Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 16, 2013

Τα Σέρβια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας- -σημαίνοντα πρόσωπα και γεγονότα


Της Χρυσάνθης Καραγιαννίδου


Το θέμα της αποψινής μας εκδήλωσης είναι «Τα Σέρβια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας –σημαίνοντα πρόσωπα και γεγονότα.»
Επιλέξαμε ένα θέμα από την τοπική μας Ιστορία, διότι η τοπική ιστορία γενικά είναι λιγότερο γνωστή από ότι η Εθνική αφ’ ενός και αφ’ ετέρου έχει και περισσότερο ενδιαφέρον καθώς αναφέρεται σε δικούς μας τόπους και ίσως και κατά κάποιο τρόπο και σε δικά μας πρόσωπα. Προσπαθήσαμε να αναστήσουμε προσωπικότητες που κατάγονται από τα Σέρβια, και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της περιοχής μας και όχι μόνο, για να τις τιμήσουμε αφ’ ενός και διότι, όταν ιστορούμε το βίο και το έργο μιας προσωπικότητας της ιστορίας είναι σα ν’ ανασταίνουμε λίγο ή πολύ και την εποχή της.  Αυτή την εποχή της Τουρκοκρατίας στην περιοχή μας θα προσπαθήσουμε να αναστήσουμε, όσο είναι δυνατόν, σήμερα και να αντλήσουμε ο καθένας τα μηνύματά του.         

Στα τέλη του 14ου αι ή στο πρώτο τέταρτο του 15 τα Σέρβια καταλήφθηκαν από τους Τούρκους.  Στη δεκαετία 1421-1430 τοποθετεί την άλωση ο Απόστολος Βακαλόπουλος, επί Μουράτ Β΄. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Μηνάς Μαλούτας. Ο Αθανάσιος Τσαρμανίδης στο βιβλίο του «Τα Σέρβια» παρατηρεί ότι πρέπει να τα ξαναπήραν οι Έλληνες, διότι υπάρχει μαρτυρία του Τσελεμπή ότι το 1500 τα Σέρβια παραδόθηκαν στους Τούρκους με υποταγή.
«Χιλιάδες Τούρκοι μ’ άρματα και μ’ αντρειά μεγάλη
Μέσα στο κάστρο κλείσανε των Χριστιανών τον Κράλη
Μα ο Μάρκος Κράλης πέθανε και βασιλιάς εγίνη
Βασιλοπούλα η κόρη του και πολεμάει κι εκείνη
Τόσο, που χρόνια και καιροί γυρίζουνε, περνούνε
Κι οι Τούρκοι να το πάρουνε το κάστρο δε μπορούνε!
Μα κάποιο ρωμιογέννημα μέσ’ στης Τουρκιάς τ’ ασκέρι
Παινέθηκε, πως τάχα αυτός στο κάστρο θα τους φέρει.
Κι είπ’ ο σουλτάνος: Αν μπορείς το κάστρο να χαλάσεις,
Φλουριά θα πάρεις… ειδεμή την κεφαλή θα χάσεις.
Καλόγερος εντύθηκε κι εμπρός στο κάστρο πάει
Κι αρχίζει με παράπονα τις πόρτες να χτυπάει.
--Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, κι οι Τούρκοι θα με πιάσουν…
Με κυνηγούν καταποδίς…κοντεύουν να με φτάσουν…
Θες να σε ρίξουμε σχοινί ν’ ανασυρθείς επάνω;
Θες δίχτυ να σου ρίξουμε να τυλιχθείς σαν ψάρι;
-Μπορεί το δίχτυ να κοπεί κι ας λείπει τέτοια χάρη.
Οι Χριστιανοί γελάστηκαν, ανοίξανε τις θύρες
Κι έτσι, σουλτάνε, των Σερβιών το κάστρο μας επήρες.
…………………………………………………………
Κι η κόρη αντί να σκλαβωθεί σε τούρκικο σεράϊ
Από το κάστρο το ψηλό γκρεμίστηκε και πάει!.»
Έτσι θέλει η Παράδοση η πόλη των Σερβίων να έχει καταληφθεί με δόλο. Στο δεύτερο σωζόμενο δημοτικό τραγούδι φαίνεται και ο χρόνος που χρειάστηκαν οι Τούρκοι για να την καταλάβουν.
Δώδεκα χρόνους έχω όπου πολεμώ
Δεν μπόρεσα να πάρω το ρημόκαστρο…
Τα Σέρβια επί Τουρκοκρατίας, κατά τον Απόστολο Βακαλόπουλο, αποτελούν χάσι των νισαντζή πασάδων, δηλαδή των ανώτατων αξιωματούχων της Πύλης αμέσως μετά το μεγάλο Βεζίρη. Έχει Βοεβόδα που εκτελεί χρέη και κυβερνητικού δικαστή, σερίφη με 150 άσπρα μισθό, φρούραρχο με 20 στρατιώτες, κεχαγιά των σπαχήδων, κεχαγιά της πόλης, αρχηγό των γενιτσάρων κλπ. Από το 1881 είναι έδρα Μουτεσαρίφη (Γενικού Διοικητή) με πασά Μουτεσαρίφη και υπάγεται απ’ ευθείας στην Κωνσταντινούπολη.  Στο Μουτεσαριφλίκι των Σερβίων υπάγονταν οι καζάδες (Υποδιοικήσεις) Ελασσόνας, Κοζάνης, Πτολεμαΐδας, Νεαπόλεως και Γρεβενών. Ήσαν δε τα Σέρβια και έδρα Εφετείου, καθώς και Σώματος Στρατού στο οποίο υπάγονταν στρατολογικά εκτός από τους παραπάνω καζάδες και οι Καζάδες Καστοριάς και Βεροίας.
