Τρίτη, Απριλίου 26, 2011

Βυζαντινά Κάστρα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας»


Βυζαντινά Κάστρα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας»


Η γεωγραφική ενότητα που ορίζουν οι σύγχρονοι νομοί Ημαθίας, Πέλλας, Φλώρινας, Καστοριάς, Γρεβενών και Κοζάνης, σταυροδρόμι των σπουδαιότερων οδικών αρτηριών της χερσονήσου του Αίμου, στο κρίσιμο διάστημα της μετάβασης από την υστερορωμαϊκή στην πρωτοβυζαντινή περίοδο δεν απέφυγε τις ληστρικές επιδρομές των Γότθων, των Ερούλων και των Ούνων.
Επιφανείς και ευημερούσες πόλεις όπως η Βέροια, η Έδεσσα, η Πέλλα, η Διοκλητιανούπολη και η Καισαρειά, ανέλαβαν ηγετικό ρόλο ως προπύργια άμυνας του Βυζαντινού κράτους. Ωστόσο, οι εκτεταμένες καταστροφές που προξένησαν οι επιδρομείς οδήγησαν στην ερήμωση και εγκατάλειψη πόλεων ,όπως η Διοκλητιανούπολη , και στη δημιουργία του νέου αστικού κέντρου της Καστοριάς στη χερσόνησο της ομώνυμης λίμνης.      
Οι επιδρομές και εγκαταστάσεις των Σλάβων στους αιώνες που ακολούθησαν, σε συνδυασμό με πολλές φυσικές καταστροφές που αποδίδονται σε σεισμούς, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή ορισμένων πόλεων  όπως της Καισαρειάς και της  Πέλλας ή τη συρρίκνωση κάποιων άλλων Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης αποτελεί η πόλη της  Έδεσσας, η οποία κατά τη διάρκεια  των λεγόμενων “Σκοτεινών αιώνων”,  περιορίσθηκε στην άκρη  του βράχου, στη θέση που βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη, όπου ιδρύθηκε το βυζαντινό κάστρο των Βοδενών.
Στην αμέσως επόμενη περίοδο, η  διάρρηξη της συνοχής των συνόρων με τις διαδοχικές εισβολές των Βουλγάρων του Συμεών πρώτα και του τσάρου Σαμουήλ στη συνέχεια, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη ανασυγκρότησης  του εξασθενημένου αμυντικού δικτύου. Στο πλαίσιο αυτό, υλοποιήθηκε εκτεταμένο πρόγραμμα επισκευής των οχυρώσεων της Βεροίας και της Καστοριάς. Συγχρόνως, τα ευαίσθητα και στρατηγικά σημεία της ενδοχώρας ενισχύθηκαν αμυντικά με το σχεδιασμό και την ίδρυση των νέων οχυρωμένων οικισμών-κάστρων  των Σερβίων και  των Μογλενών στη χρυσή Αλμωπίας Πέλλας.
Κατά τη διάρκεια της ύστερης βυζαντινής περιόδου, το αμυντικό σύστημα των οχυρωμένων πόλεων της Βεροίας και των Σερβίων ενισχύθηκε  περισσότερο, με την κατασκευή και διάμεσου τείχους το οποίο διαιρώντας την πόλη σε επιμέρους τμήματα, δημιουργούσε διαδοχικές  ζώνες άμυνας.

 

