Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008

Αναφορές για τα Σέρβια μέσα απο Μεσαιωνικά κείμενα

'''Αναφορές για τα Σέρβια μέσα απο Μεσαιωνικά κείμενα'''

''Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-915) για τα Σέρβια''

Το κείμενο

Ιστέον ότι οι Σέρβλοι, απο των αβαπτίστων Σέρβλων, των και άσπρων επονομαζόμενων, κατάγονται ,των της Τουρκίας εκείθεν κατοικούντων εις τον παρ’ αυτοίς Βοΐκι τόπον επονομαζόμενον, εν οίς πλησιάζει και η Φραγγία, ομοίως και η μεγάλη Χρωβατία, η αβάπτιστος, η και άσπρη προσαγορευομένη· εκείσε τύνυν και ούτοι οι Σέρβλοι το απ’ αρχής κατώκουν. Δύο δε αδελφών την αρχήν της Σερβλίας εκ του πατρός διαδεξαμένων , ο είς αυτών το του λαού αναλαβόμενος ήμισυ, εις Ηράκλειον , τον βασιλέα Ρωμαίων προσέφυγεν , όν και προσδεξάμενος ο αυτός Ηράκλειος βασιλεύς, παρέσχεν τόπον εις κατασκήνωσιν εν τω θέματι Θεσσαλονίκης τα Σέρβλια, α έκτοτε την τοιαύτην προσηγορία απείληφεν. Σέρβλοι δε τη των Ρωμαίων διαλέκτω ‘δούλοι’ προσαγορέυονται, όθεν και ‘σέρβυλα’ η κοινή συνήθεια τα δουλικά φησίν υποδήματα,και ‘τζερβουλιάνους’ τους τα ευτελή και πενιχρά υποδήματα φορούντας. Ταύτην δε την επωνυμίαν έσχον οι Σέρβλοι διά το δούλοι γενέσθαι του βασιλέως Ρωμαίων. Μετά δε χρόνον τινά έδοξεν τούς αυτούς Σέρβλους εις τα ίδια απελθείν , και τούτους απέστειλεν ο βασιλεύς . Ότε δε διεπέρασαν τον Δούναβιν ποταμόν , μετάμελοι γενόμενοι, εμήνυσαν Ηρακλκείω τω βασιλεί δια του στρατηγού , του τότε το Βελεγράδιον κρατούντος, δούναι αυτοίς ετέρν γήν εις κατασκήνωσιν.


Μετάφραση




Λογικό ότι οι Σέρβλοι(αναχρονισμός του Πορφυρογέννητου γιατί το όνομα αυτό το πήραν μετά την κάθοδό τους στην Κωνσταντινούπολη) , απο τους αβάπτισους Σέρβλους, απο αυτούς που ονομάζονται και άσπροι, κατάγονται, πέρα απο αυτούς που κατοικούν την Τουρκία(σημερινή Ουγγαρία) στον τόπο που ονομάζεται απο αυτούς Βοΐκι, στον οποίο πλησιάζει και η Φραγγία( σημερινή Γαλλά-βόρεια Ιταλία-Ελβετία -Αυστρία) παρόμοια και η μεγάλη Χροβατία( σημερινή Κροατία; ), η αβάπτιση, η οποία καλείται και άσπρη. Εκεί λοιπον και αυτοί οι Σέρβλοι κατοικούσαν στην αρχή. Δύο αδέρφια ανέλαβαν την αρχηγία της Σερβλίας απο τον πατέρα τους, ο ένας απο αυτούς παρέλαβε το μισό του λαού, και προσέφυγε στον Ηράκλειο τον βασιλιά των Ρωμαίων, τον οποίο και δέχθηκε ο ίδιος ο Βασιλιάς Ηράκλειος και τους περέδωσε τόπο για κατασκήνωση στο θέμα της Θεσσαλονίκης τα Σέρβλια, τα οποία απο τότε προσέλαβαν αυτήν την ονομασία. Και Σέρβλοι στη διάλεκτο των Ρωμαίων προσαγορεύονται οι ‘δούλοι’ ( λατινικό servio), έτσι και ‘σέρβυλα’ ( σημερινά άρβυλα) η κοινή συνήθεια να ονομάζονται τα δουλικά υποδήματα, και ‘τζερβουλιάνους’ αυτούς που φορούν τα ευτελή υποδήματα. Αυτή την επωνυμία πήραν οι Σέρβλοι γιατί έγιναν δούλοι των Ρωμαίων. Μετά απο κάποιο χρόνο θέλησαν αυτοί οι Σέρβλοι να γυρίσουν στην πατρίδα τους, και τους έστειλε πίσω ο βασιλίας. Όταν όμως πέρασαν τον Δούναβη ποταμό, μετάνοιωσαν και έστειλαν μήνυμα στον βασιλειά Ηράκλειο , μέσω του στρατηγού, που δοιηκούσε τότε στο Βελέγραδον (Βελιγράδι), να τους δοθεί άλλη γη για κατασκήνωση.

Σημειώσεις


Η μετάφραση είναι δική μας όπως και στις παρενθέσεις βρίσκονται σχόλια δικά μας.


Ο Πορφυρογέννητος κρίνει την αρχική τοποθεσία των Σέρβλων με βάση την γεωγραφία της εποχής του 10ο αιώνας και όχι του 7ου.