«Είναι ένα θαυμάσιο κάστρο, κατά την περιγραφή του Τσελεμπή, χτισμένο με πέτρα, με τριγωνικό σχήμα, βρίσκεται επάνω σε ένα μικρό χωματένιο και κωνικό λόφο. Είναι μικρό κάστρο. Στις δύο πλευρές του υπάρχουν ψηλά βουνά που κρέμονται από πάνω, επάνω στα βουνά υπάρχουν καθαρά αμπέλια. Επειδή έχει ευχάριστο αέρα, οι κάτοικοί του είναι υγιείς…»  Την πόλη αυτή έμπειροι Έλληνες περιηγητές την ονόμασαν μικρή Προύσα, γιατί είχε πολλές μουριές και παρείχε άφθονο μετάξι και μεταξωτή κλωστή. Φημίζονται για τα ωραία προσόψια τους, τα στολισμένα με σχέδια από μεταξωτή κλωστή, για τα λεπτά μπουρνούζια, τα πουκάμισα του μπάνιου με τις μεταξωτές άκρες και τα κάτασπρα και μαλακά σεντόνια. Οι μοναχές της μονής των Αγίων Θεοδώρων ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν στον Πατριάρχη κάθε χρόνο τη Μεγάλη εβδομάδα 12 μεταξωτά επανωκαλύμαυχα. Άγγλος περιηγητής χαρακτηρίζει τα Σέρβια «θέση αρκετά σημαντική, χτισμένη εν μέρει πάνω σε ένα βουνό και εν μέρει σε μια πεδιάδα.» O κάμπος των Σερβίων τραγουδήθηκε για τον πλούτο του:
«Στο Σερβιώτικο τον κάμπο, άλλος κάμπος δεν ‘ναι τέτοιος,
Πό  ‘χει τα δέντρα φουντωμένα
Κόρη κάθονταν στον ίσκιο κι έπλεκε χρυσό γαϊτάνι, κι άγορος την τριγυρίζει…»
«Στουν Σερβιώτικου τουν κάμπου πιρπατά μια περιστέρα
Μι χρυσά κι μι γαλάζια μι τουν φιριτζέ στουν ώμου…»
Ο ίδιος Τούρκος περιηγητής Τσελεμπή είχε χαρακτηρίσει τα Σέρβια «θαυμασίων απίστων» πόλη. Μία τέτοια σημαντική προσωπικότητα του 17ου αιώνα είναι ο Γεώργιος Κονταρής. Ο Κονταρής γεννήθηκε και ανατράφηκε στα Σέρβια από γονείς Σερβιώτες. Αυτοί, όπως παρατηρεί ο Μηνάς Μαλούτας,  κατάγονταν από προγόνους που είχαν αξιώματα και βασιλικά υπουργήματα στην αρχή των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Αποφοίτησε από τη σχολή των Σερβίων, η οποία εθεωρείτο ότι άκμαζε εκείνη την εποχή όσο καμία άλλη στην ελληνική γη.  Τον συναντούμε στη Βενετία, γύρω στα 1665, όπου διδάχτηκε τη λατινική και ιταλική γλώσσα, ενώ παράλληλα τελειοποιήθηκε στη Φιλοσοφία. Επιστρέφοντας στα Σέρβια προσκλήθηκε το 1668 στη σχολή της Κοζάνης, της οποίας υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλος. Τρία χρόνια μετά ξαναγύρισε στα Σέρβια όπου προσκλήθηκε ως δάσκαλος για τα παιδιά ορισμένων οικογενειών. Στο διάστημα αυτό πέθανε ο επίσκοπος Σερβίων Διονύσιος και κατά γενική απαίτηση όλης της επαρχίας αναδείχθηκε επίσκοπος Σερβίων. Το σημαντικότερο έργο του είναι μία Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών που εκδόθηκε στη Βενετία το 1675  και αποτελεί σταθμό στην Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιατί είναι το πρώτο νεοελληνικό βιβλίο που αναφέρεται στην αρχαία ελληνική ιστορία. Σύμφωνα με τον Χαρίση Μεγδάνη οι Αθηναίοι ευγνωμονώντας τον Κονταρή για την ιστορία της πόλης τους, τον έκαμαν Μητροπολίτη Αθηνών, μόλις απεβίωσε ο τότε Μητροπολίτης τους. Το 1682 δίδασκε στη Θεσσαλονίκη στη μονή της Καμαριώτισσας  και το 1690 έγινε Μητροπολίτης Σμύρνης, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1698. Έργο του είναι και ο χρυσοκέντητος Επιτάφιος που βρίσκεται στο μητροπολιτικό ναό της Κοζάνης, τον Άγιο Νικόλαο.
Από τα μέσα του 17ου αι. στην περιφέρεια Σερβίων, καθώς και σε άλλα μέρη της Βορείου Μακεδονίας και νοτιότερα, έχομε συστηματικές επιδρομές Ελλήνων κλεφτών, οι οποίοι αναστατώνουν την τουρκική διοίκηση που μάταια αγωνίζεται να πατάξει τη ληστεία.
Σε περιοχές  στη Μακεδονία, όπως τα Γενιτσά, η Ανασελίτσα, τα Σέρβια υπήρχαν αρματολοί ως φρουροί συνοριακοί ή των ντερβενίων.
Το 1699 εκδόθηκε φερμάνι, που διέτασσε όλοι οι Έλληνες  αρματολοί να αντικατασταθούν με Τούρκους, διαταγή όμως που δεν μπόρεσε να τηρηθεί για πολύ. Από το αρματολίκι των Σερβίων αποπέμφθηκε ο Μεϊντάνης, ο οποίος καταγόταν από το Πολύρραχο και είχε κατατροπώσει τους Τούρκους σε πολλές συμπλοκές.
Χαρακτηριστικό για τη δύναμη που διέθεταν οι αρματολοί είναι και η συμφωνία που είχε πετύχει, κατά τον Κασομούλη, ο Μεϊντάνης με τους Τούρκους.                                                                                                                                                                                                                                                                                   
1ον Τούρκος να μη μπαίνει στις επαρχίες του
2ο. Οι κάτοικοι να στέλνουν τους φόρους διά μέσου των προκρίτων στις αρμόδιες Οθωμανικές αρχές
3ο Οι υπό τις διαταγές του αρματολοί να μην πληρώνουν κανένα φόρο και χαράτσι.