Η Βέροια, ένα από τα πλέον αξιόλογα κέντρα της Μακεδονίας, κτισμένη σε ένα υψίπεδο στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου όρους ,σε μια οχυρή θέση με άφθονα νερά, έχει να επιδείξει , ανάμεσα στις άλλες αρχαιότητες και ισχυρή οχύρωση.
Τα τείχη της, όπως σώζονται σήμερα(εικ.1), περιβάλλουν την πόλη από τη νοτιο­δυ­τική, τη νότια, την ανατολική και τη βόρεια πλευρά της. Οχυρωμένη, ωστόσο, σύμ­φωνα με σημείωμα του 9ου. μ.Χ αι. με το οποίο δίδεται η περίμετρος της οχύρωσης (3517 μ.), ήταν και η δυτική της πλευρά, στην οποία πρόσθετο στοιχείο άμυνας ήταν η παρεμβολή του ποταμού Τριπόταμου. Η σωζόμενη οχύρωση ακολουθεί τη διαδρομή που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, όταν η πόλη, για να απωθήσει επιδρομές βαρβαρικών φύλων στα τέλη του 3ου αι., προχώρησε σε μεγάλης κλίμακας ανοικοδομήσεις και ενισχύσεις των τειχών, που συμπεριέλαβαν ή κατήργησαν προϋπάρχοντα ελληνιστικά υπολείμματα οχύρωσης(εικ.2).
            Η περίμετρος του τείχους του 3ου αι ,υπήρξε η βάση των ανοικοδομήσεων και επισκευών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Η μόνη, μη σωζόμενη, νέα προσθήκη στο υφιστάμενο περίγραμμα του τείχους του 3ου αι. είναι το εγκάρσιο εσωτερικό τείχος ,που επιχειρήθηκε να κατασκευασθεί από το Στέφανο Δουσάν κατά τη διάρκεια της σύντομης σερβικής κατοχής στο 14ο αι.
Οι κύριες είσοδοι του περιβόλου βρίσκονται στα πέρατα των κεντρικών οδικών αρτηριών του 3ου αι. Τρεις κύριες πύλες αντιστοιχούσαν στις τρεις κύριες οδικές αρτηρίες που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της Βεροίας με τις άλλες σημαντικές πόλεις του μακεδονικού χώρου. Η βόρεια (βασιλική πύλη),η οποία έχει διαπιστωθεί και ανασκαφικά, όπως και η δυτική βρίσκονται στα πέρατα των δύο κεντρικών οδικών αρτηριών που έχουν αποκαλυφθεί κατά μήκος ή παράλληλα των σύγχρονων οδών Μητροπόλεως και Βενιζέλου. Η νότια πύλη βρίσκεται, πιθανότατα, στο πέρας της οδού που αποκαλύφθηκε τμηματικά κατά μήκος της οδού Μυτιλέκα. Από την πύλη αυτή (οψψικιανή) εισήλθε στην πόλη ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός και κατευθύνθηκε στη συνέχεια προς την ευρισκόμενη πλησίον της δυτικής πύλης ακρόπολη της Βεροίας. Άλλωστε, σύμφωνα με την παράδοση, από την πύλη αυτή εισήλθαν και κυρίευσαν την πόλη και οι Τούρκοι..
Τα τείχη της Βεροίας σε όλη τους την περίμετρο ενισχύονται με αμυντικούς πύργους, τετράγωνους(εικ.3), τριγωνικούς και ημικυκλικούς. Οι πύργοι αυτοί ,είναι εγκατεστημένοι στο χώρο της ακρόπολης, πλησίον των πυλών, στις γωνίες του περιβόλου και γενικά σε σημεία, τα οποία είναι ευπρόσβλητα και εκτεθειμένα στις επιθέσεις των εχθρών.
Ο οχυρωματικός περίβολος της Βεροίας στην πρώτη του φάση χρονολογείται στα ελληνιστικά χρόνια. Μετά τη ρωμαϊκή κατάληψη ακολουθεί εγκατάλειψη και κατάρρευση της οχύρωσης. Ωστόσο, οι επιδρομές  Γερμανικών φύλων και ιδιαίτερα των Ερούλων στο β’ μισό του 3ου αι. οδήγησαν σε εσπευσμένη ανοικοδόμηση της οχύρωσης, η οποία προσέφερε ασφάλεια ακόμη και στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.) .
Το 1016 μ.Χ. ο Βασίλειος ο Β’ πραγματοποίησε εκτεταμένη ανοικοδόμηση του οχυρωματικού περιβόλου. Η νέα ισχυρή οχύρωση δημιούργησε προϋποθέσεις για επαρκή ασφάλεια και η απόπειρα των Νορμανδών να κυριεύσουν την πόλη το έτος 1082 μ.Χ., όπως μαρτυρείται από την Άννα Κομνηνή, αποτυγχάνει, ενώ αργότερα οι αυτοκράτορες του 12ου αι., κατά τη διάρκεια των πολέμων που διεξάγουν, χρησιμοποιούν την πόλη ως κέντρο για την ανασυγκρότηση του στρατού τους.      
Οι καταστροφές που προξενήθηκαν στα τείχη το 1206 μ.Χ. από τους Βουλγάρους και ο μεγάλος σεισμός ,που σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1211-1214 μ.Χ. επέβαλαν νέες ανοικοδομήσεις, τις οποίες ανέλαβε αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης (τέλη 1214-αρχές 1215 μ.Χ.) ο ηγεμόνας της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας.
            Έτσι , όταν στο 14ο αι. η πόλη περιήλθε στην εξουσία του Στέφανου Δουσάν οι επεμβάσεις στην οχύρωση περιορίσθηκαν μόνο στην κατασκευή του εγκάρσιου εσωτερικού τείχους που στόχευε, με τη διαίρεση της πόλης σε τρία τμήματα (ακρόπολη και δύο άνισα τμήματα πόλης), στη δημιουργία τριών διαδοχικών επιπέδων άμυνας.

