Σάββατο, Μαρτίου 26, 2011

ΜΟΝΟ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΤΕΡΑ-Αποσπάσματα(με αναφορές στην ιστορία των Σερβίων την κατοχή)

ΑΝΝΑ ΧΡΗΣΤΑΚΗ ΚΟΡΝΟΥΕΛ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Eκδόσεις "ΧΑΡΑΥΓΗ" ΑΘΗΝΑ 1996


...Μια μέρα του Σταυρού, το Σεπτέμβρη του '42, έμεινε βαθιά χαραγμένη στις ψυχές των πιστών του Παλιοκάστρου. Μετά την δοξολογία, ο δεσπότης Κοζάνης Σεραφείμ, απόθεσε τα ιερά κειμήλια πάνω στο χρυσοκέντητο κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας με το φιλτισένιο σκαλιστό σταυρό, ανέβηκε αργά στον άφωνα με την ακριβοστόλιστη πατερίτσα στο δεξί χέρι κι αντήχησε απ' άκρη σ' άκρη η ηχηρή φωνή του, κάτω από τη μύτη των Γερμανών:

-Καλοί μου Χριστιανοί , σήμερα έχομεν πάλιν το ιερόν καθήκον να υψώσωμεν την φωνήν μας, ως γνήσιοι πατριώται, εναντίον των σκοτεινών δυνάμεων του Άξονος, δυνάμεις οι οποίες καταπατούν τον λαόν μας με αιματηρούς και δολίους τρόπους δια να κατοχυρώσουν την επίγειον εξουσίαν των. Υπάρχει , όμως , μια μεγαλύτερη δύναμις, η δύναμις του Θεού, η οποία μας καθοδηγεί εις την οριστικήν νίκην. Μόνον τα ανώτερα ιδανικά, τα φιλειρηνικά, είναι ικανά να πρισώσουν τον κόσμον από την τυραννίαν και τας σφαγάς. Η θρησκείαν μας μας δίδαξεν αγάπην προς αλλήλους- εις αυτήν βρίσκεται η δικαίωσις μας. Οι εχθροί προσπαθούν να μας καταπιέσουν, να μας υποδουλώσουν να μας αφαιρέσουν ακόμη και τον αέραν τον οποίον αναπνέομεν , όπως μας φοβερίζουν επανειλημμένα. Απάνθρωπη σκέψις. Φρικτή πράξις. Ημείς απαντώμεν με την πεποίθησιν της αληθινής αγάπης δια την σωτηρίαν της ανθρωπότητος, με την διεκδίκησιν της πολύτιμης ελευθερίας μας την οποίαν κανείς απολύτως κανείς, δεν είναι ικανός (ούτε έχει το δικαίωμα ) να μας αφαιρέσει, ούτε καν να την παραβιάσει. Από αυτό το ένστικτον πηγάζει η πιο βαθιά έννοια της ανθρωπίνης υπάρξεως: η εξύψωσις και η συντήρησις του πολυτιμοτέρου αγαθού εις την υφήλιο: της ζωής. Με την πνοήν μας, με τον νούν μας, με τα χέρια υψωμένα , με την κραυγάζουσαν φωνήν των δικαίων θα ψάλωμεν το “Δόξα εν Υψίστοις”, δια να απαλλαγούμεν απο την σκλαβιάν, δια να κερδίσωμεν την αιωνίαν ειρήνην επι γης, την παντοτεινήν αγάπην και ελευθερίαν.

Η ιερή σιωπή έγινε θρύψαλα μέσα στα ζωηρά χειροκροτήματα. Βούιξε ο τόπος. Αναστηλώθηκε η ελπίδα. Σαν μετουσιωμένος , λαμπερός πυρήνας οδηγούσε από το σκοτάδι στο φως. Η ήλιος δεν είχε χαθεί...