Στα μέσα του 18ου αι. το Βέρμιο, τα Πιέρια, το Καϊμακτσαλάν, ο Όλυμπος και τα Χάσια κλεφτοκρατούνται απολύτως. Από το 1751 έχουμε ήδη πληροφορίες για τις κινήσεις των κλεφτών στην ευρύτερη περιοχή των Σερβίων. Oι Tούρκοι μάταια αγωνίζονται με τα λίγα αποσπάσματα και τα αλλεπάλληλα φιρμάνια να καταπνίξουν την κίνηση των ανυπότακτων ελληνικών ορεινών πληθυσμών, που διαρκώς αυξάνει και που προαναγγέλλει μια γενικότερη και συστηματική εξέγερση στο μέλλον.
 Δεν υπήρχε Μακεδονικό βουνό χωρίς τον κλέφτη του και δεν υπήρχε ορεινή περιοχή στην οποία να φαίνεται ότι ασκεί εξουσία η τουρκική διοίκηση.
Του λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια
Του λέει κι ου πετρουκότσυφος σε κλέφτικα λιμέρια
Φέτους οι κλέφτες σκόρπισαν κι γίνηκαν μπουλούκια…
Κατά το 1765 διαπιστώνουμε οργανωμένη και μελετημένη συνεργασία των κλεφτών της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Στερεάς, μοναδική στο είδος της. Σχετικό φερμάνι που απευθύνεται στον βαλή της Θεσσαλονίκης και τις Αρχές της Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Στερεάς  την κάνει γνωστή. Κατ’ αυτό οι αρχηγοί των κλεφτών Πλαταμώνος, Ελασσόνος, Σερβίων κλπ. υποκινούν τους Έλληνες σε ανταρσία. Ενώ οι καπεταναίοι Μίχος, Μάρκος και Κώστας εις την περιφέρεια Σερβίων με πλήρη σύμπραξη με τους άλλους καπεταναίους διενήργησαν εκστρατεία κατά της περιφέρειας του Ολύμπου. Εκεί συνέλαβαν πλείστους αιχμαλώτους για την απολύτρωση των οποίων ζητούσαν λύτρα 500-600 γρόσια για τον καθένα. Τελικά εισέβαλαν στο χωριό Κάλλιανη, (σημερινή Αιανή, το οποίο τουρκοκρατούνταν απολύτως). Το πυρπόλησαν, φόρτωσαν τα έπιπλα και σκεύη σε 94 ημιόνους των ραγιάδων, φόνευσαν και τραυμάτισαν πολλούς κατοίκους. … H οργανωμένη αυτή επίθεση και συνεργασία είχε ως κύριο σκοπό τη ληστεία, αλλά και υποσχόταν πολλά για μία προσεχή οργάνωση των σκληρών και ορεσίβιων αυτών ανδρών για να χρησιμοποιηθούν στις μέλλουσες επαναστάσεις του ελληνικού Γένους, όπως σημειώνει ο Βασδραβέλης στην Ιστορία του.
To 1760 εμφανίζεται και το όνομα του Σύρου ως αρματολού των Σερβίων.
«Ο Σύρος απ’ τα Σέρβια κι ο Νάννος απ’ τη Βέροια
Κονάκια ‘χουν στην Τσαπουρνιά κονάκια στα Κανάλια,
Κονάκια’ χουν στην Κερασιά, σ’ ενός παπά το σπίτι…»
Ο Σύρος καταγόταν απ’ την πόλη των Σερβίων, έδρασε στα χρόνια 1760-1790 και ήταν ψυχογιός και πρωτοπαλίκαρο του Ζήδρου (περήφανου καπετάνιου της Ελασσόνας). Όπως λέει ο Κασομούλης, «καταπλακωμένος από την επήρεια των ενδοξοτέρων ονομάτων, του Λάππα, Τζιάρα, Γκέκα, με τους οποίους συνήκμαζε, αν και συνεκινδύνευσε και υπέφερε σε όλες τις περιστάσεις με αυτούς, δεν μας παρουσιάζει στην εποχή του δικό του κατόρθωμα ένδοξο ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους προγόνους του.
Την ίδια εποχή με το Σύρο έδρασε και ο Κζιώτας συνεργάτης του Βλαχάβα, πατέρας του Στέργιου και παππούς των καπεταναίων της περιοχής Σερβίων, Αναγνώστη, Γιάννη και Παναγιώτη Μπζιώτα.
Καθώς τα αρματολίκια ήταν συνήθως κληρονομικά, οι γιοι του Σύρου Γιώργος και Θανάσης οι επονομαζόμενοι και Συρόπουλοι, και οι γιοι του Στέργιου Μπζιώτα, Αναγνώστης, Παναγιώτης και Γιάννης ανέλαβαν τα αρματολίκια των Σερβίων γύρω στα 1775-80. Όπως σημειώνει ο Θανάσης Τσαρμανίδης, φαίνεται ότι τα αρματολίκια των Σερβίων ήταν δύο την εποχή αυτή, αυτό του τμήματος των Χασίων με καθέδρα το Μεταξά (που το είχαν οι Μπζιωταίοι) και αυτό των Πιερίων με καθέδρα τη Σκούλιαρη (που το είχαν οι Συραίοι).                                             
Από το 1776 αναφέρονται ονόματα Σερβιωτών που θυσιάστηκαν στο βωμό του αγώνα. Νέες απειλές  διαφαίνονται και πάλι δέκα χρόνια μετά, όταν ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής διορίστηκε από την Πύλη γενικός επόπτης των Δερβενίων της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και των Σερβίων.  Την εποχή αυτή οι διώξεις των Χριστιανών από τους Τούρκους οδήγησαν πολλούς στη μετανάστευση προς την Αυστροουγγαρία, όπου υπήρχαν από παλιότερα Σερβιώτικες παροικίες.
Ένας από αυτούς τους μετανάστες είναι και ο Σερβιώτης Δημήτριος Παπαγιαννούσης, γνωστός ως Πόποβιτς ή Ποποβίκης.