Η Πέλλα μνημονεύεται στις γραπτές πηγές κατά τη διάρκεια ολόκληρης της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Οικοδομικά κατάλοιπα, νομίσματα και αντιπροσωπευτική κεραμική, σηματοδοτούν την αναβίωση της Πέλλας, κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, σε νέα επίκαιρη θέση, επί της Εγνατίας οδού, στην περιοχή, βόρεια ,των λεγόμενων « Λουτρών του Μεγάλου Αλεξάνδρου», 1,5χλμ. δυτικά της ομώνυμης ελληνιστικής πρωτεύουσας.
            Ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης ,αισθητά μικρότερος ,περικλείει τμήμα της άλλοτε Ρωμαϊκής αποικίας της Πέλλας. Ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης (εικ.4)μαρτυρούν ότι ο χρόνος κατασκευής των τειχών της Πέλλας μπορεί να συνδεθεί με το τέλος του 3ου αι., ενώ τα κινητά ευρήματα, κυρίως κεραμική, βεβαιώνουν ότι ο χρόνος  λειτουργίας της  οχύρωσης είναι ολόκληρος ο 4ος και 5ος αι. Πιθανή, ωστόσο, ταύτιση της πόλης με τα «Βασιλικά Αμύντου», τα οποία μνημονεύονται από τον ιστορικό Προκόπιο ως ένα από τα φρούρια που επισκευάσθηκαν από τον Ιουστινιανό , μαρτυρεί ανακαίνιση και λειτουργία του τείχους της πόλης και κατά τον 6ο αι.
Την  οικοδομική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην πόλη στις αρχές του 6ου αι., πιστοποιεί και  η μνημειακή παλαιοχριστιανική βασιλική που εντοπίσθηκε βόρεια από τα λεγόμενα «Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου» και  ανασκάπτεται από το έτος 1997.Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική (εικ.5)με νάρθηκα(εικ.6), εξωνάρθηκα και αίθριο  στα δυτικά και με προεξέχουσα ημικυκλική κόγχη που φέρει στο εσωτερικό της ημικυκλικό κτιστό σύνθρονο, στα ανατολικά. Η κύρια είσοδος  της εκκλησίας βρισκόταν στα νότια ,όπου εντοπίσθηκε μια μνημειακή κλίμακα. Ο ναός διατηρεί πολυτελή ορθομαρμάρωση καθώς και υπολείμματα ζωγραφικού διακόσμου στους τοίχους ενώ τα δάπεδά του κοσμούνται με μαρμαροθέτημα και ψηφιδωτό. Τα αρχαιολογικά στοιχεία που προκύπτουν από την ανασκαφή μαρτυρούν την κατασκευή του ναού στο β’ μισό του 5ου αι. και εκτεταμένη ανακαίνισή του στον 6οαι. 
Τοίχοι κτιρίων ,τα οποία πλαισίωναν νότια και βόρεια τη βασιλική, μαρτυρούν ότι η εκκλησία δεν ήταν ένα μεμονωμένο λατρευτικό κτίσμα αλλά εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο μνημειακό συγκρότημα Ταυτόχρονα,  η παρουσία τείχους(εικ.7), το οποίο διασώζεται σε μικρή απόσταση ανατολικά της βασιλικής, καθιστά ελκυστική την ταύτισή του με οχυρωματικό περίβολο ο οποίος περιέκλειε το συγκρότημα.

