Πέμπτη, Ιουλίου 15, 2010

Το βυζαντινό κάστρο των Σερβίων

Ιστορικό

Το βυζαντινό κάστρο των Σερβίων βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις των Πιερίων. Είναι χτισμένο σε οχυρή θέση στον ανατολικό από τους δύο δίδυμους λόφους που υψώνονται πάνω από τη σύγχρονη πόλη αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για το χείμαρρο που περνά ανάμεσά τους. Δεσπόζει στην πεδιάδα του Αλιάκμονα, στο σύντομο και προσιτό γεωμορφολογικά πέρασμα από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα μέσω των στενών του Σαρανταπόρου. Η θέση του κάστρου στην πεδιάδα του Αλιάκμονα εξασφάλιζε μια πλούσια ενδοχώρα σε συνδυασμό με την προστασία του αγροτικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού αυτής. Η ίδρυσή του σ' αυτή τη στρατηγική θέση με τη φυσική οχύρωση το κατέστησε κάστρο απροσπέλαστο στους εχθρούς.

Άποψη της ακρόπολης με τους πύργους ΙΙ και ΙΙΙ

Από τα τέλη του 9ου αι. μαρτυρείται η ύπαρξη της επισκοπής Σερβίων που υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης (επισκοπικός κατάλογος Λέοντος Στ΄ Σοφού). Στα τέλη του 10ου αι. το κάστρο καταλαμβάνεται από το βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ το 1001 ανακαταλαμβάνεται από τον Βασίλειο Β΄. Το 1018 ο Βασίλειος Β΄ καταστρέφει μερικώς τα τείχη για να μην λειτουργήσει το κάστρο ως θύλακας του βουλγαρικού στρατού. Το 1204 τα Σέρβια καταλαμβάνονται...
από τους Φράγκους, ενώ το 1216 περιέρχονται στη κατοχή του δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Δούκα. Ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας μετά τη μάχη της Κλοκότνιτσας (1230) σπεύδει και καταλαμβάνει το κάστρο. Αμέσως επισκευάζει τα τείχη. Το 1257 τα Σέρβια περιέρχονται στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη. Το 1341 καταλαμβάνονται από το σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν, ενώ το 1350 ανακαταλαμβάνονται από τον Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό για να αλωθούν από τα στρατεύματα του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ το 1393 . Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η βυζαντινή ακρόπολη εγκαταλείπεται, ενώ η κάτω πόλη και το τμήμα έξω από τα τείχη είναι πυκνοκατοικημένα. Στα μέσα του 17ου αι., όταν περνά από τα Σέρβια ο οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, περιγράφει την πόλη ως εξής: "….είναι ένα θαυμάσιο κάστρο ισχυρό, χτισμένο με πέτρα, με τριγωνικό σχήμα. Βρίσκεται πάνω σ' ένα μικρό χωματένιο λόφο. Είναι μικρό κάστρο. Στις δυο πλευρές του υπάρχουν υψηλά βουνά που κρέμονται από πάνω. Επάνω στα βουνά υπάρχουν καθαρά αμπέλια…. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν εκατό περίπου σπίτια φτωχών Ελλήνων. Δεν υπάρχουν όμως πυριδιταποθήκες, κανόνια, αποθήκες και τάφροι. Μόνο στη δυτική πλευρά βλέπει κανείς να υπάρχει μια κατεστραμμένη πύλη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα είναι κάτω στην πόλη". 'Όπως συνάγεται μετά την κατάληψη από τους Οθωμανούς ο νέος οικισμός αναπτύσσεται έξω από το κάστρο. Η μεταφορά του οικισμού βοήθησε στη διατήρηση του βυζαντινού γιατί αποφεύχθηκαν οι νεότερες επεμβάσεις έτσι ώστε να διευκολύνεται σήμερα η έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες. Το 1745 η έδρα της επισκοπής μεταφέρεται στην Κοζάνη. Οι χριστιανικοί ναοί δεν μετατρέπονται σε τζαμιά, αλλά επισκευάζονται και επανατοιχογραφούνται συνεχίζοντας τη λειτουργία τους μέχρι το 19ο αι., όταν ο παλαιός οικισμός εγκαταλείπεται.