Γεννήθηκε στα Σέρβια το 1750. Γι’ αυτό σε μια επιγραφή που βρίσκεται στον τοίχο της Ελληνικής Εκκλησίας στην Πέστη της Ουγγαρίας, φέρει το επίθετο Μακεδονο-Σερβίτης (Σερβιώτης), όπως σημειώνει ο Βαλκανιολόγος Ιωάννης Παπαδριανός. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Κοζάνη, όπου χειροτονήθηκε ιερέας και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή της Κοζάνης όπου δίδασκε ο Κύριλλος από τα Άγραφα και ο Καλλίνικος Μπάρκοσης τον οποίο και διαδέχθηκε στη σχολή στα 1777. Διηύθυνε τη σχολή  μερικά χρόνια και μετά καθώς η σχολή έκλεισε για οικονομικούς λόγους αποδήμησε στην Κωνσταντινούπολη. Ο θάνατος της γυναίκας του του επέτρεψε να ανεβεί στα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα. Κατατάχτηκε στο σώμα των Μοναχών με το όνομα  Διονύσιος και το 1783 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Βελιγραδίου. Εδώ ανέπτυξε πολύπλευρη δράση και αγωνίστηκε σκληρά για να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του ορθοδόξου ποιμνίου του.
Το 1788 η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και το 1789 ο αυστριακός στρατός πολιόρκησε το Βελιγράδι που το κατείχαν οι Οθωμανοί. Η πολιορκία παρατεινόταν και τότε ο Παπαγιαννούσης με κίνδυνο της ζωής του κατασκεύασε αντικλείδια των Πυλών του Φρουρίου και με τη βοήθεια δεκαεπτά Κοζανιτών, μέθυσαν τους φύλακες και βοήθησαν να παραδοθεί το Βελιγράδι στους Αυστριακούς. Με την πράξη του αυτή προσέλκυσε την εύνοια του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας  και αναδείχθηκε ο πρώτος Έλληνας Ορθόδοξος Επίσκοπος Βούδας στα 1790. Το 1797 ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β΄ χορήγησε τόσο στον ίδιο όσο και στο γιο του τον τίτλο ευγενείας και προνόμια που απολάμβανε μόνο η ανώτατη τάξη των ευγενών.
Ο Διονύσιος έμεινε επί κεφαλής του ποιμνίου του 40 περίπου χρόνια Πέθανε στα 1828 και τον έθαψαν στην ελληνική εκκλησία της πόλης του Αγίου Ανδρέου, που βρίσκεται κοντά στη Βούδα. Ο Σερβιώτης αυτός ιεράρχης  έζησε όπως ήταν γραμμένο σε μια μικρή εικόνα που σωζόταν στη Μητρόπολη της πατρίδος του, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Παπαδριανός, ως πιστός «Θεώ, Βασιλεί και Ποιμνίω». Ολόκληρη την περιουσία του από βιβλία και άμφια την αφιέρωσε στην Ελληνική κοινότητα Πέστης, στο γραφείο της οποίας υπήρχε αναρτημένη η προσωπογραφία του μέχρι τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Άξιος συνεχιστής του πατέρα είναι ο γιος, ο Χαρίσιος,  που άλλαξε το όνομά του σε Ευφρόνιο Ραφαήλ. Η δράση του Ευφρόνιου είναι στον εκπαιδευτικό και δημοσιογραφικό τομέα. Διδάσκει στα ελληνικά σχολεία και συστήνει στους γονείς: « Ας είστε βέβαιοι ότι εκείνα τα πράγματα τα οποία ημπορούν να διδαχτούν τα παιδιά στα σχολεία αξίζουν περισσότερο από κάθε λογής μάλαμα και ασήμι ή υποστατικόν…»
Αυτοί οι απόδημοι Έλληνες έθρεψαν και φύλαξαν την ελπίδα του Γένους μας για την Ανάστασή του.
Όταν το 1798 θανατώθηκαν στο Βελιγράδι ο Ρήγας Φερραίος και οι σύντροφοί του, οι χριστιανικές οικογένειες των Σερβίων βυθίστηκαν στο πένθος, διότι όπως σημειώνει ο Θανάσης Τσαρμανίδης ενός από τα παλικάρια του Ρήγα η μητέρα ήταν Σερβιώτισσα, κόρη του Σερβιώτη άρχοντα Θεοχάρη Κατζάνου.
Κατά το τέλος του 18ου αι. αφαιρέθηκαν από τους αρματολούς οι περισσότερες επαρχίες στις οποίες είχε ανατεθεί η διαφύλαξη, κατόπιν αποφάσεως του Σουλεϊμάν πασά, όπως τα Σέρβια, τα οποία αποτελούσαν το κλειδί της οδού Λαρίσης –Μοναστηρίου. Είναι η εποχή που δε συναντούμε στα αρχειακά κείμενα αρματολούς στην υπηρεσία της τουρκικής διοίκησης, διότι και αυτοί είχαν μεταπηδήσει στην τάξη των κλεφτών, όπως συνήθως συνέβαινε. Όμως και πάλι παραμένουν κάποιοι αρματολοί έως το 1821 και αργότερα.
Μετά τη ρωσοτουρκική συνθήκη του 1812, οι Μακεδόνες αρματολοί που ήλπιζαν στους Ρώσους άρχισαν να απογοητεύονται. Πολλοί τότε μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Σύρος (Συρόπουλος) αρματολός των Σερβίων αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στον Όλυμπο συνδιαλλασσόμενοι εν ανάγκη με τον Αλή πασά, που είχε την ευθύνη της περιοχής,  όπως είχαν πράξει οι Σουλιώτες και οι περισσότεροι από τους  Ακαρνάνες και Στερεοελλαδίτες αρματολούς. Το 1813 ο Βελή πασάς, γιος του Αλή, αιφνιδιαστικά κατέλαβε τη Μηλιά  και κατέσφαξε τους Λαζαίους. Και σύμφωνα με τον Κασομούλη μόλις την τελευταία στιγμή κατόρθωσαν οι Συραίοι και έφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Το 1820 ο Γεώργιος Σύρος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και την ίδια εποχή εκδηλώθηκαν επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή των Σερβίων, συνέπεια των οποίων ήταν να συλληφθούν παπάδες και πρόκριτοι από χωριά της περιοχής. Αυτούς τους έσωσε τελευταία στιγμή η προσπάθεια του αγά των Σερβίων και του Επισκόπου Σερβίων και Κοζάνης Βενιαμίν. Ο Βενιαμίν ήταν άριστος διπλωμάτης και πολιτικός, γνώστης των πραγμάτων, οξύνους, διορατικός, διατηρούσε φιλικότατες σχέσεις με σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης των Τούρκων και σε κάθε περίπτωση κινδύνου έσωζε την πόλη.