Στην Έδεσσα, από τον 5ο έως τον 7ο αιώνα, η πολεοδομική διάρθρωση της ρωμαϊκής αρχαιότητας δεν αλλάζει και η πόλη αναπτύσσεται στον πεδινό Λόγγο, όπου η κάτω πόλη, και στη βραχώδη ακρόπολη(εικ.8). Το τείχος στο πεδινό τμήμα είναι πολυγωνικό με τρεις πύλες και πύργους,(εικ.9) ενώ στην ακρόπολη τριγωνικό με τρεις τουλάχιστον πύργους στις γωνίες. Η τοιχοδομία του ποικίλλει, προδίδοντας τις διαφορετικές φάσεις ανέγερσης και επιδιόρθωσής του. Αναγνωρίσιμη είναι η ελληνιστική φάση με τους ισόδομους λαξευμένους λιθόπλινθους, η ρωμαϊκή με τη χρήση άφθονων σπολίων, και οι παλαιοχριστιανικές επιδιορθώσεις και προσθήκες, όπου κυριαρχούν οι ακανόνιστοι μικροί λίθοι σε άφθονο ασβεστοκονίαμα. . Στον όψιμο 5ο αιώνα, πιθανώς, την εποχή των επιδρομών των Ούννων, ανεγείρεται προτείχισμα σε ευπρόσβλητα σημεία τόσο της πεδιάδας(εικ.10) όσο και της ακρόπολης. Όταν τον 7ο αιώνα οι Εδεσσηνοί εγκαταλείπουν το Λόγγο, λόγω του κύματος των Αβαροσλαβικών επιδρομών και πιθανώς λόγω κάποιας φυσικής καταστροφής (πλημμύρα ή σεισμός), οχυρώνονται στην ακρόπολη που αποτέλεσε τυπικό δείγμα πόλης - κάστρου, που το 10ο αιώνα απαντάται με το μεσαιωνικό όνομα Βοδενά. Μέρος της κάτω πόλης φαίνεται πως κατοικήθηκε περί τον 11ο αιώνα, έχοντας το χαρακτήρα προάστιας περιοχής. Στην ανατολική πύλη σώζονται στοιχεία βυζαντινής δόμησης σε επαφή με τμήμα του αρχαίου τείχους .Τα πολεμικά γεγονότα του 10ου-11ου αιώνα, παράλληλα με τα μορφολογικά δομικά στοιχεία θεωρούμε ότι χρονολογούν αυτή τη φάση επισκευής της πύλης και κυρίως δείχνουν την χρήση και της κάτω πόλης σε αυτή την προχωρημένη περίοδο. Με την ανάκτηση της περιοχής από το Βασίλειο το Β΄ και στο πλαίσιο της αμυντικής πολιτικής του Βυζαντίου, η περιοχή της Έδεσσας οχυρώνεται με δύο αταύτιστα φρούρια, τον Άγιο Ηλία και την Καρδία . Ταυτόχρονα, η οχυρωματική γραμμή της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής  Έδεσσας ενισχύεται και ανακαινίζεται κατά τόπους. Σημαντική καινοτομία αποτελεί η ενσωμάτωση του προτειχίσματος της ακρόπολης στην κυρίως αμυντική γραμμή και η ενίσχυσή του με πύργους, στους οποίους αναγνωρίζεται μεσοβυζαντινή και παλαιολόγεια τοιχοδομία. . Οι τελευταίες επεμβάσεις στο τείχος φαίνεται πως χρονολογούνται την εποχή του Ανδρόνικου Γ΄. Επιβεβαιώνονται, συνεπώς, οι περιγραφές των ιστορικών που είδαν την Έδεσσα ως ένα "φρούριον ... επί πέτρας αποτόμου κείμενον", η ισχύς και το απόρθητο του οποίου τονίσθηκε ιδιαίτερα από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Σημαντικό ρόλο στην άμυνα έπαιξε και η πλούσια υδρολογία της περιοχής, καθώς τα δύο σκέλη του τείχους της ακρόπολης περιβρέχονταν από τη λίμνη και τον ποταμό. Μετά από τμηματική καταστροφή του τείχους της ακρόπολης από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν, μεγάλο τμήμα του ισοπεδώθηκε από τους Οθωμανούς, περί το 1385, και ό,τι απέμεινε από το "θεοφρούρητο κάστρο των Βοδενών" αποτελειώθηκε από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1395/96 και τη μεγάλη πλημμύρα που επακολούθησε.