...Τον άκουγα ν' απαντάει μ' αφάνταστη ταχύτητα στο κάθε θέμα την ώρα που, ντροπαλά-ντροπαλά , έφερνα γύρω το δωμάτιο με το δίσκο γεμάτο γλυκά του κουταλιού. Ο νους του έτρεψε, μεμιάς , σ' αναρίθμητες κατευθύνσεις, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τις διάφορες συζητήσεις, απαντώντας χώρια στον καθένα μ' απίθανη οξύτητα κι ευστροφία σκέψης.Θαρρούσες έβγαζαν σπίθες τα ολόμαυρα μάτια του κι έλεγες έτριζαν ακόμα και τα παράθυρα από τη βροντερή του φωνή. Προκαλούσε το θαυμασμό και συνάμα το φόβο Θεού!

Ακόμη και οι ναζίδες τον φοβήθηκαν. Πήγαν επανειλημμένα να τον συλλάβουν στη μητροπολιτική έδρα, γιατί δε μπορούσαν έτσι στο άψε-σβήσε να τον ξεκάνουν ,όπως έκαναν με τόσους άλλους. Παρόλη την εχθρότητα τους, τον υπολόγιζαν. Ένας από τους πιο άρτια καταρτισμένους στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία, σπουδασμένος στ' ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης, μιλούσε άπταιστα αρχαία Ελληνικά και Λατινικά, πολυταξιδεμένος σ' Ευρώπη κι Αμερική. Δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν ελεύθερη μια τέτοια προσωπικότητα. Φοβούνταν την επιρροή του στο λαό.
Τρεις φορές πήγαν οι Γερμανοί να τον πιάσουν και τρεις φορές γλύτωσε από τα αιμοβόρα νύχια τους. Την τελευταία φορά εμφανίστηκε μπροστά τους, ντυμένος με τα χρυσά άμφια· η άγια μίτρα στολισμένη λαμπερά , πολύτιμα πετράδια στο κεφάλι κι η ασημένια πατερίτσα , δουλεμένη με σμαράγδια και ρουμπίνια, στο χέρι. Θαμπώθηκαν!

Άρχισε να τους μιλάει για την αρχαία ελληνική δόξα, το μεγαλείο της τέχνης, του πνεύματος, να εξυμνεί τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, του Σωκράτη, ν' απαγγέλλει Όμηρο, Σοφοκλή , Ευριπίδη. Τα' χασαν. Τους αφόπλισε με την ευγλωττία και την εγκυκλοπαιδική μόρφωση του. Κατάκτησε τον κατακτητή. Έφυγαν μαγεμένοι. Μόλις βγήκαν έξω άπραχτοι, συνήλθαν και έτρεξαν πίσω να διορθώσουν το λάθος τους. Μέχρι να ξαναμπούν μέσα, ο δεσπότης το ' χε σκάσει κρυφά από την πίσω πόρτα.

Τον ακούγαμε να περιγράφει την περιπέτειά του, μ' ορθάνοιχτο το στόμα, όταν ήρθε στην τελευταία επίσκεψή του να μας αποχαιρετήσει. “Σώθηκα ως εκ θαύματος. Από τώρα και στο εξής θ 'αφοσιωθώ ψυχή τε και σώματι εις τον αγώναν δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος μας από την τυραννάν και την σκλαβιάν. Θα κυβερνώ το ποίμνιόν μου από το βουνό....

...Η βοδάμαξα ήταν γεμάτη τίνγκα ως απάνω. Μπροστά δίπλα στον κουμπάρο , κάθισε ο Τάσιος, κι από κοντά τους η μαμά κι εγώ περπατάμε με μπόγους στα χέρια κι απο ένα μικρό φορτίο στον ώμο. Οι υπόλοιποι συγχωριανοί μας ακολουθούν ξοπίσω, σα λιτανεία με βουβό καμπαναριό. Μέχρι να περάσουμε τον παλιό Τουρκομαχαλά , ο δημόσιος δρόμος είχε γεμίσει κοσμούρα. Όλοι βαστούσαν κάτι: βαλίτσες σε λογιώ-λογιώ χρώματα(άλλες δεμένες με σχοινιά, άλλες με λουριά)ζεμπίλια, ψάθινα καλάθια- μικρά και μεγάλα-μπόγους ό,τι ήθελες. Μερικοί , πιο τυχεροί , προχωρούν ταχύτερα καβάλα σε γαϊδάρους κι άλλοι , ακόμα πιο τυχεροί , μας ξεπέρασαν όλους καβάλα σε μουλάρια...