Τα γεγονότα που συντελέστηκαν στην περιοχή κατά το 1821 δε φωτίζονται επαρκώς. Σε μια σύγκρουση Ελλήνων επαναστατών της περιοχής Σερβίων υπό την αρχηγία των Μπζιώτα, Μπήκο και Τσιόγκα με τουρκικό τάγμα κοντά στο Καταφύγι, ολόκληρο το τουρκικό τάγμα κατεσφάγη. Και αλλού αναφέρει ο Κασομούλης ότι οι καπεταναίοι των Σερβίων πάνω από το Καταφύγι απασχολούσαν τους Τούρκους και έτσι μπόρεσε η δύναμη του Κασομούλη να περάσει ανενόχλητη.   Γενικώς οι συνέπειες της επανάστασης του 1821-22 στα Πιέρια ήταν καταστροφικές για την περιοχή. Πέντε χρόνια αργότερα βρίσκουμε τους Σερβιώτες οπλαρχηγούς Συρόπουλους μαζί με άλλους να ζητούν ηθική και υλική υποστήριξη από την ελληνική Κυβέρνηση για να απελευθερώσουν τα εδάφη τους.                                                                                               
Στις αρχές του 1854 ξεσπούσε το επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλία. Η επαρχία Σερβίων βρέθηκε έτσι να διχοτομείται μεταξύ των Πιερίων και Χασίων.  Σε μία σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων ένα τμήμα από 70 άνδρες υπό την ηγεσία του Σερβιώτη Ζήση Σωτηρίου και του Γούλα Μπζιώτα κατατρόπωσε δύναμη 1500 Τούρκων στρατιωτών.
Ο Ζήσης Σωτηρίου είναι σημαντική προσωπικότητα του 19ου αι με δράση και φήμη. Γιος αρματολού των Σερβίων, του Καπετάν Σωτήρη, υπήρξε, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Νικόλαος Κοεμτζόπουλος στο Βιβλίο του, μεγάλος Πατριώτης, ο κορυφαίος από τους Εκλεκτούς, Ιδεολόγος, Οραματιστής και Αγωνιστής με τα όπλα, τη γραφίδα και το λόγο. Αγνός Έλληνας που δεν έπαυσε ποτέ να αγωνίζεται ο ίδιος και να νουθετεί τους Έλληνες για «Σύμπνοια και προπαρασκευή, για να πετύχουν μια μέρα να διώξουν τον τύραννο στην Κόκκινη Μηλιά»  δηλ. στα βάθη της Ασίας, «με την Ελληνική Σημαία να κυματίζει στην Αγια-Σοφιά και πάνω στις κορυφές του Ολύμπου, όπως έλεγε, «εκεί όπου είχαν την κατοικία τους οι Θεοί των Αρχαίων ημών Προγόνων».
Γεννήθηκε στα Σέρβια στις αρχές του 1799, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και γνώρισε τη μαύρη σκλαβιά. Καταγόμενος από ευκατάστατη οικογένεια, «εκ των επισημοτέρων οικογενειών», από πολύ νέος φεύγοντας διωγμούς και πιέσεις των βαρβάρων Κονιάρων αναχώρησε στην Ουγγαρία, εγκαταστάθηκε  στην Πέστη και επιδόθηκε στο εμπόριο. Έγινε «Πραμματευτής», απέκτησε μεγάλη περιουσία, που ξόδευε αφειδώς για Εθνικούς σκοπούς. Εκεί συνέχισε και την επιμόρφωσή του.
Ο Ζ. Σωτηρίου με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, αφού έκαψε ομοίωμα Τούρκου στην κεντρική πλατεία της Πέστης, ακολουθούμενος από χιλιάδες Έλληνες και Ούγγρους βγήκε από τις πύλες της Πόλης κατευθυνόμενος στη Μακεδονία.
Συνελήφθη και ρίφθηκε στις τουρκικές φυλακές απ’ όπου με χρήματα και πολλά μέσα  κατάφερε να σωθεί. Αργότερα εκφράστηκε γι’ αυτό το γεγονός: «όλα αυτά τα υποφέραμε για την πίστη, για την αγάπη της Πατρίδος και για την ανεξαρτησία μας.» Διέφυγε στο Άγιο Όρος και στη Χαλκιδική, και πολέμησε κατ’ αρχάς στο πλευρό του Εμμανουήλ Παπά. Το 1822 πήρε μέρος στον αγώνα των Ναουσαίων και από κει αναχώρησε για τη Δυτική Μακεδονία. Στην Κοζάνη έπεσε στα χέρια των στρατιωτών του Μπαϊράμ πασά, κατόρθωσε να δραπετεύσει προς τα Πιέρια και τον Όλυμπο, όπου είδε για τελευταία φορά τους γονείς του και τα αδέλφια του. Μέχρι το 1827 έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στη Στερεά, στα νησιά και στην Πελοπόννησο, μαζί με άλλους Μακεδόνες.
Το 1829 αποφοίτησε από τη «Σχολή των Ευελπίδων» με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Τακτικού Στρατού και εξέδωσε με δικές του δαπάνες «έρωτι προς το Γένος» δύο βιβλία  για να τα χρησιμοποιούν τα παιδιά στα σχολεία. Ως αξιωματικός υπηρέτησε την Πατρίδα αμισθί, διότι «Η Ελλάς είναι πτωχή», έλεγε. Έκαμνε μάλιστα και δωρεές, σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
Ο Ζ. Σωτηρίου απευθύνει παραινέσεις προς όλους τους Έλληνες για ομόνοια  «Ο Έλλην (εννοεί τον εαυτό του) απαιτεί να αφήσομε από σήμερα κατά μέρος κάθε δοξασία και κάθε πάθος, όπως έγινε κατά την ημέρα εκείνη της 25ης Μαρτίου του 1821, και μόνο ένα αίσθημα, το υπέρ της ευημερίας της Πατρίδος και το αίσθημα της ομόνοιας ας κυριεύσει τις ψυχές όλων μας.»