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές το κάστρο Χρυσής Αλμωπίας ταυτίζεται με τη Μεσοβυζαντινή πόλη Μογλενά. Έδρα επισκοπής από το τέλος του 10ου αι. και ιδιαίτερης διοικητικής μονάδας (θέματος) από τον 11ο αι., η πόλη αναφέρεται από το Σκυλίτζη ως ένας από τους οικισμούς που κυρίευσε ο Βασίλειος Β’ το έτος 1015 και μαρτυρείται από την Άννα Κομνηνή, τόσο η πρόσκαιρη κατοχή της από τους Νορμανδούς το έτος 1082, όσο και η ανακατάληψή της από το μέγα Δομέστικο, Γρηγόριο Πακουριανό στη συνέχεια.
            Η έρευνα του χώρου εγκαινιάσθηκε τα έτη 1985-1987  και κατά τη διάρκειά  της εντοπίσθηκε η περίμετρος του κάστρου και αποκαλύφθηκαν το νοτιοανατολικό τμήμα των τειχών , τρεις πύργοι (εικ.11)(δύο στρογγυλοί και ένας τετράγωνος) και δύο ναοί, που χρονολογήθηκαν στο 10ο-12ο αι. Το τείχος που αποκαλύφθηκε παρακολουθεί τη βραχώδη ακμή του παραρρέοντος ποταμού Μογλενίτσα, είναι διπλό και  έχει πάχος 2,40μ.και σωζόμενο ύψος μέχρι 7μ. περίπου(εικ.12 και 13).
Ο πρώτος ναός εντοπίσθηκε και ερευνήθηκε στο εσωτερικό του οχυρωματικού περιβόλου. Είναι μια τρίκλιτη βασιλική, της οποίας αποκαλύφθηκαν το κεντρικό κλίτος με την προεξέχουσα προς Α ημικυκλική κόγχη, που φέρει στο εσωτερικό της ημικυκλικό κτιστό σύνθρονο και το βόρειο κλίτος .Στο σωζόμενο τμήμα των τοίχων του ναού διατηρούνται σπαράγματα τοιχογραφιών, ενώ το δάπεδό του κοσμείται με μαρμαροθέτημα, το οποίο διασώθηκε αποσπασματικά. Ο δεύτερος ναός αποκαλύφθηκε έξω από το νότιο σκέλος του τείχους και στην κάτοψη των θεμελίων του αναγνωρίσθηκε ένας ναός σχήματος ελευθέρου σταυρού.