Σημερα υπερισχύει η άποψη ότι τα Σέρβια, η πόλη των Σερβίων, έχει πάρει το όνομά της απο την μετάλλαξη του ονόματος της αρχαίας πόλεως Φυλακαί( με την έννοια του φυλαγω- παρατηρώ ) που υπήρχε στην ίδια περιοχή, στην ονομασία Σέρβια απο το λατινικό servo-( φυλάσω διατηρώ), που έχει την ίδια έννοια και σημασία με το τη λέξη φυλακές.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά όμως την εξήγηση που δίνει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογένητος (913-915) για το όνομα των Σερβίων, θα διπιστώσουμε ότι και αυτός δέχεται ότι το όνομα Σέρβια έχει λατινική προέλευση, προερχόμενο απο το λατινικό servio που σημαίνει γίνομαι σκλάβος- υπηρέτης, και είναι ένα όνομα που έδωσαν οι προγονοί μας σε μια σλαβική φυλή που μαλλον ονομάστηκε απο τότε με αυτό το όνομα.
Επίσης η κατασκήνωση (σκηνές πρόχειρος καταυλισμός) αυτής της σλαβικής φυλής όπως ανάφέρει ο Πορφυρογένητος έχει την ένοια του προσωρινού και ίσως να χρησιμοποιήθηκαν σαν εργάτες για να φτιάξουν μια οχυρή πόλη που δεν ήταν οχυρομένη μέχρι τότε γι’αυτό και το όνομα servio δούλοι.
Αν δεχτούμε ότι υπήρχε οχυρωμένη πόλη κατά την άφιξη αυτής της σλαβικής φυλής, τότε φαίνεται ότι δεν τους δέχτηκαν μέσα στην πόλη και η φυγή τους μετά να σχετίζεται με κάποια δυσαρέσκεια σε σχέση με τους ντόπιους πληθυσμούς.
Το μεσαιωνικό κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου πάρθηκε απο το βιβλίο του Ανδρέα Ξυγγόπουλου ‘’Τα μνημεία των Σερβίων’’ της Εταιρίας Μακεδονικών σπουδών επανέκδοση απο τον Μορφωτικό Όμιλο τα Κάστρα




''Ο Κεκαυμένος για τα Σέρβια ''


Η κατάληψη των Σερβίων απο του Βούλγαρους.


Ο Κεκαυμένος μέσα απο το βιβλίο του ‘’Στρατηγικόν’’ στα τέλη του 11ου αιώνα περιγράφει, πως οι επαναστάτες Βούλγαροι του Σαμουήλ, στα τέλη του 10ου αιώνα και στις αρχές του 11ου κατέλαβαν με πονηριά το κάστρο των Σερβίων απο τους Βυζαντινούς..



Το πρωτότυπο


Σέρβεια πόλις εστίν οχυρά εν Βουλγαρία. Εφύλαττε δε αυτήν στρατηγός ρωμαίος ονόματι Μαγειρίνος και ταξιάρχαι δύο μετά των χιλιάδων αυτών. Ο δε πρός μητρός πάππος μου Δημήτριος ο Πολεμάρχιος ούτω καλούμενος ην υπερέχουσα κεφαλή εις το μέρος εκείνο εις την άκραν· ον μετά το ειρηνεύσαι την Βουλγαρίαν ανεβίβασεν ο μακαρίτης κύρις Βασίλειος ο πορφυρογέννητος εις το των πατρικίων αξίωμα, πεποιηκώς αυτόν και μυστικόν. Πολλά ούν ούτος κοπιάσας και αγυπνήσαν ενιαυτόν όλον εις το ελείν αυτήν απολέμητον ούσαν κρατήσαι ούκ ίσχυσεν. Όθεν και εις κενόν αυτώ γέγονεν ο τοσούτος κόπος. Κρημνός τε γάρ και φάφαγξι φοβερωτάταις την ασφάλειαν εκέκτητο. Ην δε λοερτόν κάτωθεν του κάστρου εις τον κρημνόν, ένθα και απήρχετο ο στρατηγός και οι ταξιάρχαι ότε ηβούλοντο και ελούοντο. Μηχανάται ούν μηχανήν τοιάυτην· ελθών νυκτός και έστη άντικρυς του κάστρου μετά του λαού αυτού ( ο δε τόπος εστίν υλώδης έχων θάμνους) και προσέταξε τοις σύν αυτώ πάσι βαστάζει θάμνους μεγάλους, κρατείν δε αυτάς έμπροσθεν αυτών και σκιάζειν και αποκρύβειν του ίππους και τους αναβάτας αυτών , ώστε φαίνεσθαι ούκ ανθρώπους αλλά τοποκήν τινά ύλην. Είχε δε χονσάριους δύο πλησίον του κάστρου εις την ακρώρεια, οι άμα τω κατελθείν τον στρατηγόν και τους ταξιάρχας και άρξασθαι του λούεσαθαι εποίησαν σημείον ο προσετάγησαν. Οι δε καταπτερνίσανες εκύκλωσαν το λοετρόν, κρατήσαντες τους εν αυτώ. Ο γάρ μη προσέχων , αλλά αφυλάκτως πορευόμενος πολλάκις και συμφοραί περιπίπτει. Κραητθέντων ούν αυτών αναιμωτί το κάστον παρέλαβεν..


Η μετάφραση.