Ώ άφετε, τρισάθλιοι, τα στυγερά σας μίση.
Μ’ εν δάκρυ, μ’ ένα φίλημα συνενωθήτε πάλιν,
Κι εκεί που άρματα λαλούν καθείς μας ας ορμήσει
Ν’ ανοίξει νέας εποχής πανήγυριν μεγάλην
Ο Ζ. Σωτηρίου έγραψε ποιήματα για να προπαρασκευάσει  εξόρμηση κατά των τυράννων:
Ώ γενναίοι Έλληνες φίλοι Πατρίδος,
Έως πότε βάσανα της τυραννίδος,
Έως πότε άθλιοι και υπό τον ζυγόν;
Της ελευθερίας μας ήλθεν η ώρα,
Σάλπιγξ του Άρεως μας κράζει τώρα
Δεύτε φιλελεύθεροι ορμάτε κατ’ εχθρών.
Δεύτε Έλληνες γενναίοι,
Δράμετε προθύμως νέοι
Εις τον θείον Όλυμπον                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       
Κατά τον ρωσοτουρκικό, Κριμαϊκό πόλεμο (1853-56) ξεσηκώθηκαν οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί. Ο Ζήσης Σωτηρίου από τον Ιανουάριο του 1854 καταρτίζει Σώμα επιλέκτων εθελοντών, «των Αθανάτων», τους οποίους εξοπλίζει και συντηρεί καθ’ όλη την διάρκεια της επαναστάσεως με δικές του δαπάνες
Στις 10 Μαρτίου 1854 έδωσαν μαζί με τους άλλους Σωματάρχες όρκον. « Ορκιζόμεθα εις την Αγίαν (ομοούσιον) και Αδιαίρετον Τριάδα και εις το ιερόν όνομα της Πατρίδος ότι αναλαμβάνομε τα όπλα, για να ανακτήσουμε τα θρησκευτικά και πολιτικά των Ελλήνων δικαιώματα, κατά της τουρκικής τυραννίας, … Ορκιζόμεθα να υπερασπισθούμε τη σημαία μας μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός μας…» Στις 21 Μαΐου 1854 ύψωσε στον Όλυμπο τη Σημαία της Ελευθερίας μαζί με τους άλλους Μακεδόνες Οπλαρχηγούς.
Ο Γεράσιμος Βώκος  στο βιβλίο του «Κατοχή» του 1854 υπό των Άγγλων και Γάλλων γράφει: «Την άνοιξη του 1854 ο Ζήσης Σωτηρίου από τον Όλυμπο με τους άλλους Μακεδόνες και τριακοσίους ακόμη πολεμιστές έπεσαν με ακατάσχετη ορμή εναντίον των Τούρκων, που πολεμούσαν στην Καλαμπάκα και τους κύκλωσαν. Οι Τούρκοι  αν και ήταν πολύ μεγάλη δύναμη –7000 πεζοί και 200 Ιππείς—υποχώρησαν εγκαταλείποντας στη μάχη πολλούς νεκρούς και τραυματίες.»
 Ο «παππούς του Ολύμπου», συμπολίτης και συμπολεμιστής του Ζήση Σωτηρίου, έγραφε μετά τη λαμπρή αυτή νίκη στην Καλαμπάκα. «Καπετάνιε, ήλθατε στον Όλυμπο οι μόνοι Καπεταναίοι του Ολύμπου, το «Μακεδονικό Σώμα», και κάψατε τα τουρκικά χωριά Σάταβα και Μπαρλακάδες, και αιχμαλωτίσατε όλους τους Τούρκους συν γυναιξί και τέκνοις και μετά τη λαμπρή αυτή μάχη μόνον 70 τον αριθμόν επήγατε στην κωμόπολη Λιβάδι, όπου κάνατε τη μάχη με 1500 Τούρκους κατά τη θέση Σιάπκα.   Μετά τη μάχη αυτή  ήλθατε στον Όλυμπο και υψώσατε στις κορυφές του Ολύμπου τη μεγάλη Σημαία της Ελευθερίας του Ολύμπου, …»
Στις 7 Ιουνίου 1854 στη σύσκεψη στη Βροντού ο Πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, ζήτησε να παύσουν την επανάσταση, ειδάλλως Γαλλικός και Αγγλικός στρατός θα ερχόταν στον Όλυμπο να τους χτυπήσει. Τότε με θάρρος και παρρησία ο Ζήσης Σωτηρίου απάντησε: «Εξοχότατε,  εάν έλθουν, εμείς θα υψώσουμε τας χείρας μας στον Ύψιστο, θα ανοίξουμε τα στήθη μας και θα τους πούμε: Φιλελεύθεροι Γάλλοι και Άγγλοι, κτυπάτε αθώα στήθη, φονεύσατε τους Έλληνες, διότι ζητούν και αυτοί να ζουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, όπως ζήτε σεις οι Ευρωπαίοι…»  και πρόσθεσε: «Εξοχότατε, νομίζω ότι σε κάθε άλλο μέρος της Ελλάδος μπορούν να έλθουν τα Συμμαχικά Στρατεύματα. Στον Όλυμπο όμως όχι.»
Όταν επέστρεφαν οι οπλαρχηγοί μετά τη σύσκεψη στον Όλυμπο, οι Τούρκοι πασάδες  της περιοχής έστειλαν επιστολές στα τουρκικά στρατεύματα : «Μάθετε ότι αυτού απερνούν οι Καπεταναίοι του Ολύμπου και οι Μακεδόνες, αλλ’ εσείς κάμετε πως δεν γνωρίζετε ότι απερνούν και να μη τύχη να τους δώσετε την παραμικράν αφορμήν πολέμου, διότι εάν αυτοί ήσαν εντός της Καλαμπάκας την 6 Ιουνίου (1854) ημείς δεν εμβαίνομεν εις την Καλαμπάκαν.» 
Όπως δε ο Ρήγας Φερραίος , έγραψε και ο Ζήσης Σωτηρίου τον Θούριό του
Καιρός να λάμψουν εις την γην τα ξίφη σας, ανδρείοι.