..Αργά το μεσημέρι αποσταμένοι απο την κούραση και τη δίψα , φτάνουμε στο Ρήμιο, ένα από τα πιο κοντινά απόμερα χωριά του κάμπου. Τα στενοσόκακα γρήγορα πλημμύρισαν θορυβώδη κοσμοσυρροή κι η ασυνήθιστη αυτή κίνηση έβγαλε τους ντόπιους από τη μεσημεριάτικη νάρκη τους. Απ' η στιγμή που βγαίνουν από τις αυλόπορτες να δουν τι γίνεται , οι πρόσφυγες επιτίθενται σα σμήνη απάνω τους.
-Έχει κανένα δωμάτιο να περάσουμε τη βραδιά; Δε βαστάν άλλο τα παιδιά , μικρά είναι. Όσο να μη μας πάρει η νύχτα στο δρόμο. Χριστιανοί είμαστε κι εμείς!
Τρέχουν λαχανιασμένοι από σπίτι σε σπίτι μήπως βρουν κανένα γνωστό ή κι άγνωστο φιλικό πρόσωπο να τους συντρέξει.
-Τι νομίζετε, θα μας λυπηθούν οι Ρημιώτες ή θα ας στείλουν από εκεί που ήρθαμε; ρωτάει ανήσυχα τη θεία Χρυσούλα η Ελένη, που στέκεται κοντά της.
-Δεν πιστεύω να το κάνουν αυτό. Οι ντόπιοι την ξέρουν καλά την προσφυγιά, γιατί κι εκείνοι δοκίμασαν την πίκρα της, όταν έφυγαν κατατρεγμένοι από την πατρίδα τους το ΄19.
-Νομίζω ότι έχετε δίκιο, λέει πάλι ο Μιχάλης. Είναι αξιέπαινοι , γι' αυτό που κατόρθωσαν αφότου εκπατρίστηκαν απ' τον Καύκασο. Με τη φιλεργία και τις προοδευτικές γεωργικές και κτηνοτροφικές γνώσει ςτους πρόκοψαν σε τούτα τα μέρη. Μετάτρεψαν τον τόπο αυτό σ' ευλογία θεού.
Όλοι , που παρακολουθούν τη συζήτηση , κουνούν σκεφτικά το κεφάλι
Στο μεταξύ ένας ,χωριανός, που μας γνώριζε, πλησιάζει και μπαίνει κι αυτός στην κουβέντα.
-Σε τούτην την δύσκολη ώρα που περνάτε, ανοίγουμε τις πόρτες των σπιτιών μας να σας δεχτούμε σαν αδέλφια. Δοκιμάσαμε κι εμείς το πικρό ποτήρι της προσφυγιάς και καταλαβαίνουμε τι περνάτε.
Μας φιλοξένησαν πρόθυμα οι καλοί απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι. Η νοικοκυρά , μόλις μας είδε, ήρθε να μας δεχτεί με συμπόνια και να μας παραχωρήσει μια γωνιά στο σπιτικό της. Το βράδυ μας φίλεψε βοδινό παστό κρέας και ψωμί με γάλα γελαδινό, κάτι σπάνιο για μας. Έτσι στυλώθηκε κάπως η ψυχή μας...

...Ετοιμαζόμασταν να πλαγιάσουμε , όταν μια απροσδόκητη λάμψη έφεξε στην ανατολή και το πηχτό σκοτάδι διαλύθηκε μέσα σ'ένα ανελέητο γκρίζο-κίτρινο φως. Ολονών τα βλέμματα στράφηκαν προς το Παλιόκαστρο κι ένας πνιγμένος λυγμός γέμισε την κάμαρα. Προχωρήσαμε στο παράθυρο , σα μάζα από μισοκοιμισμένους υπνοβάτες. Αμίλητοι παρακολουθούμε το αλλόκοτο φως , βουβοί μάρτυρες μιας ολέθριας φωτοχυσίας.