Τα Σέρβια (στο πρωτότυπο Σέρβεια) είναι μιά οχυρή πόλη στη Βουλγαρία.[ Τα Σέρβια είναι πόλη της Μακεδονία στο νομό Κοζάνης και όχι της Βουλγαρίας. Ο Κεκεαυμένος τα τοποθετεί εκεί ισως διότι αντιγράφει και παραθέτει τη διήγηση αυτούσια όπως ακριβώς την άκουσε ή την παρέλαβε γραπτώς απο τον παππού του Δημήτριο Πολέμαρχο , τον απο μέρους των Βουλγάρων κατακτητή των Σερβίων (βλ.παρακάτω), καθώς τα Σέρβια πέρασαν στην Βουλγαρική κατοχή για μερικά χρόνια και επανακαταλήφθηκαν απο τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο το 1001, ή ο όρος είναι διοικητηκός και τα Σέρβια, κατά την εποχή που γράφτηκε το Στρατηγικό ανάμεσα στο 1075 και 1078, να ανήκαν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδων και πάσης Βουλγαρίας]. Τη φύλαγε αυτή ένας ρωμαίος στρατηγός με το όνομα Μαγειρίνος και δύο ταξιάρχες με τις χιλιάδες τους. Και ο παππούς μου απο την μητέρα μου Δημήτριος ο Πολέμαρχος, έτσι ονομαζόταν, ήταν υπερέχουσα αρχή σε εκείνο το μέρος στα όρια ( με το Βυζαντινό κράτος). Αυτόν αφού έγινε ειρήνη στη Βουλγαρία ( οριστική κατάλυση του βουλγαρικού κράτους το 1014) τον ανεβίβασε ο μακαρίτης ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο πορφυρογέννητος ( ο Βουλγαροκτόνος ) σε αξίωμα των πατρικίων , κανοντάς τον και μυστικό. Αφού αυτός κόπιασε πολύ και αγρύπνησε ένα χρόνο για να την καταλάβει δεν μπόρεσε γιατί ήταν απόρθητη. Έτσι ό κόπος του έπεσε στο κένο. Διότι κρατούσε την ασφάλειά της η πόλη σε φοβερότατους γκρεμούς και φαράγγια. Υπήρχε ένα λουτρό κάτω απο το κάστρο στον γκρεμό, όπου και πήγαινε ο στρατηγός και οι ταξίαρχοι όταν ήθελαν και λούζονταν. Σχεδιάζει λοιπόν τέτοια πονηριά· ήρθε νύχτα και στάθηκε απέναντι απο το κάστρο με τον λαό του ( ο τόπος είναι με βλάστηση έχοντας θάμνους) και πρόσταξε όλους όσους ήταν μαζί του να κρατούν θάμνους μεγάλους, να τους κρατούν μπροστά τους και να σκιάζουν και να κρύβουν τα άλογα και τους αναβάτες τους, ώστε να μη φαίνονται άνθρωπο άλλα κάποια τοπική βλάστηση. Και είχε δύο κατάσκοπους δίπλα απο το κάστρο στην άκρη του γκρεμού, ο οποίοι όταν κατέβηκε ο στρατηγός και οι ταξιάρχες και άρχισαν να λούζονται έκαναν το σημείο που είχε συμφωνηθεί. Και αυτοί αφού πετάχτηκαν με τα άλογά τους, κύκλωσαν το λουτρό και συνέλαβαν όσους ήταν μέσα. Διότι αυτός που δεν προσέχει και περπατά αφύλακτος πεφτεί σε συμφορές. Αφού λοιπόν τους κράτησαν αυτούς παράλαβαν το κάστρο αναίμακτα.

Σημείωση

Η μετάφραση και τα σχόλια είναι δικά μας.

''2o Κείμενο''

Μετά απο επανάσταση της Θεσσαλίας εξ’ αιτίας αυξήσεων και φορολογίας, οι επαναστάτες φτάνουν στο Βυζαντινό κάστρο των Σερβίων, με αρχηγό τον Νικουλιτζά τον Λαρισαίο συγγενή του συγγραφέρα, στην άνοιξη του έτους 1066 μ.Χ. και καταλαμβάνουν το κάστρο μετά απο πολιορκία , για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ( υπολογίζεται μερικούς μήνες).

Κείμενο

Πρό του δέξασθαι δε αυτόντον τοιούτον όρκον ώρμησεν κατά του κάστρου Σερβίων. Το δε τοιούτον κάστρον εστίν εν πέτραις υψηλαίς πάνυ κείμενον και φάραγξιν αγρίαις και βαθυτάταις περικυκλούμενον. Απήλθεν ουν εκείσε, ούκ ήθελον δε οι εκείσε όντες μετ’ αυτού ουδέ αυτόν ο μούλτος πολεμήσαι αυτούς ,αλλά απελθών εκείσε παρέταξεν. Στρατοπεδεύσας ουν ενώπιον αυτών εν τη πιεδιάδι κάτωθεν του κάστρου έμηνυσε αυτοίς κατελθείν πρός αυτόν. Οι και κατήλθον πάντες ομού και αποβάντες των ίππων αυτών έστησαν ενώπιον αυτού εν μέσω του στρατοπέδου δεδεμέναις χρσί, λέγοντες ότι· « Ημείς δουλοι σου εσμέν , και ει κελεύης πολυχρονίζομεν σε νύν». Αυτός δε είπεν προς αυτούς, ότι· «Οίδα, εάν απολύσω υμάς και απέλθητε, αφ’ου εισέλθητε εις το κάστρον ου μη φυλάξητε α συνέθεσθε μοι, και ήρμοζεν ίνα κατέχω υμάς ενταύθα· επί δε νόμος εστί στρατηγικός αρχαίος ίνα ο οικειογνώμως απερχόμενος είτε πρός βασιλέα είτε πρός τύραννον ή στρατηγόν μη κατέχηται παρ’ αυτού μη βουλόμενος, αλλά απέρχηται πάλιν πρός τα οικεία ελευθερίως, τούτου ένεκα καγώ απολύω υμάς, και απέλθετε μετά χαράς εις τας οικίας υμών , και είπερ ου ψεύδεσεθε ου μη φείσομαι υμών». Οι δε μυρία αυτώ επαγγειλάμενοι υπεχώρησαν . Εκείνου δε αυτούς προτρέψαντος ανελθόντες εις το κάστρον ήρξαντο υβρίζειν οία έθος εστί τοις απειδεύτοις. Λυπηθείς δε εκείνος εις την συνείδησιν αυτών ήρξαντο του καστροπολεμείν αυτούς διά τας ύβρεις αυτών· ουδέ γάρ ήθελεν πολεμήσαι αυτούς, διότι ουδέ εκούσίως υπεισήλθον το μούλτον , ίνα αγωνίζηται εις το φημίζεσθαι αυτόν , αλλά διά τον λάον , ίνα μη σκανδαλισθέντων ως κακούργον κατεργάσονται αυτόν. Δια δε τας ύβρεις και την υπερηφανίαν αυτών εισελθών εις τούτους και πολεμήσας αυτούς εν ημέρα δυσί τη τρίτη παρέλαβεν αυτούς.