Με του Ολύμπου τα βουνά καιρός να μετρηθώμεν,
Και τας δασείας του οφρύς με θάμβος ενώ σείει,
Εις θρόνον από κόκκαλα τυράννων ν’ αναβώμεν.
Ο Ζήσης Σωτηρίου θυσίασε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, καθώς και τον βαθμό του Αξιωματικού για τη Γενική απελευθέρωση της πατρίδος του. «Έπραξα τούτο ευχαρίστως και χωρίς κάποιο σκοπό απαίτησης ή κάποιας αμοιβής …Βεβαιωθήτε ότι και περισσότερη περιουσία εάν είχα, θα την πρόσφερα όλη ολοκαύτωμα, μόνον για να δω τη γη της γεννήσεώς μου ελεύθερη…» γράφει σε επιστολή του προς τον «παππού του Ολύμπου».                   
Το 1880 σε ηλικία 82 ετών απεβίωσε ήσυχα με το παράπονο στα χείλη ότι δεν αξιώθηκε να δει ελεύθερη τη γη της γεννήσεώς του και την ελληνική Σημαία να κυματίζει πάνω στον Όλυμπο και στην Αγια-Σοφιά. Είχε αφήσει παραγγελία πάνω στον τάφο του να μπει η εξής επιγραφή: «Ενταύθα κείται Ζήσης Σωτηρίου. Ζων δεν ηξιώθη να ίδη την φιλτάτην του Πατρίδα ελευθερωμένην και εις τον Άδη θέλει ενεργήσει τα προς απελευθέρωσιν αυτής.»
Από τις αρχές του 1870 πρωταγωνιστικό ρόλο σε επαναστατικές κινήσεις στην Περιφέρεια Σερβίων είχαν οι Βαγγέλης Σπανός και Α. Βελούλας ή Λιτσόπουλος από το Καταφύγι. Ουσιαστικό ρόλο επίσης έπαιζε και ο Σερβιώτης Επίσκοπος της Επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης Ευγένιος, ο οποίος σύμφωνα με έγγραφο του Ελληνικού Προξενείου του Μοναστηρίου εφέρετο ότι «…σκοπεί να ευλογήσει την επανάστασιν άγων 300 άνδρας…» 
Ο Ευγένιος γεννήθηκε στα Σέρβια το 1807. Οι γονείς του ήταν Σερβιώτες, ο Κωνσταντίνος και η Βασιλική Πατέρα το δε βαπτιστικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Επειδή έμεινε  ορφανός και πτωχός, τον  υιοθέτησε ο Επίσκοπος Βενιαμίν και φρόντισε για την εκπαίδευσή του…» Ο Βενιαμίν τον έστειλε στη σχολή της Κοζάνης όπου και σπούδασε γύρω στα έξι χρόνια, ενώ στα 1825 χειροτονήθηκε διάκος και μετά από λίγο διάστημα ανέλαβε και τη διαχείριση των υποθέσεων της Επισκοπής.  Χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης στη Θεσσαλονίκη και από κει μετέβη στη Λειψία ως εφημέριος των εκεί Ορθοδόξων Χριστιανών. Το 1846 επέστρεψε στην Κοζάνη και το 1849 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Σερβίων και Κοζάνης. Αναμείχθηκε ενεργά στην Επανάσταση του 1878 έχοντας ιδιαίτερη σχέση με τα γεγονότα της περιοχής Καταφυγίου μέσω του τότε δασκάλου στη Σχολή Καταφυγίου Δήμου Βασιλείου. Μεγάλη ήταν και η δράση του κατά της Ρουμανικής προπαγάνδας… Μαρτυρείται ότι ήταν «μεμορφωμένος, ευγενής, περιποιητικός, φιλυπόδοχος, φιλόξενος και άκακος, περιθάλπων δραστηρίως και υποστηρίζων τα σχολεία». Η Σχολή των Σερβίων στις συνεχείς προσπάθειές του, χρωστούσε άλλωστε την επαναλειτουργία της, στις αρχές της δεκαετίας του 1880.
Αυτός, ο γέννημα και θρέμμα Σερβιώτης Αρχιερέας Ευγένιος, όταν το Μάιο του 1854 Κούρδοι ήρθαν να λεηλατήσουν την πόλη της Κοζάνης την έσωσε, με την τόλμη του και σε συνεργασία με τον επιδέξιο προύχοντα της Κοζάνης, Νικόλαο Παύλου, που μιλούσε άριστα την τουρκική γλώσσα. Έδωσαν χρήματα και δώρα στους Κούρδους και έσωσαν την πόλη από τον όλεθρο.
Με την έναρξη της επανάστασης του 1878 στις παρολύμπιες περιοχές και στα Πιέρια, Οθωμανικά στρατεύματα άρχισαν να συγκεντρώνονται στα Σέρβια και στο Βελβεντό προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη διευρυνόμενη και στο Μπούρινο ήδη επαναστατική φλόγα. Από τις 18 Φεβρουαρίου έως τις 4 Μαρτίου είχαν συγκεντρωθεί περίπου 1800 Οθωμανοί στρατιώτες, ενώ ταυτόχρονα με τις κινήσεις των Οθωμανών, πράκτορες του Ελληνικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης περιφέρονταν στα χωριά και στην πόλη των Σερβίων συλλέγοντας πληροφορίες. Πληροφορούσαν μάλιστα συνθηματικά τον πρόξενο Κωνστ. Βατικιώτη ότι στα Σέρβια υπήρχαν πολλοί ντόπιοι χριστιανοί που εκδήλωναν την επιθυμία να καταταγούν στα επαναστατικά σώματα. Ο δε Ιωάννης Λιάτης στις 4 Μαρτίου με επιστολή του από το Μπούρινο προς τον Παύλο Καλιγά, τόνιζε την ανάγκη ένα τμήμα εθελοντών από τα Πιέρια να περάσει τον Αλιάκμονα και να ενωθεί μαζί του προκειμένου να γενικευθεί η εξέγερση και να απομονωθούν οι τουρκικές δυνάμεις των Σερβίων και του Βελβεντού μη δυνάμενες να ενισχυθούν από πουθενά.