Ο εκτεταμένος αρχαιολογικός χώρος  βορειοδυτικά του Άργους Ορεστικού Καστοριάς  στην περιοχή του Αρμενοχωρίου ταυτίζεται με την Διοκλητιανούπολη. Έδρα ομώνυμης επισκοπής στον 4ο αι, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, η Διοκλητιανούπολις ανήκε στη Θεσσαλία και κατά το «Συνέκδημο» του Ιεροκλέους, κατείχε την ενδεκάτη θέση μεταξύ των θεσσαλικών πόλεων.
Με παλαιότερες έρευνες καθορίσθηκε η περίμετρος της οχύρωσης της πόλης (2700 μ. περίπου) (εικ.14 )και ερευνήθηκε τμηματικά ένας μικρός αριθμός ιδιαίτερα πολυτελών λατρευτικών και κοσμικών κτιρίων του 4ου και 5ου αι. διακοσμημένων στις περισσότερες περιπτώσεις, με ορθομαρμαρώσεις, μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά ,ενώ με τη συστηματική ανασκαφική έρευνα , η οποία διεξήχθη στο ΝΔ τμήμα των τειχών το έτος 1996(εικ.15 και 16) έγιναν, σε συνδυασμό και με τις γραπτές πηγές, τεκμηριωμένες υποθέσεις για  το χρόνο κατασκευής και λειτουργίας της οχύρωσης  και για το χρόνο και την αιτία της καταστροφής της.
Το τείχος της Διοκλητιανουπόλεως  αναπτύσσεται  σε ένα ευρύ και ανοικτό πεδίο και έχει μορφή τραπεζίου με μακρές πλευρές τη βορειοδυτική και νοτιοανατολική. Σε όλη του την περίμετρο ενισχύεται με αμυντικούς πύργους ,ορθογώνιους και πολυγωνικούς.(εικ.17) Είναι θεμελιωμένο στο φυσικό βράχο της περιοχής και στη ΝΔ πλευρά ακολουθεί την ακμή των πρανών του παραρρέοντος ποταμού Αλιάκμονα ,ο οποίος αποτελούσε και πρόσθετο στοιχείο άμυνας.
Σειρά χάλκινων νομισμάτων που προέρχονται από τα βαθύτερα στρώματα της  επίχωσης μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο χρόνος κατασκευής των τειχών είναι τα τέλη του 3ου ή οι αρχές του 4ου αι., ενώ τα  κινητά ευρήματα  (νομίσματα και κεραμική που προέρχονται από την επίχωση των ερειπίων) βεβαιώνουν τη λειτουργία τους σε όλο σχεδόν το 4ο αι.
            Πολύτιμες πληροφορίες για το χρόνο και την αιτία καταστροφής των τειχών, παρέχουν τα αρχαιολογικά στοιχεία συνδυαζόμενα με τις μαρτυρίες των πηγών. ‘Ηδη ο ιστορικός Προκόπιος αποδίδει την καταστροφή της Διοκλητιανουπόλεως σε επιδρομές βαρβάρων, οι οποίοι έχουν ταυτισθεί, υποθετικά από τους ερευνητές , με τους Γότθους του τέλους του 4ου αι. Την εικόνα μιάς ανάλογης εκτεταμένης καταστροφής ,η οποία χρονολογείται με βάση τα ευρήματα στα τέλη του 4ου αι. παρέχουν και τα στοιχεία της ανασκαφικής έρευνας.
            Ωστόσο, τα αρχαιολογικά στοιχεία μαρτυρούν ότι η παραπάνω καταστροφή δεν ανέκοψε πλήρως τη ζωή και τη λατρευτική δραστηριότητα στην πόλη, αφού σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίζεται ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων κοσμικών και λατρευτικών κτιρίων. Κάτι ανάλογο δε φαίνεται να συνέβη με τον οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος δεν ξαναχτίστηκε, αν και οι επιδρομές των Ούννων και των Γότθων τον 5ο αι. επέβαλαν την ανοικοδόμησή του. Θα  πρέπει να υποθέσουμε ότι αρκετά νωρίς και πριν ακόμη από την εισβολή των Οστρογότθων, ο πληθυσμός είχε αρχίσει να εγκαταλείπει την πεδινή αυτή πόλη, η οποία αν και οχυρωμένη δεν μπορούσε να του προσφέρει ασφάλεια.  Στα πλαίσια αυτών των ιστορικών συνθηκών, όπου η αναγκαιότητα ασφαλούς διαβίωσης των κατοίκων ήταν επίκαιρη όσο ποτέ, δικαιολογείται και η ανίδρυση, σύμφωνα με τον Προκόπιο, μιας νέας οχυρής πόλης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό,  στη λίμνη της Καστοριάς.     
Στην Καστοριά, οι πληροφορίες από τα λείψανα της οχύρωσης, την πρόσφατη ανασκαφική έρευνα και τις πηγές μας πληροφορούν ότι στην εποχή του Ιουστινιανού επιλέχθηκε αυτή η οχυρή θέση στη χερσόνησο-νησί της λίμνης Καστοριάς, όπου το ρωμαϊκό Κήλητρο ή Κέλετρο, για την ίδρυση μιάς νέας πόλης, μετά την εγκατάλειψη της γειτονικής Διοκλητιανουπόλεως. Η πόλη αυτή οχυρώθηκε σταδιακά και η οχύρωσή της δέχτηκε αρκετές ανακαινίσεις(εικ.18). Στην εποχή του Ιουστινιανού φαίνεται πως δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωση του ισθμού της χερσονήσου, που ήταν το πιο ευάλωτο σημείο, το οποίο προστατεύθηκε από ψηλούς πύργους. . Είναι πιθανό ότι υπήρχε και μία τάφρος μπροστά από το τείχος, η οποία μετέτρεπε τη χερσόνησο σε νησί. Οι δύο πλαϊνοί βραχίονες του τείχους, που συνιστούσαν το βόρειο και το νότιο σκέλος του, καθώς και η ακρόπολη στο ανατολικό πέρας δεν γνωρίζουμε εάν υπήρχαν από την παλαιοχριστιανική περίοδο. Θεωρείται πιθανό να κατασκευάσθηκαν στη διάρκεια της  ταραγμένης μεσοβυζαντινής περιόδου του 9ου-10ου αιώνα, κατά την οποία σημειώθηκαν εκτεταμένες επεμβάσεις και στο ιουστινιάνειο τείχος του ισθμού. Η διατήρηση εκτεταμένων λειψάνων στον ισθμό με ισχυρούς κυκλικούς πύργους, τμήματα της πορείας του στην ακρόπολη με δύο τετράπλευρους πύργους στο άμεσο περιβάλλον με την Κουμπελίδικη (εικ. 19) και σποραδικά λείψανα στη βόρεια και νότια πλευρά της πόλης επαληθεύουν την περιγραφή της Άννας Κομνηνής ότι “περί δε τον τράχηλον (της λίμνης) και πύργοι και μεσοπύργια ωκοδόμηνται κάστρου δίκην”. Τόσο η τοιχοδομία των σωζόμενων πύργων και του τείχους όσο και τα νεώτερα ανασκαφικά στοιχεία δίνουν πληροφορίες για την ύπαρξη μίας φάσης γύρω στα τέλη του 9ου - αρχές 10ου αιώνα και μίας δεύτερης, ίσως του Βασιλείου Β΄, περί το 1018. Για την ύπαρξη ενδιάμεσου τείχους που χώριζε την ακρόπολη από την κάτω πόλη, υπάρχουν στοιχεία σε χαλκογραφία του 18ου αιώνα, η τοπογραφική ακρίβεια της οποίας ελέγχεται. Οι βυζαντινές οχυρώσεις χρησιμοποιήθηκαν και από τους Οθωμανούς, οι οποίοι προσέθεσαν και τις δικές τους επιδιορθώσεις, που είναι εμφανείς στο τείχος του ισθμού. Επιπλέον, άνοιξαν και μία δεύτερη πύλη στο δυτικό τμήμα και χώρισαν με πρόσθετο εσωτερικό τείχος τη μουσουλμανική από τη χριστιανική συνοικία.