Μετάφραση.

Πρίν να πάρει αυτόν τον όρκο (ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης για περί συνθήκης και αποδοχής των όρων των επαναστατών της Θεσσαλίας) όρμησε κατά του κάστρου των Σερβίων. Αυτό το κάστρο κείτεται σε ψηλές πέτρες και περικυκλώνεται απο άγρια και βαθύτατα φαράγγια. Πήγε λοιπόν εκεί, όμως αυτοί που ήταν μαζί του και το ίδιο το πλήθος δεν ήθελε να τους πολεμήσουν ( το κάστρο) αλλά παρέταξε το στρατό. Αφού στρατοπέδευσαν απέναντι τους στην πεδιάδα κάτω απο το κάστρο τους παρήγγειλε να κατεβούν πρός αυτόν. Αφού κατέβηκαν όλοι ( απο το κάστρο) και κατέβηκαν απο τα άλογά τους, τους έστησαν ανάμεσα στο στρατόπεδο με δεμένα τα χέρια και είπαν ( στον Νικουλιτζά))· «Εμείς είμαστε δούλοι σου , και αν προστάζεις σε επευφημούμε τώρα». Αυτός όμως τους είπε ότι· «γνωρίζω ότι αν θα σας αφήσω και φύγετε, αφού θα μπείτε στο κάστρο δεν θα φυλάξετε αυτά που συμφωνήσατε μαζί μου, και θα έπρεπε να σας κρατήσω εδώ επειδή όμως είναι νόμος αρχαίος που λέει ότι αυτός που έρχεται απο μόνος του πρός βασιλιά ή πρός τύραννο ή στρατηγο να μη συλαμβάνεται παρά τη θέλησή του, αλλά να γυρίζει στον τόπο του ελεύθερος, γι’ αυτό και εγώ θα σας αφήσω και γυρίστε με χαρά στα σπίτια σας , και αν μου πείτε ψέματα δεν θα σας λυπηθώ. Αυτοί αφού του υποσχέθηκαν πολλά γύρισαν στο κάστρο. Όταν τους είπε να ανεβούν στο κάστρο αυτοί άρχισαν να τον βρίζουν όπως συνηθίζουν οι απαίδευτοι. Και με λύπη για την ασυνειδησία τους άρχισε να τους καστροπολεμά για τις βρισιές τους. Δεν ήθελε να τους πολεμήσει ,διότι δεν εισχώρησε με την θέληση του στην επανάσταση για να αγωνιστεί να γίνει αυτοκράτορας, αλλά για να μη σκαδαλιστούν οι επαναστάτες και τον συμπεριφερθούν ως ένα κακουργο. Και για τις βρισιές τους και για την υπερηφάνεια τους, τους επιτέθηκε και τους πολέμησε για δύο ημέρες και την Τρίτη ημέρα τους κατέβαλε.


''Η περιγραφή των Σερβίων απο τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζινό''


Την περιγραφή αυτή δίνει ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζινος για την πόλη των Σερβίων, όπως την είδε,κατά την πολιορκία που έκανε στην πόλη κατα το έτος 1350.

Κείται δε η πόλις εκείνη επί τινός ανάντους του όρους προβολής ευθύς εξαρχής εαυτής μετεωροτέρα φαινομένη και ούσα προϊόντι. Επ’ αυτήν τε την εκρώρειαν καταλήγει τρισει διατειχίσμασι διηρημένη, ως δοκείν έξωθεν τρείς είναι πόλεις κείμενας επαλληλους. Εκατέρωθεν τε φάραγγας περιβέβληται βαθείας. Το δ’ απο της πόλεως άχρι του επιπέδου και των φαράγγων, όσον μάλιστα οικείσθαι επιδέχεται , οικιών πεπληρωται και ανθρώπων ου των πολλών μόνον, αλλά και των αρίστων εκ των πολιτών και εκ των στρατιωτών, οι ήσαν εγχώριοι πολλοί τε και αγαθοί. Η τε πόλις, επαλλήλους τας οικίας έχουσα δια την απο του τόπου θέσιν , ολίγας έχει δοκεί οικίας πολυορόφους. Οικείται δε τα μεν δύο τμήματα υπο των πολιτών· το δε τρίτον , άκρα όν, τω άρχοντι ανείται. Έστι δε δυσπρόσοδος πανταχόθεν , και ού πάνυ ραδία προς τοιχομαχίαν.

Απόδοση στη νεοελληνική

Κείτεται η πόλη εκείνη( τα Σέρβια) πάνω σε κάποια ανωφερή προβολή του όρους η οποία απο την αρχή φαίνεται να γίνεται όλο και πιο μετέωρη όσο προχωράει προς τα πάνω. Πάνω σε αυτη την άκρη του όρους διαιρείται σε τρία περιτειχίσματα ώστε να φαίνεται απο έξω σαν να κείτονται διαδοχικά τρείς πόλεις. Περιβάλλεται απο τη μία και απο την άλλη πλευρα απο φαράγγια βαθειά. Και απο την πόλη μέχρι το επίπεδο και τα φαράγγια, όσο μάλιστα επιδέχεται να οικιστεί , είναι γεμάτη απο οικίες και απο άνθρωπους όχι μόνο πολλούς αλλά και απο τους καλλίτερους πολίτες και στρατιώτες, οι οποίοι ήσαν εγχώριοι και ενάρετοι. Και η πόλη, έχοντας διαδοχικά τα σπίτια εξ’ αιτίας της θέσης του τόπου , φαίνεται να έχει λίγα πολυόροφα σπίτια. Κατοικείται στα δύο τμήματα απο τους πολίτες· και στο τρίτο που βρίσκεται στην πάνω άκρη κατοικείται απο τον άρxοντα. Είναι δύσκολη να προσεγγιστεί απο παντού και καθόλου εύκολη για τοιχομαχία.
Το πρωτότυπο κείμενο είναι απο το βιβλιο του Ανδρέα Ξυγκόπουλου ‘’Τα μνημεία των Σερβίων’’ έκδοση Μορφωτικού Ομίλου Σερβίων 1994.

