα εις την ΧάρηΤης να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να απαστώ, κάνει έναν χτύπον η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω! Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος.
Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την ΧάρηΤης, λυτρωνόμουν. Κ καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός, δια της ΦώτισήςΤης: πήρα κ μίαν εικόνα, όσ’η είναι η ΧάρηΤης <=μεγέθους όση η εικόνα της ΧάρηςΤης στο Ναό>, ασημένια, ‘ο Ευαγγελισμός’, οχτακοσίων χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την ΧάρηΤης• κ μου την δώσαν.
Κ χωρίς να ενιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτιμου, με την ΑγαθότηΤης κ με την ΕυσπλαχνίαΤης.
Σημείωσα, αδελφοί, όσα μαναχόςμου δοκίμασα κ είδα το ΈλεόςΤης, κ όσα μου είπαν οι άνθρωποι. Κ θα σημειώσω κ άλλα πολλά. Όποιος θέλει, άς πιστεύει – όποιος δέν θέλει, άς κάμει ό,τι αγαπάγει.
17
Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την ΧάρηΤης, εκείνον τον χτύπον οπου έκαμεν η εικόνα όταν πήγα να μεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες.)
Αφού ήρθαμε απο την ΧάρηΤης, την νύχτα μας παίρνει ο Α-Γιάννης κ άλλοι Άγϊοι <πρέπει να διαβάζεται πάντοτε ‘Άγϊοι’ σε 3 συλλαβές κ όχι ‘Άγιοι’ σε 2 συλλαβές, γιατί ο Μακρυγιάννης το γράφει πάντοτε ‘αγιυ’ που σημαίνει οτι διακρίνει δύο ‘ι’ στη λέξη κ όχι μόνο ένα μετά το γ> εμένα κ την γυναίκαμου, κ μας πήγαν σε μιάν λαμπρά εκκλησίαν• κ ήταν κ μία βρύση, κ είχε σά φίδια πλήθος<=πλούσια γλυπτή διακόσμηση στην πέτρινη ή μαρμάρινη βρύση>• σε μιάν σκάφη μού’ βαλαν τα σκουτιάμου να τα πλύνει η γυναίκαμου, κ ο Α-Γιάννης είχε εις το ράσοΤου ένα θελό <=θολό> πράμα κ τό’ριξε μέσα εις την γούρνα οπου ήταν τα σκουτιά, κ είπε τηςι γυναικόςμου: με αυτό καθώς είναι να τα φορέσω. Τότε με πήραν κ ήρθαμεν εις το σπίτιμου• κ εις την οξώπορτα <γραμμένο σάν δύο λέξεις: ‘όξω πόρτα’> ήταν ένας Δεσπότης κ είχε εις το χέριΤου: έναν λαμπρό Σταυρόν κ έλαμπε ο τόπος• μ’ ευλόγησε κ μου Τον έδωσε• κ μου είπε: «εσένα σου αφιερώνω τον ΣταυρόνΜου»• κ έκαμα μετάνιες κ Τον πήρα κ Τον έβαλα εις τις εικόνεςμου.) <με το ‘ιε’ εννοώ πως προφέρεται σε μία συλλαβή. Εδώ το ι δέν προφέρεται, μόνο μετατρέπει τον προηγούμενο φθόγγο: το ν γίνεται πρόσθιο ουρανικό. Όπου γράφω ‘μετάνοιες’ εννοώ οτι προφέρεται ‘νοι-ες’, σε χωριστές συλλαβές>
Ήταν Σαρακοστή, ενηστέψαμε κ εκάμαμεν το Ευκέλαιόμας (οτι Ευκέλαιον δέν συνήθιζα να κάνω – κ είδα εις τον
18
ύπνομου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δημήτρη κ μου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο μπινάρια… <= δίδυμα μωρά, κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα. Κατα τη γνώμημου προέρχεται απο κάποια νεολατινική γλώσσα, νομίζω βλάχικα, απο το λατινικό bina =δύο μαζί. Μεταξύ των Βλαχόφωνων Ελλήνων υπάρχει το επώνυμο Μπίνος, που κατα τη γνώμημου σήμαινε ‘δίδυμος’> «οτι όταν θα μεταλαβαίνεις με όλους της φαμελιάςσου να κάνετε πρώτα το Ευκέλαιόνσας κ τότε να μεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα μεταλάβωμεν, κάνομεν πρώτα το Ευκέλαιόνμας).)