            Το βυζαντινό κάστρο των Σερβίων κτισμένο σε οχυρή θέση στο ακραίο δυτικό τμήμα της οροσειράς των Πιερίων, στον ανατολικό από τους δύο δίδυμους λόφους που υψώνονται πάνω από τη σύγχρονη πόλη, δεσπόζει στην πεδιάδα του Αλιάκμονα, στο σύντομο δηλαδή και προσιτό γεωμορφολογικά πέρασμα  από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα μέσω των στενών του Σαρανταπόρου.
Το κάστρο διαιρείται με τείχος σε τρία  μέρη (εικ.20). Την κάτω πόλη, η οποία καταλαμβάνει μια έκταση 75 στρ. περίπου, την άνω πόλη, έκτασης 20 στρ., η οποία οριοθετείται από  διάμεσο τείχος πολυγωνικού σχήματος που ακολουθεί την κλίση του λόφου και έχει πύργους στρόγγυλους και ορθογώνιους, και την ακρόπολη. Τα τείχη στη σημερινή τους μορφή και στο μεγαλύτερο τμήμα τους χρονολογούνται στο 13ο και 14ο αι. (εικ.21) και συνδέονται με τις πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στην περιοχή και σημάδεψαν την ιστορία της πόλης.
Η ακρόπολη (εικ.22), που αποτελούσε το έσχατο σημείο άμυνας του κάστρου και την έδρα του στρατιωτικού διοικητή της πόλης, περιέκλειε έκταση 2,5 στρ. Την περιέβαλλε πολυγωνικό τείχος που ενισχυόταν με τέσσερις πύργους..Στην κάτω πόλη διασώζονται λείψανα μιας κεντρικής οδικής αρτηρίας, που ξεκινούσε από την βόρεια πύλη  και οδηγούσε στον επισκοπικό ναό.
Η πόλη των Σερβίων μαρτυρείται από τις αρχές του 10ου αι. ως έδρα επισκοπής, τέταρτη στην τάξη μεταξύ των δώδεκα που υπάγονταν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης.  Στα τέλη του 10ου αι. τα Σέρβια καταλαμβάνονται από το βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ στα 1001 ανακαταλαμβάνονται από το Βασίλειο Β΄, ο οποίος στα 1018 καταστρέφει μερικώς τα τείχη για να μην λειτουργήσει το κάστρο ως θύλακας του βουλγαρικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της ύστερης βυζαντινής περιόδου, τα Σέρβια περνούν σταδιακά στην κυριαρχία των Φράγκων, των Σέρβων και τέλος των Οθωμανών στα 1393. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η βυζαντινή ακρόπολη εγκαταλείπεται, ενώ η κάτω πόλη και το τμήμα έξω από τα τείχη παραμένουν πυκνοκατοικημένα.. 