Μια άλλη αποδοση του κειμένου βρίσκεται εδω:
 http://serviotikos.blogspot.com/2009/10/1350.html

'' Τα Σέρβια στο Χρονικό του Μορέως.''

Οι αναφορές για την πόλη των Σερβίων απο το Χρονικό του Μορέως.
Στην πρώτη περίπτωση η αναφορά γίνεται για τα Σέρβια λίγο πρίν την μάχη της Πελαγωνίας ( σημερινή περιοχή της Πτολεμαΐδας) το 1259. Εκεί ο Δεσπότης της Ηπείρου μαζί με τους Φράγγους συμμάχους του ζητάνε πληροφορίες για τους αντιπάλους τους, το στρατό της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.

Μιλάμε για τα χρόνια της Φραγκοκρατίας.

Δεν φαίνεται να έχει γίνει κατάληψη της πόλης παρόλο που άνηκε, όπως αναφέρεται, στην περιοχή του βασιλέως της Νίκαιας. Απλώς έπιασαν κάποιους ανθρώπους για να τους πληροφορήσουν για τους αντιπάλους τους.
Πληροφορίες για τη μάχη της Πελαγονίας εδώ

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82

Κα σον κουρσέψασιν τ μέρη τς Βλαχίας,
πέρασαν τ σύνορον που χωρίζει τόπος
το βασιλέως κ τν Βλαχίαν, Κατακαλο τν λέγουν,
κ᾿ σέβησαν στο βασιλέως τος τόπους ν κουρσεύουν.
[` 278] κε ναν κάστρον ηρασιν, τ λέγουσιν τ Σέρβια·
νθρώπους γρ πιάσασιν κ τ καστέλλι κενο.
ρώτησαν ν τος επον τ τί μανττα ξεύρουν
κ᾿ κενοι πεκρίθησαν κ᾿ πληροφόρησάν τους·
«Τ πς Σεβαστοκράτορας μ τ φουσστα λα
κρ Μιχαλ το βασιλέως, που σς ναμένουν
σιμ ες τν νδριανόπολιν ες τος μεγάλους κάμπους·
κ᾿ τύχαινε ν ρχωνται δ γυρεύοντάς σας·
λπίζομεν ν πέρασαν σιμ στ Σαλονίκι».





Τα Σέρβια στην ''Αλεξιάδα''

Αναφαίρεται στην πορεία του Νορμανδου εισβολέα Βαϊμούνδου απο τον Οστροβό( σημερινό Αγναντιά Τρικάλων ) πρός τη Βεροια μέσω Σοσκού ( το σημερινό Φρούριο) και Σερβίων στο έτος 1082, προφανώς χωρίς κατάληψη τους απο αυτόν.

5.5.1 Ἐπεὶ δὲ τοῦ Ρομπέρτου πρὸς Λογγιβαρδίαν παλινο στήσαντος τὴν μετὰ τοῦ αὐτοκράτορος μάχην ὁ Βαϊμοῦντος ἀνεδέξατο ταῖς ἐκείνου ὑποθημοσύναις χρώμενος καὶ διὰ παντὸς μάχας καὶ πολέμους ἀναρριπίζων͵ τὸν μὲν Πέτρον τοῦ Ἀλίφα μετὰ τοῦ Πουντέση εἰς πολιορκίαν ἐν διαφόροις χώραις ἐξέπεμψεν· ἔνθεν τοι καὶ τοὺς μὲν δύο Πολόβους εὐθὺς ὁ Πέτρος τοῦ Ἀλίφα κατέσχε͵ τὰ δὲ Σκόπια ὁ προρρηθεὶς Πουντέσης. Αὐτὸς δὲ μηνυθεὶς παρὰ τῶν Ἀχριδιωτῶν ταχὺ τὰς Ἀχρίδας καταλαμβάνει. Καὶ πρὸς μικρὸν ἐγκαρτερήσας τοῦ Ἀριέβη φρουροῦντος τὸ κάστρον ἄπρακτος ἀπῆλθεν εἰς τὸν Ὀστροβὸν κἀκεῖθεν κενὸς ἀποπεμφθεὶς διῆλθε διὰ τοῦ Σοσκοῦ καὶ διὰ τῶν Σερβίων ἀπῆλθεν εἰς Βέροιαν

Μια απλή μετάφραση του κειμένου.

Και επειδή ο Ροβέρτος επέστρεψε στην Λογγοβαρδία μετά την μάχη με τον Αυτοκράτορα Αλέξιο ο Βαϊμούνδος αναδέχτηκε τις δικές του υποθέσεις και ασχολούμενος με συνεχείς μάχες και πολέμους , τον Πέτρο του Αλειφά μαζί με τον Πουντέση τους έστειλε σε πολιορκίες διαφόρων χωρών. Έτσι και τους δύο Πολόβους κατέλαβε αμέσως ο Πέτρος του Αλειφα, και τα Σκόπια ο προρηθείς Πουντέσης. Αυτός ( ο Βαϊμούνδος) αφού προσκλήθηκε απο τους Αχριδιώτες γρήγορα καταλαμβάνει την Αχρίδα. Και αφού περίμενε λίγο, φρουρώντας το κάστρο ο Αριέβης, έφυγε στον Όστροβο και απο εκεί αφού διώχθηκε με άδεια χάρια πέρασε μέσω του Σοσκού και μέσω των Σερβίων και πήγε στην Βέροια.