Την ίδια περίοδο (τέλη του 19ου αι.) μεγάλη φήμη, όπως σημειώνει ο Αθανάσιος Τσαρμανίδης, είχε αποκτήσει ο Παπαδήμος, που καταγόταν από τις Αυλές Σερβίων. Ο Παπαδήμος σε ηλικία 35 ετών έγινε ιερέας αποκτώντας στη συνέχεια σημαντική περιουσία οπότε κάποιος Ρουσίτ, μπέης των Σερβίων, τσιφλικάς μεγάλων εκτάσεων του χωριού Αυλές, ζήτησε να αγοράσει και τα κτήματα του Παπαδήμου. Ο Παπαδήμος αρνήθηκε αλλά μετά από απειλές, εκβιασμούς και σκευωρίες του Οθωμανού μπέη, αναγκάστηκε να καταφύγει στα Πιέρια, όπου συγκρότησε πενταμελή ομάδα, που έγινε περίφημη σε όλη τη Δυτική Μακεδονία μετά από μια μάχη με τουρκικό απόσπασμα 60 ανδρών στη θέση Σιάπκα, όπου υπήρχε σημαντικό λημέρι κλεφτών.
Ξύπνα, αφέντη μ’ κι άκουσε, ξύπνα καλέ μ’ αφέντη
Πάμι να ξαπουστάσουμι στης Σιάπκας τα λημέρια
Πούνι λιοντάρια τα πιδιά ατούρκευτα κιφάλια
Πούνι κι ο Αϊ Γούμενος για να σι μιταλάβει.
 Στη μάχη, λοιπόν,  αυτή 50 Οθωμανοί φονεύθηκαν και οι εναπομείναντες 10 αιχμαλωτίσθηκαν από τους πέντε Έλληνες λησταντάρτες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γεωργ. Σπανός από τα Σέρβια και ο Χρ. Σταμκόπουλος από το Τριγωνικό.  Ο τουρκικός πληθυσμός της επαρχίας Σερβίων έτρεμε κυριολεκτικά στο άκουσμα του Παπαδήμου τον οποίο και αποκαλούσαν «Ντελή-παπά» (τρελόπαπα) Στην ορεινή περιοχή του Ρυμνίου υπάρχει ακόμη το τοπωνύμιο «Λημέρι του Παπαδήμα»  Στα  Σέρβια τραγουδιόταν το τραγούδι:
«Αντάριασε ο ουρανός και γίνηκε σκοτάδι
Τον Παπαδήμο κυνηγούν με τον Μακρή Θανάση.
Ο Παπαδήμος γνωστικός, πολύ σαραφιασμένος,
Στα παλικάρια τ’ έλεγε, στα παλικάρια λέει:
Παιδιά μου να μ’ ακούσετε και να μ’ αφουγκραστείτε,
Γιατί θα γένη πόλεμος, θα γένη κι ανταρσία,
Θα κλάψουν μάνες για παιδιά, γυναίκες για τους άνδρες,
Θα κλάψουν καπετάνισσες για τους καπεταναίους.»
Στα Σέρβια, μολονότι ήταν γεμάτα με μιναρέδες και σαρίκια, είχε επικρατήσει και θαυματουργήσει το Ελληνικό Πνεύμα. Αυτό φαίνεται από τις επτά εκκλησιές της πόλης που ποτέ δε μετατράπηκαν σε τζαμιά, καθώς παρατηρεί ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος. Αυτό δείχνει και το παρακάτω τραγούδι που διασώζει ο Κίμων Κοεμτζόπουλος στο βιβλίο του «Οι Λαζαίοι»
«Γειά σου, γερο-Φάραγγα, με τις πολλές κορφούλες.
Κάθε κορφούλα κι εκκλησιά, καθ’ εκκλησιά και βρύση
Φάραγγα, πόχεις «σκοπό» την πέτρα τη μεγάλη,
Φυλάγεις τα ξωκκλήσια μας, φυλάς και τη Σερβιά μας,
 την ξακουσμένη πόλη.
Φυλάγεις και τα Κάστρα μας, και το μέγα μοναστήρι,
Πόχει σαράντα καλογρηές, και γέρο Αρχιμανδρίτη….»
Σε όλη λοιπόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες των Σερβίων δε σκύβουν παθητικά το κεφάλι στον κατακτητή, αλλά αγωνίζονται  όπου και όπως μπορούν εναντίον του.
 Μέχρις ότου ανέτειλε και για τη Μακεδονία η χαρμόσυνη μέρα του 1912.                                                                                                                                                                

Κυρίες και Κύριοι

Εμείς σήμερα θελήσαμε να κάνουμε μια πολύ σύντομη αναδρομή στα γεγονότα και κυρίως στα πρόσωπα που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δύσκολη αυτή περίοδο της ιστορίας μας, για να τα τιμήσουμε. Και να αντλήσουμε μηνύματα κατά της μιζέριας και του διχασμού που μας ταλανίζει ως έθνος και ως κοινωνία. Διότι η Επανάσταση κατά του τυράννου υπήρξε το αποτέλεσμα μακράς διεργασίας της εθνικής ενότητας. Αλλά ταυτόχρονα υπήρξε και αφετηρία του σύγχρονου πολιτιστικού, πολιτικού, θρησκευτικού και οικονομικού βίου μας.
Tο ενδιαφέρον μας για την ουσία και τις πηγές του εθνικού μας βίου πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδηλώνεται συνέχεια και να μας βοηθάει στο συνεχή προσανατολισμό μας προς αυτές, ωσάν σε φάρο τηλαυγή. Είναι κανόνας στην ιστορία, ότι έθνη που αποκόπηκαν από τις πηγές και τις παραδόσεις τους, καταστράφηκαν. Η εμμονή στην παράδοση δε σημαίνει συντήρηση ούτε σωβινισμό. Η επαφή με τις πηγές δεν είναι πράξη  παθητική και ρομαντική. Αντίθετα είναι πράξη δυναμική και δημιουργική από την οποία εξαρτάται η ομαλή συνέχιση του πολιτισμού μας στο σύνολό του.  Στη σημερινή ιστορική καμπή το πρόβλημα της εθνικής μας  ταυτότητας αποκτά ιδιάζουσα σημασία για την περαιτέρω πορεία μας ως Έθνους.

Σας Ευχαριστούμε



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...