Κόλλησα το μέτωπο στο κρύο τζάμι με τα μάτια καρφωμένα στην απίστευτη αυτή εικόνα. Οι κόκκινες φλόγες θεριεύουν , φτάνουν στα μεσούρανα. Φεγγοβολούν στιγμιαία κιτρινωπές και πάλι ξαναφουντώνουν σε μια πύρινη φαντασμαγορία πριν σβήσουν στο χάος της απεραντοσύνης. Χωρίς ν' αρθρώσει κανένας λέξη, ξέραμε πως το Παλιόκαστρο καιγόταν. Ξενύχτησα ακουμπισμένη στο πρεβάζι, υπνωτισμένη από τις φλόγες που ανεβοκατέβαιναν μονότονα όλη τη νύχτα, χωρίς να κοπάσουν ούτε μια στιγμή.
“Ακόμη δε το χωράει ο νους μου”τόλμησε να ψιθυρίσει η μαμά , “οτι μπροστά μας ξετυλίγεται ένα τέτοιο φρυκτό θέαμα”....


...Οι πρόσφυγες του Παλιοκάστρου διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους μετά την πυρκαγιά. Άστεγοι , απένταροι , άρρωστοι ζητιανεύουν άσυλο στο'να φτωχοχώρι και στ 'άλλο. Οι χωριάτες με καλοσύνη και απλόχερα άνοιξαν τις πόρτες τους να μας δεχτούν, πράγμα που ήξεραν ότι οι επαρχιώτες δεν θα το'καναν γι' αυτόυς.
-Ούτι ικί π'τρών τα σκλιά σας δε θα μας αμπόχνατι, λέγαν. Ξέρουμι , ας μας πιρνάτι για κ' τούς.
Μα δεν κρατούν κακία.
-Ας είνι, μη φουβάστι, δε θα σας αφήσουμι να σας φαν τ' αγρίμια κι οι καλιακούδις.
Έτσι βολεύτηκε κάπως ο κόσμος στα χωριατόσπιτα. Οι νοικοκυραίοι σ' ένα δωμάτιο, οι πρόσφυγες στ 'άλλο και τα ζα , τα ζωντανά, κάτω στο πρώτο πάτωμα. Οι καθημερινές ανάγκες έχουν περιοριστεί στα πιο απαραίτητα: τροφή και στέγη. Ούτε ψώνια στο μπακάλη και στο μανάβη, ούτε ράφτρες, ούτε καφενεία, τίποτα. Μα και πάλι από κάποτε χρειάζεται ένας τσαγκάρης, ένας κουρέας, ένας γιατρός, μια μαμή. Όπως είναι σκορπισμένα τα χωριά, βρίσκεις τον ένα τεχνίτης εδώ, τον άλλο εκεί και πιο πέρα, σε καμιά φτωχολύβα το γιατρό, δίπλα στον πρώην μεγαλέμπορα.

Βλέπεις ανθρώπους που, πριν την πυρκαγιά, κουρδίζονταν στα ψηλά τα παράθυρα. Τυφλωμένοι από τα ταπεινά πάθη, την υποκρισία, το φθόνο, την εκδικητική διάθεση, τ'αρπαχτικά ένστικτα και τη μανία στο χρήμα είχαν φανταστεί πως θα τα κέρδιζαν όλα σ' αυτή τη γη. Τώρα δε μπορούν να κρυφτούν , όπως πρώτα, πίσω από τις σπουδαίες θέσεις τους, τις επιδείξεις και τα πλούτη. Δεν βρίσκουν αποκούμπι πια στις δόξες και τα μεγαλεία. Έχουν ισοπεδωθεί οι ανισότητες. Τ'απατηλά στηρίγματα σε ψεύτικες, αβάσιμες αξίες δεν έχουν ισχύ. Η σαπίλα της κοινωνίας δεν μπορεί να κρυφτεί πια....


Σημ. Η δρ Χρηστάκη Κόρνουελ γεννήθηκε ση Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνιας στην Αμερική και έζησε στην Ελλάδα οχτώμισυ χρόνια κατά την διάρκεια της κατοχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...