Τα Βυζαντινά Σερβια όπως αναφέρονται στη Σύνοψις Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη(11ος αι.)

[Bas2+Const8.26]   Τῷ δὲ ἑξακισχιλιοστῷ πεντακοσιοστῷ ὀγδόῳ ἔτει, τῆς τρισκαιδε-
κάτης ἰνδικτιῶνος, δύναμιν βαρεῖαν ἐκπέμψας ὁ βασιλεὺς κατὰ τῶν πέραν
[Bas2+Const8.26.3]   τοῦ Αἵμου Βουλγαρικῶν κάστρων, ἀρχηγοὺς ἔχουσαν τὸν πατρίκιον
Θεοδωροκάνον καὶ Νικηφόρον πρωτοσπαθάριον τὸν Ξιφίαν, τήν τε
μεγάλην εἷλε Περσθλάβαν καὶ τὴν μικρὰν καὶ τὴν Πλίσκοβαν, καὶ ἀσινὴς
καὶ τροπαιοῦχος ἡ Ῥωμαϊκὴ ὑπενόστησε δύναμις.
[Bas2+Const8.27]   Τῷ δ' ἐπιόντι πάλιν ἔτει ἄπεισι κατὰ Βουλγαρίας ὁ βασιλεὺς
διὰ Θεσσαλονίκης, καὶ προσερρύη αὐτῷ Δοβρομηρὸς ὁ τῆς Βερροίας
κατάρχων,
ἐπ' ἀνεψιᾷ γαμβρὸς τοῦ Σαμουήλ,
παραδοὺς καὶ τὴν πόλιν τῷ βασιλεῖ καὶ ἀνθύπατος τιμηθείς. ὁ δὲ τὰ
Σέρβια φυλάττων Νικόλαος,
ὁ δὲ τὰ Σέρβια φυλάττων Νικόλαος] ὁ δὲ τὴν Κολυδρὸν φυλάττων Δημήτριος ὁ Τειχω-
νᾶς, ἐπεὶ μὴ προεδίδου τὴν πόλιν, ἠξίωσε δὲ ἐκχωρηθῆναι, αὐτῷ τὰ σὺν τῷ περὶ αὐτὸν
στρατεύματα ὑπεκχώρησεν ὁ βασιλεύς. ἀφῆκε δ' αὐτὸν σὺν τῷ σὺν αὐτῷ στρατῷ
πρὸς τὸν Σαμουὴλ ἀφίξεσθαι. Νικόλαος δὲ ὁ τὰ Σέρβια φυλάττων,

ὃν Νικολιτζᾶν ὑποκοριζόμενοι διὰ τὸ βραχὺ τῆς ἡλικίας ἐκάλουν,
ἐκθύμως ἀντεῖχε καὶ τὴν ἐπενηνεγμένην αὐτῷ γεγηθότως ἐπέφερε πο-
λιορκίαν. φιλοτίμως δὲ τοῦ βασιλέως χρησαμένου αὐτῇ, ἑάλω τὸ φρούριον
καὶ αὐτὸς ὁ Νικολιτζᾶς. καὶ μετοικίσας ἐκεῖθεν τοὺς Βουλγάρους ὁ
βασιλεὺς Ῥωμαίους φυλάττειν ἐπέστησε. καὶ ταῦτα δράσας ἐπάνεισι
πρὸς τὴν βασιλίδα, ἐπαγόμενος μεθ' ἑαυτοῦ καὶ τὸν Νικολιτζᾶν, ὃν καὶ
πατρικιότητι ἐτίμησεν. ἀλλ' ἀβεβαίου γνώμης οὗτος τυχών, ἐκεῖθεν
ἀποδράς, ἔλαθεν ἀνασωθεὶς πρὸς τὸν Σαμουήλ, καὶ μετ' αὐτοῦ ἐλθὼν
ἐπολιόρκει τὰ Σέρβια. ἀλλὰ πάλιν ὁ βασιλεὺς ὀξὺς ἐπιφανεὶς τὴν τῆς
πόλεως ἔλυσε πολιορκίαν, δρασμῷ χρησαμένου τοῦ Νικολιτζᾶ σὺν τῷ
Σαμουήλ. ἀλλ' οὐκ εἰς τέλος διέδρα ὁ ἄπιστος. λόχῳ γὰρ περιπεσὼν
Ῥωμαϊκῷ συνελήφθη, καὶ πρὸς τὸν βασιλέα δέσμιος ἀχθεὶς εἰς φυλακὴν
ἐνεβλήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει πεμφθείς. ὁ δὲ βασιλεὺς εἰσελθὼν εἰς
Θετταλίαν τὰ ἐν αὐτῇ φρούρια ἤδη παρὰ τοῦ Σαμουὴλ κατασκαφέντα
ἀνωρθώσατο, καὶ τὰ παρὰ τῶν Βουλγάρων κατεχόμενα ἐκπολιορκήσας
τοὺς μὲν Βουλγάρους ἐς τὸν λεγόμενον μετῴκισε Βολερόν, φρουρὰν δὲ
ἐν πᾶσι καταλιπὼν ἀξιόμαχον ἐπανῆλθεν εἰς τὰ λεγόμενα Βοδινά. φρού-
ριον δὲ τὰ Βοδινὰ ἐπὶ πέτρας ἀποτόμου κείμενον, δι' ἧς καταρρεῖ τὸ
τῆς λίμνης τοῦ Ὀστροβοῦ ὕδωρ, ὑπὸ γῆς κάτωθεν ῥέον ἀφανῶς κἀκεῖσε
πάλιν ἀναδυόμενον. καὶ ἐπεὶ μὴ ἑκουσίως παρεδίδοσαν ἑαυτοὺς οἱ ἔν-
δον, πολιορκίᾳ τοῦτο κατέσχε. καὶ τούτους ὁμοίως εἰς τὸν Βολερὸν
ἀποικίσας, φρουρᾷ δὲ τοῦτο ὀχυρωσάμενος ἀξιολόγῳ, ἐπάνεισιν εἰς
Θεσσαλονίκην.
 (...)