Περιγραφή

Το κάστρο διαιρείται με τριπλό τείχος σε τρία αντίστοιχα μέρη. Την κάτω πόλη, την άνω πόλη και την ακρόπολη. Ο διαχωρισμός του εσωτερικού της πόλης σε οχυρωμένα τμήματα εξυπηρετούσε στρατηγικούς και αμυντικούς λόγους. Επέτρεπε δηλαδή στους υπερασπιστές της πόλης σε περίπτωση κατάληψης από τους εχθρούς του κάτω τμήματος ν' αντιτάξουν άμυνα στο διάμεσο τείχος και όταν κι αυτό καταλαμβανόταν να καταφύγουν πλέον στην ακρόπολη, το τελευταίο σημείο της αντίστασης. Έξω από τα τείχη, βορειοδυτικά, υψώνεται ο κομψός, μονόχωρος ναός των Αγίων Αναργύρων με ορθογώνια αψίδα που φέρει κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Στο εσωτερικό του είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες του 1510. Στην κόγχη διασώζεται τμήμα από την αγιογράφηση της α' φάσης του ναού (ιεράρχες) που ανάγεται στους 11ο -12ο αι.

Λεπτομέρεια από τη ΝΔ πλευρά του περιβόλου της ακρόπολης και του πύργου ΙΙΙ

Η κάτω πόλη, η οποία περιλαμβάνει μια έκταση 75 στρεμμάτων, αποτελούσε το κεντρικότερο και το πιο πυκνοκατοικημένο σημείο του κάστρου. Εδώ σώζονται λείψανα οικιών, μια κινστέρνα, ένα μικρό λουτρό και επτά εκκλησίες με τοιχογραφικό διάκοσμο, από τις οποίες οι δύο διατηρούνται σε επίπεδο θεμελίωσης και αποκαλύφθηκαν μετά από ανασκαφική έρευνα. Στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου βρίσκεται ο μονόχωρος ναός των Αγίων Θεοδώρων, του β΄ μισού του 11ου αι. με ημικυκλική αψίδα και κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Αποτελούσε καθολικό σταυροπηγιακής μονής, μετόχι της ανδρικής μονής των Αγίων Θεοδώρων Καστανιάς. Στο εσωτερικό του και στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου διασώζει τοιχογραφίες του 1497. Αμέσως νοτιότερα στη δυτική γωνία της κάτω πόλης υψώνεται σε ερειπιώδη μορφή η Βασιλική "των Κατηχουμένων" ή Σαράντα Πόρτες που αποτελούσε τον επισκοπικό ναό. Είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος με φωταγωγό. Ο ναός χρονολογείται γύρω στο 1000 μ. Χ. με φάσεις μετασκευών του 12ου, 13ου, 14ου και 15ου-16ου αι. Διασώζει τοιχογραφικό διάκοσμο σε τρία στρώματα. Το α΄ στρώμα, σύγχρονο με την πρώτη φάση του ναού, καλύπτεται από το β΄ που χρονολογείται στον 13ο αι. επί επισκόπου Μιχαήλ, ενώ το γ΄ στρώμα, σπαράγματα του οποίου αποκαλύφθηκαν κατά τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες μπορεί να τοποθετηθεί στο 16ο αι. Στην άνω πόλη το διάμεσο τείχος που τη διαχωρίζει από την κάτω περικλείει μια έκταση 20 στρεμμάτων ακολουθώντας την κλίση του λόφου. Έχει πύργους ημικυκλικούς, κυκλικούς και ορθογώνιους. Η ακρόπολη είναι μικρή και περιλαμβάνει έκταση 2,5 στρεμμάτων. Αποτελούσε το έσχατο αμυντήριο του κάστρου και την έδρα του στρατιωτικού διοικητή της πόλης. Η οχυρωματική θέση της ακρόπολης διατήρησε τη χρησιμότητά της μέχρι τον 20ο αι. κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο εσωτερικό της σώζονται ίχνη χτισμάτων που θα χρησίμευαν πιθανώς