Το λοιπόν, ήμουν νηστεμένος να μεταλάβωμεν την αυγή. Ένας ασκημο-άνθρωπος άγριος μου παρουσιάζει μιάν γριγιά να κάμω την επιθυμίανμου! <συμβολίζει τα κατώτερα ένστικτα, στα οποία οι άνθρωποι σκλαβώνονται> κ τρωγόμουν με αυτόν τον αναθεματισμένον• παρουσιάζεται η ΧάρηΤης με τον Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους κ σηκώνει το χέριΤης κ του λέγει: «καταραμένε! νά’χεις κ του ΜονογενήΜου την κατάρα κ την δικήΜου! οπου ήρθες κ πειράζεις τον άνθρωπον!» - κ έσκασε κ έγινε στάχτη. Κ μαζί με την ΧάρηΤης κ με τους Αγίους πήγαμεν εις την εκκλησίαν της Αγια-Κατερίνης, κ ένας δεσπότης μετάλαβε όλους τους ενορίτες κ εμάς τους αμαρτωλούς. Κ ο Άγιος Πεντελέμονος <=Παντελεήμων> μου έδωσε τρία χρυσά τριαντάφυλλα κ τά’φερα κ τά’βαλα εις τις εικόνες.
<αλλαγή μελάνης:> Τα 1844 ΓΙουλίου 18 βλέπει εις τον ύπνοτου ο Χατζη-Αντώνης, (γεννημένος εις τ’ Αγεροσόλυμον, <=Ιεροσόλυμα> τίμιος πολύ),
19
βλέπει έναν γέρο με άσπρα γένεια, κ ασπροφορεμένος, κ του λέγει: «σύρε να ειπείς του Μακρυγιάννη» (του το είπε τρείς φορές) «οτι αυτό οπου κάμετε θα το κιντυνέψουν• δοξάστε τον Θεόν να κάμει το ΈλεόςΤου»• κ έφυγε• πάγει την άλλη την νύχτα κ τον σταυρώνει• κ σηκώθη, δέν κοιμάταν πλέον. Αφού τον είδε οπού’τρεμεν ο άνθρωπος απο τον φόβοτου, του λέγει: «μήν φοβάσαι» (τότε ήτον με πράσινα φορέματα),)
του δείχνει μιάν χρυσή λαβίδα οπου μεταλαβαίνουν οι άνθρωποι κ έναν χρυσόν κορμόν με τρία χρυσά κλωνάρια, κ του λέγει: «τούτα θα τα πάγω μόνοςΜου να τα δώσω του Μακρυγιάννη, να του τα βάλω μέσα εις την κασέλατου. Κ να του ειπείς αύριον: να τα γλειδώσει <=κλειδώσει> καλά εις την κασέλατου. Κ θα του τα γυρέψουν να τα πάρουν απο την κασέλατου κ να του δώσουνε άλλα• να μήν τον γελάσουνε κ τα δώσει ή μετανοήσει. Κ θα τον κιντυνέψουν πολύ, αδίκως, αυτόν κ την πατρίδασας κ θρησκεία – δέν μπορούν να κάμουν τίποτας• ο Θεός τα διατηρεί όλα αυτά. Κ Εγώ», του λέγει, «θα του τα πάγω εις το σπίτιτου, να τα βάλω εις την κασέλατου• κ να τα φυλάγει καλά, να του ειπείς, να μήν μετανογήσει• οτι θα γυρέψουν πολλοί να τον απατήσουν. Κ: Εγώ φεύγω δια πολύ καιρό• κ όποτε είναι καιρός, θα’ρθώ πίσω».

1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...