[Bas2+Const8.43]   Τότε καὶ Νικολιτζᾶς, ὁ πολλάκις ληφθεὶς καὶ πολλάκις ἀφεθείς, ἔν
τισιν ὄρεσι κρυπτόμενος, ὡς ἐπέμφθη δύναμις κατ' αὐτοῦ καὶ τῶν οἱ
συνόντων οἱ μὲν προσεχώρησαν ἐθελοντί, οἱ δὲ καὶ ἡλίσκοντο, αὐτόμολος
κάτεισιν εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ τῇ χειρὶ κρούσας τὴν θύραν προσήγγει-
λεν ἑαυτόν, ὅστις εἴη, καὶ ὅτι παραδίδωσιν ἑκουσίως τὸ σῶμα τῷ βασιλεῖ.
ἀλλὰ τοῦτον μὲν ὁ βασιλεὺς οὐδὲ ἰδεῖν ἠνέσχετο, ἀλλ' εἰς Θεσσαλονίκην
ἐξέπεμψε φρουρεῖσθαι κελεύσας. αὐτὸς δὲ τὰ τοῦ Δυρραχίου καὶ Κολωνείας
καὶ Δρυϊνουπόλεως, ὥς πῃ ἐδόκει αὐτῷ βέλτιστα, καταστησάμενος, καὶ
φύλακας τοῖς θέμασι καὶ στρατηγοὺς ἐπιστήσας, καὶ τῶν αἰχμαλώτων
Ῥωμαίων τοὺς βουλομένους κατὰ χώραν μένειν κελεύσας, τοὺς δὲ λοιποὺς
ἕπεσθαι προστάξας,
καὶ τῶν ἁλόντων ποτὲ στρατιωτῶν· ἦσαν γὰρ πολλοὶ ἔκ τε Ῥωμαίων καὶ Ἀρμενίων
ἔν τε Πελαγονίᾳ καὶ Πρέσπᾳ καὶ τῇ Ἀχρίδι ὑπὸ Σαμουὴλ κατῳκισάμενοι, ὧν ἐπιση-
μότατοι οἱ Βασιλείου τοῦ Ἀποκαπ' παῖδες Γρηγορᾶς καὶ (sequ. lac. unius vocis)

ἦλθεν εἰς Καστορίαν. ἔνθα προσήχθησαν αὐτῷ θυγατέρες δύο τοῦ Σαμουήλ,
αἵτινες θεασάμεναι
θεασάμεναι-διαχειρισόμεναι] πυθόμεναι τὴν τιμήν, ἣν τετίμηται Μαρία ἡ τοῦ Βλαδισθλά-
βου σύζυγος, ἠπείλησαν αὐτὴν διαχειρίσασθαι

τὴν Ἰωάννου γυναῖκα παρισταμένην τῷ βασιλεῖ ὥρμησαν κατ' αὐτῆς
ὡς διαχειρισόμεναι Μαρίαν. ἀλλὰ ταύταις μὲν ὁ βασιλεὺς τὸν θυμὸν
κατεκοίμισεν, ὑποσχόμενος τιμῆσαι καὶ ὑπερπλουτίσαι αὐτάς, τὴν δὲ
Μαρίαν τῷ τῆς ζωστῆς πατρικίου ἀξιώματι τιμήσας εἰς τὴν βασιλίδα
μετὰ τῶν υἱῶν ἐκπέμπει.
καὶ τῶν συγγενῶν ἁπάντων σὺν τῷ τοῦ Σαμουὴλ νοθογενεῖ βραχυτάτῳ.
καθαιρεῖ δὲ καὶ τὰ ἐν Σερβίοις καὶ τῷ Σωσκῷ φρούρια πάντα διὰ τοῦ
Ξιφίου καὶ εἰς ἔδαφος καταστρέφει. καὶ εἰς τὸ φρούριον Σταγοὺς ἔρχεται,
ἔνθα κατέλαβεν ὁ τῶν Βελεγράδων ἄρχων μετὰ δουλικοῦ τοῦ σχήματος
Ἐλεμάγος
ἄρχων-Ἐλεμάγος] ἄρχων Ἐλίναγος ὁ Φραντζὴς μετὰ δουλικοῦ τοῦ σχήματος
μετὰ τῶν συναρχόντων αὐτοῦ.
τὰ δὲ Βελάγραδα φρούριον δύσβατον καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνεπίβατον. πρὸς μεσημβρίαν
γὰρ κρημνοῖς στεφανοῦται, ἐν οἷς καὶ ποταμὸς ῥεῖ· Ἀσῶνα κλῆσις αὐτῷ. καὶ μία εἴσοδός
ἐστι τῷ φρουρίῳ. ἀλλὰ δὴ καὶ τῆς Ῥάκοβας ὁ κρατῶν εἰς τὸν βασιλέα κατέλαβεν.

ἐκεῖθεν ἄρας ἄπεισιν εἰς Ἀθήνας. ἐν δὲ τῷ διϊέναι τὸ Ζητούνιον τὰ ὀστᾶ
τῶν πεσόντων ἐκεῖσε Βουλγάρων, ὁπηνίκα ὁ μάγιστρος Νικηφόρος ὁ
Οὐρανὸς τὸν Σαμουὴλ ἐτρέψατο, θεασάμενος ἐθαύμασεν. ὑπερηγάσθη
δὲ καὶ τὸ ἐν Θερμοπύλαις γενόμενον τεῖχος, ὃ Σκέλος ἄρτι κατονομάζεται,
εἰς ἀποτροπὴν τῶν Βουλγάρων παρὰ τοῦ Ῥουπενίου. ἐν Ἀθήναις δὲ
γενόμενος, καὶ τῇ θεοτόκῳ τὰ τῆς νίκης εὐχαριστήρια δοὺς καὶ ἀναθήμασι
λαμπροῖς καὶ πολυτελέσι κοσμήσας τὸν ναόν, ὑπέστρεψεν εἰς Κωνσταντι-
νούπολιν.