ως κατοικία του διοικητή, στρατώνες, αποθήκες, στάβλοι κλπ. Ο περίβολός της, πολυγωνικού σχήματος, περιορίζεται εντός των τεσσάρων σωζόμενων πύργων. Η οχύρωση του περιβόλου της ακρόπολης από την ανατολική πλευρά δεν είναι αξιόλογη διότι από εκεί προστατεύεται με βαθύτατο και απότομο γκρεμό που καθιστά αδύνατη την προσπέλαση. Προς το δυτικό όμως τμήμα της -που στρέφεται στην πόλη - υψώνονται οι δύο ισχυροί τετράπλευροι πύργοι, οι οποίοι υπεράσπιζαν την είσοδο της ακρόπολης : Ο πύργος Ι (δυτικός), ύψους 18 μέτρων, είχε τρεις ορόφους που χωρίζονταν με ξύλινα πατώματα, όπως αποδεικνύεται από τις ορατές σήμερα οπές πακτώσεως των δοκών που στήριζαν τα ξύλινα δάπεδα. Ο πύργος ΙΙ (βόρειος), διατηρείται κατά το ήμισυ εξαιτίας των συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην εξωτερική όψη των δύο πύργων ανοίγονται από δύο μικρά παράθυρα επάλληλα και από ένα στις πλάγιες πλευρές. Οι προσόψεις και των δύο πύργων παρουσιάζουν επιμέλεια κατασκευής με πλίνθους που παρεμβάλλονται μεταξύ των ακανόνιστων λίθων και κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Χρονολογούνται την περίοδο των Παλαιολόγων, είτε επί σερβικής κατοχής (1341-1350), είτε επί βυζαντινής κυριαρχίας (μετά το 1350). Το κάστρο των Σερβίων αποτελεί το καλύτερα σωζόμενο παράδειγμα οχυρωμένου βυζαντινού οικισμού στο βορειοελλαδικό χώρο, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο του Μυστρά, σε μια ιδιαίτερου φυσικού κάλλους θέση.

Τα Μνημεία του Χώρου

Ναός Αγίων Θεοδώρων Σερβίων

Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων στα Σέρβια αποτελούσε καθολικό σταυροπηγιακής μονής, μετόχι της ανδρικής μονής των Αγίων Θεοδώρων Καστανιάς. Από τα υπόλοιπα κτίσματα αυτής της μονής σήμερα σώζεται μόνο ένα τμήμα του περιβόλου και η ορθογώνια δεξαμενή νερού, που στεγαζόταν με ημικυλινδρική καμάρα. Ο ναός χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, αλλά στο εσωτερικό του και στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου του διατηρούνται μεταγενέστερες τοιχογραφίες, που με βεβαιότητα τοποθετούνται στο 1497.

Ο ναός είναι μονόχωρος με ημικυκλική αψίδα και κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Το εικονογραφικό του πρόγραμμα, χαρακτηριστικό για τους ναούς του είδους του κατά την υστεροβυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο στο χώρο της ευρύτερης Μακεδονίας, διατάσσεται σε τρεις ζώνες. Στην ανώτερη τοποθετούνται οι σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη, στη μεσαία άγιοι και προφήτες σε μετάλλια, ενώ στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι και η τρίμορφη Δέηση στο βόρειο τοίχο. Οι τοιχογραφίες αυτές, που αποτελούν έργο δύο ζωγράφων, εντάσσονται σε μια ομάδα ανάλογων έργων της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας, αντικλασικού και συντηρητικού χαρακτήρα, ενώ συνδέονται με το λεγόμενο καστοριανό εργαστήριο ως προς αρκετές εικονογραφικές λεπτομέρειες.