Σε ολόκληρη τη γεωγραφική περιοχή που περικλείουν οι νομοί  αρμοδιότητας της Εφορείας ανιχνεύεται πυκνή κατοίκηση κατά τη διάρκεια της πρώιμης, μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου. Στην δημιουργία και ανάπτυξη των πόλεων συνέβαλαν αποφασιστικά η δεσπόζουσα γεωγραφική τους θέση στο οδικό δίκτυο της ελληνικής χερσονήσου και η μορφολογία του εδάφους που προσφέρονταν για τη δημιουργία  οχυρωμένων οικιστικών συνόλων.
            Το δίκτυο των  οικισμών της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, εντοπίζεται πλησίον ή επί της Εγνατίας οδού και ταυτίζεται σε γενικές γραμμές, αν και αραιότερο, με το προϋπάρχον αντίστοιχο ρωμαϊκό. Αξιοσημείωτο είναι ότι πόλεις όπως  η Βέροια ,η Πέλλα και η Έδεσσα, που ήταν σημαντικά κέντρα και κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, μετά την εξάπλωση και εδραίωση της νέας θρησκείας εξελίχθηκαν σε σημαντικά εκκλησιαστικά κέντρα της περιοχής με την ανέγερση σημαντικού αριθμού θρησκευτικών κτισμάτων, απαραίτητων να καλύψουν τις ανάγκες της νέας θρησκείας.
Από τις αναφορές των γραπτών πηγών και τις αρχαιολογικές ενδείξεις του ίδιου του χώρου προκύπτει  ότι κατά τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου επιχειρείται η ανοικοδόμηση των τειχών ενός μεγάλου αριθμού οικισμών της περιοχής. Διαπιστώνεται έτσι, ότι το αμυντικό δίκτυο ταυτίζεται με το δίκτυο  των οικισμών, προαναγγέλλοντας τo μετασχηματισμό των πρώιμων βυζαντινών οικισμών σε μεσαιωνικά κάστρα, ενταγμένα στη δομή του νέου διοικητικού στρατιωτικού συστήματος  που εφαρμόσθηκε στην αυτοκρατορία, δηλαδή του συστήματος των θεμάτων.                                                                                   
Στα πλαίσια της νέας πραγματικότητας πραγματοποιούνται διαρκείς επιδιορθώσεις στους οχυρωματικούς περιβόλους των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως της Βεροίας και της Καστοριάς,  ενώ ταυτόχρονα ιδρύονται νέοι, μικρότεροι σε μέγεθος οικισμοί, όπως τα Σέρβια και τα Μογλενά, οι οποίοι σταδιακά θα προσλάβουν τα χαρακτηριστικά της  μεσαιωνικής πόλης-κάστρου.
                                                                                                                                                                               
Τα κάστρα που παρουσιάσθηκαν παραπάνω, αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα των οχυρωμένων οικισμών που ιδρύθηκαν στην μακεδονική ενδοχώρα προκειμένου να προστατεύσουν τους πληθυσμούς της σε περιόδους εχθρικών επιδρομών.  Καθένα  από αυτά, προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, είναι μοναδικό καθώς αποτυπώνει βήμα προς βήμα την καθημερινή ζωή και δραστηριότητα εκείνων που έχτισαν τα τείχη του, κατοίκησαν στο εσωτερικό του, ή κατέφυγαν σε αυτό, σε περιόδους δύσκολες και ιδιαίτερα κρίσιμες.

Ως γνήσια πολιτισμικά κατάλοιπα του παρελθόντος μας τα βυζαντινά κάστρα αντιπροσωπεύουν επάξια την πολιτιστική μας κληρονομιά, την οποία καλείται καθημερινά να προστατεύσει και να αναδείξει το ΥΠΠΟ.  Με άμεσο στόχο την καταγραφή, μελέτη και προβολή τους, τα τελευταία χρόνια διοργανώνονται υπό την αιγίδα του σε διάφορες πόλεις επιστημονικά συνέδρια, αρχαιολογικές συναντήσεις και εκθέσεις που συνοδεύονται από σχετικούς καταλόγους.  Παράλληλα, στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας εντάσσονται και ειδικά προγράμματα, με κορυφαίο ίσως, το «Κάστρων Περίπλους» που υλοποιείται υπό την διεύθυνση του ΤΑΠ και στοχεύει στην ανάδειξη των κάστρων του σημερινού ελλαδικού χώρου.  Τέλος, σε πολλές περιπτώσεις, η προσπάθεια διάσωσης και προβολής των κάστρων ενισχύεται από ιδιαίτερες χρηματοδοτήσεις που αφορούν τη συντήρηση και αναστήλωση πολλών από αυτά. 

Το παρόν ευρωπαϊκό τριήμερο εργασίας που διοργανώνεται με αφορμή τη μελέτη ανάδειξης του κάστρου των Σερβίων, που εκπονείται, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα και αποτελεί μια ακόμη προσπάθεια προβολής της βυζαντινής οχυρωματικής, μέσα από το παράδειγμα του κάστρου των Σερβίων


                                                              Ο Προϊστάμενος της 11ης Ε.Β.Α.


                                                                       Αντώνιος Σ. Πέτκος
                                                                 Του κλάδου ΠΕ Αρχαιολόγων
                                                                        Με βαθμό δ/ντή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...