Όλο το κείμενο στο πρωτότυπο εδώ 


Τα Σέρβια στην Πηνελόπη Δέλτα στον "Καιρό του Βουλγαροκτόνου"




(Αποσπάσμα απο το βιβλίο)



Ένα φρούριο δυνατό απάνω στο Δούναβη είχε μείνει ακυρίευτο, η Βιδύνη. Αλλά ο Βασίλειος δε θέλησε να χάσει καιρό στην πολιορκία του. Θεώρησε χρησιμότερο να κατέβει στη μεσημβρινή Μακεδονία και να κυριεύσει τα δυνατά φρούρια που του είχε πάρει ο Σαμουήλ στα 989. Άφησε λοιπόν τους στρατηγούς του να οχυρώσουν τα παρμένα κάστρα του Δούναβη, και στην αρχή του 1003 εξεστράτευσε στη νότια Μακεδονία. Διευθύνθηκε πρώτα στη Βέρροια. Μα πριν προφθάσει να την πολιορκήσει, ο Δαβρομήρ, Βούλγαρος στρατηγός της Βέρροιας, πήγε και τον προαπάντησε και του παρέδωσε τα κλειδιά της χώρας. Ως ανταμοιβή, ο Βασίλειος τον εδιόρισε ανθύπατο, που ήταν τίτλος πολυζήτητος εκείνο τον καιρό. Και αφού έβαλε δυνατή φρουρά στο κάστρο τράβηξε νότια και πολιόρκησε τα Σέρβια.

Στρατηγός στα Σέρβια ήταν τότε ένας παλικαράς τόσο μικρόσωμος, που τον έλεγαν Νικουλιτσά, δηλαδή Νικολάκη, αλλά άνθρωπος μεγάλης τόλμης και ατρόμητος. Κατάγουνταν από αρχοντική οικογένεια της Λάρισας, που, σαν πολλούς τότε, γύρισε κι αυτή με το μέ-ρος των Βουλγάρων. Ο πατέρας του, άλλοτε στρατηγός στη Λάρισα, είχε παραδώσει το φρούριο του στον Σαμουήλ, τότε που πρώτη φορά κατέβηκαν οι Βούλγαροι στην Ελλάδα στα 986. Και ξεχνώντας από τότε την ελληνική της καταγωγή, η οικογένεια όλη αφοσιώθηκε στο Βούλγαρο Τσάρο.


Σα λεοντάρι αντιστάθηκε ο Νικουλιτσάς στα Σέρβια, και με κόπο πολύ κατόρθωσε ο Βασίλειος να κυριεύσει την πόλη, αφού γκρέμισε τους τοίχους του κάστρου. Και σαν τον έπιασαν και αλυσοδεμένο τον έφεραν εμπρός στον Αυτοκράτορα, με αψηλό το κεφάλι παρουσιάστηκε ο ανθρωπάκος, νικημένος μα όχι και ταπεινωμένος.

Ο Βασίλειος ήταν μεγάλος πολιτικός, και είχε μεγάλη καρδιά. Ατρόμητος ο ίδιος, θαύμασε τόσο την παλικαριά του Νικουλιτσά, που όχι μόνο πρόσταξε να του βγάλουν τις αλυσίδες, αλλά και τον άφησε ελεύθερο και τον εδιόρισε πατρίκιο, με συμφωνία όμως να μη γυρίσει στη Βουλγαρία. Ύστερα, αφού οχύρωσε τα Σέρβια, κι άφησε κει ελληνική φρουρά, τον πήρε μαζί του και τράβηξε για τη Θεσσαλονίκη.


Το πάθος όμως του Νικουλιτσά εναντίον των Ελλήνων και η αγάπη των βουνών της πατρίδας του δεν τον άφηναν πια από Βούλγαρος να γίνει Έλληνας. Μόλις βρέθηκε ελεύθερος, καταπάτησε τους όρκους του, ξέκοψε στα βουνά, ενώθηκε με τον Σαμουήλ, κι έτρεξαν μαζί να ξαναπολιορκήσουν τα Σέρβια.

Η είδηση έφθασε τον Αυτοκράτορα στο μισό δρόμο της Θεσσαλονίκης. Σαν αστραπή γύρισε πίσω, έπεσε στα βουλγάρικα στρατεύματα, τα έτρεψε σε φυγή κι ελευθέρωσε πάλι τα Σέρβια. Μόλις πρόφθασε ο Σαμουήλ να ξεφύγει με τον πιστό του στρατηγό, αλλά, σε λίγον καιρό, οι Έλληνες έστησαν καρτέρι του Νικουλιτσά, τον έπιασαν, και αλυσοδεμένο τον έστειλε ο Αυτοκράτορας στις φυλακές της Πόλης.


Από τα Σέρβια, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε ο Βασίλειος στα Βοδενά και τα κυρίευσε με όλη την ηρωική αντίσταση του Δραξάν, άλλου γενναίου στρατηγού του Σαμουήλ.


Κατά το σύστημα των Βυζαντινών, και για να εμποδίσει κάθε άλλη επανάσταση, ο Βασίλειος μετοίκισε τους νικημένους πολεμιστές στο Βολερό, χώρα στην εκβολή του Έβρου όπου είχε στείλει πρωτύτερα και τους κατοίκους των Σερβίων. Τον Δραξάν όμως τον εσυγχώρησε, όπως είχε συγχωρήσει και τον Νικουλιτσά, του έδωσε τίτλους και τιμές και του επέτρεψε να κατοικήσει στη Θεσσαλονίκη, όπου και τον πάντρεψε με μιαν Ελληνίδα…

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...