Ναός Αγίων Αναργύρων Σερβίων

Λίγο έξω από το χώρο του κάστρου των Σερβίων βρίσκεται ο κομψός μεσοβυζαντινός ναός που έχει αφιερωθεί στους αγίους Αναργύρους. Είναι κτισμένος έξω από το βορειοδυτικό τμήμα του εξωτερικού περιβόλου των τειχών της κάτω πόλης του κάστρου, κοντά στη βόρεια πύλη. Ο ναός είναι μονόχωρος, με ορθογώνια αψίδα, που φέρει κεραμοπλαστικό διάκοσμο, και στο εσωτερικό του διασώζει τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή και την τεχνοτροπία του, τοποθετείται χρονολογικά στο 1510.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα διατάσσεται σε τρεις ζώνες στις μακρές πλευρές και στον ανατολικό τοίχο του ιερού. Στο ιερό παριστάνονται στην κόγχη η Παναγία μεταξύ Αρχαγγέλων, εκατέρωθεν οι μορφές του αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Παναγίας του Ευαγγελισμού, στην ποδιά οι συλλειτουργούντες ιεράρχες και στο αέτωμα η εδιαφέρουσα παράσταση της Ανάληψης, όπου η Παναγία κρατεί με τα δύο της χέρια το Άγιο Μανδήλιο. Στην κόγχη διασώζεται και τμήμα με απεικόνιση ιεραρχών, από την αγιογράφηση της πρώτης φάσης του ναού, που ανάγεται στο 11ο-12ο αιώνα. Στον κυρίως ναό, στην ανώτερη ζώνη απεικονίζονται μορφές προφητών, στη μεσαία σκηνές από το Δωδεκάορτο και στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι και η τρίμορφη Δέηση στο βόρειο τοίχο. Στο δυτικό τοίχο το εικονογραφικό πρόγραμμα διατάσσεται σε δύο ζώνες. Στην ανώτερη και πλατύτερη απεικονίζονται η Κοίμηση και η Μεταμόρφωση, ενώ στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι και ο αρχάγγελος Μιχαήλ κοντά στη νότια θύρα εισόδου. Οι τοιχογραφίες μπορούν να αποδοθούν σε δύο ζωγράφους, από τους οποίους ο κύριος, που φιλοτέχνησε και το μεγαλύτερο μέρος του διακόσμου, εντάσσεται στον κύκλο του λεγόμενου καστοριανού εργαστηρίου. Το φημισμένο αυτό εργαστήρι έδρασε στις περιοχές των Μετεώρων, της κεντροδυτικής Μακεδονίας και της βόρειας Βαλκανικής Χερσονήσου από το 1483 έως το 1510. Η τέχνη του δεύτερου ζωγράφου, στον οποίο αποδίδονται με βεβαιότητα οι σκηνές του βόρειου τοίχου, εντάσσεται στις αντικλασικές τάσεις, που επικρατούν αυτή την περίοδο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

Κατά τα έτη 1996-2000 και ύστερα από σχετικές εγκεκριμένες μελέτες πραγματοποιήθηκε η στερέωση-αποκατάσταση του ναού και η συντήρηση του τοιχογραφικού διακόσμου του.

Βασιλική των Κατηχουμένων Σερβίων

Άποψη της Βασιλικής από νότο

Η βασιλική των Κατηχουμένων βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία της κάτω πόλης του κάστρου των Σερβίων και αποτελούσε τον επισκοπικό της ναό. Χρονολογείται γύρω στο 1000, αλλά δέχθηκε μετασκευές σε διάφορες φάσεις από το 12ο έως το 16ο αιώνα. Στο χώρο, όπου κτίστηκε ο ναός, υπήρχε προγενέστερο λατρευτικό οικοδόμημα των παλαιοχριστιανικών χρόνων (4ου-6ου αιώνα). Η ύπαρξή του διαπιστώνεται από τα λείψανα τοιχογραφικού διακόσμου, τα σπαράγματα τοιχογραφιών, την κεραμική, τα νομίσματα, τα σπαράγματα ψηφιδωτού δαπέδου και το πλήθος ψηφίδων, καθώς και από τα τμήματα της τοιχοποιίας που σώζονται στα πλάγια κλίτη και στην εξωτερική νοτιοδυτική πλευρά του νότιου κλίτους της βασιλικής.

Η βασιλική είναι τρίκλιτη με νάρθηκα και υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος με φωταγωγό. Τα κλίτη χωρίζονται με τοίχους που διατρυπούνται από τέσσερα τοξωτά ανοίγματα. Στην πρώτη οικοδομική φάση το κεντρικό κλίτος στεγαζόταν με ξύλινη αμφικλινή στέγη και τα πλαϊνά με μονόρριχτη, ενώ το κεντρικό κλίτος επικοινωνούσε με τα πλαϊνά μέσω τριβήλου. Το μνημείο διασώζει τοιχογραφικό διάκοσμο σε τρία στρώματα. Το πρώτο είναι σύγχρονο με την πρώτη φάση του ναού, το δεύτερο χρονολογείται στο 13ο αιώνα, επί επισκόπου Μιχαήλ, ενώ το τρίτο, σπαράγματα του οποίου αποκαλύφθηκαν κατά τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες, μπορεί να τοποθετηθεί στο 15ο-16ο αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, μεταξύ άλλων, τα σπαράγματα τοιχογραφιών που ανευρέθηκαν στο νότιο κλίτος, στο οποίο κατά την πρώιμη μεταβυζαντινή περίοδο λειτουργούσε παρεκκλήσι. Πρόκειται για τη μορφή Ένθρονου Χριστού Παντοκράτορα, τα χέρια μιας δεόμενης μορφής και τμήμα της μορφής του αγίου Δημητρίου, που συναποτελούν πιθανότατα παράσταση Δέησης. Οι τοιχογραφίες αυτές, σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, όπως τα τμήματα δαπέδου στα δύο πλάγια κλίτη και το τρίτο στρώμα τοιχογραφιών που σώζεται στο βόρειο και νότιο κλίτος, πιστοποιούν τη λειτουργία της βασιλικής, στα πλάγια κλίτη τουλάχιστον, έως το 16ο-17ο αιώνα. Κατά τις ανασκαφικές έρευνες αποκαλύφθηκε και εκτεταμένο νεκροταφείο υστεροβυζαντινών χρόνων, που καταλάμβανε τα τρία κλίτη, καθώς και το χώρο του ιερού βήματος. Πρόκειται για τάφους κυρίως λακκοειδείς με συχνή χρήση φερέτρων, αλλά και κιβωτιόσχημους με πλήθος ανακομιδών. Η ποικιλία στην κατασκευή των τελευταίων και τα υλικά με τα οποία προστατεύεται η κεφαλή του νεκρού, σε συνδυασμό με τα συνοδευτικά αντικείμενα ή τα κοσμήματα, που φέρουν οι νεκροί, μας οδηγούν σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τα ταφικά έθιμα της περιόδου.

Ο ναός σήμερα σώζεται σε ερειπιώδη μορφή. Στο πλαίσιο εκπόνησης της μελέτης αποκατάστασής του, κατά τα έτη 1995-2000 πραγματοποιήθηκαν στερεωτικές εργασίες, σωστικές εργασίες συντήρησης των τοιχογραφιών καθώς και ανασκαφές, που έφεραν στο φως πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του μνημείου.

Συντάκτης
Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, αρχαιολόγος

Υπουργείο Πολιτισμού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...